5.5.07

Αριστερή πολιτική σήμερα - Όσκαρ Λαφοντέν

Κάθε χρόνο, στις αρχές Ιανουαρίου, η ανεξάρτητη αριστερή εφημερίδα Junge Welt διοργανώνει το «Διεθνές συνέδριο Ρόζα Λούξεμπουργκ» προς τιμήν της μεγάλης επαναστάτριας που δολοφονήθηκε μαζί με τον Καρλ Λίμπκνεχτ τον Ιανουάριο 1919.
Στο συνέδριο (του 2006) μίλησε μεταξύ άλλων ο Όσκαρ Λαφοντέν με θέμα «Αριστερή πολιτική σήμερα» την ομιλία του οποίου δημοσιεύουμε.
Ο Όσκαρ Λαφοντέν υπήρξε από το 1966 μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD). Επί προεδρίας Βίλι Μπραντ, στενός συνεργάτης του οποίου ήταν ο Λαφοντέν, έγινε μέλος της ηγεσίας του κόμματος. Διατέλεσε επί δεκατρία χρόνια πρωθυπουργός του κρατιδίου της Σααρλάνδης. Στη διάρκεια της θητείας του στο προεδρείο του SPD συγκρούστηκε με τον καγκελάριο Σμιτ για το ζήτημα της εγκατάστασης πυραύλων μέσου βεληνεκούς στη Γερμανία. To 1995 εκλέγεται πρόεδρος του SPD. To 1998 γίνεται υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση Σρέντερ και ασκεί κριτική στην πιστωτική πολιτική της κεντρικής τράπεζας, απαιτώντας δημόσια συζήτηση για το ρόλο της. Το 1999 παραιτείται από την προεδρία του κόμματος και από το υπουργικό του αξίωμα. Έκτοτε ο Λαφοντέν επικρίνει την πολιτική της κυβέρνησης συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών-Πράσινων, αντιτίθεται στην επίθεση του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας και στη συμμετοχή γερμανών στρατιωτών σε δραστηριότητες εκτός συνόρων. Το 2005 προσχωρεί στην «Εναλλακτική εκλογική πρόταση κοινωνική δικαιοσύνη» —σχηματισμό που ίδρυσαν προπάντων σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές που διαφώνησαν με το κόμμα τους— ως υπέρμαχος της συνεργασίας της αριστεράς και της ίδρυσης ενιαίου αριστερού κόμματος. Εκλέγεται βουλευτής και είναι μαζί με τον Γκρέγκορ Γκίζι, από το Αριστερό Κόμμα, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας της Αριστεράς στην ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας.
Για τις απόψεις του Λαφοντέν έχουν γραφεί πολλά, συνήθως αποσπασματικά. Η ομιλία του στο συνέδριο «Ρόζα Λούξεμπουργκ», όμως αποτελεί τρόπον τινά ολοκληρωμένη πλατφόρμα, έστω και συνοπτική. Και δεν είναι άνευ σημασίας ότι αυτή τη συνοπτική πλατφόρμα την εξέθεσε σε κοινό της μαρξιστικής αριστεράς, και ότι, στην ομιλία του, αναζήτησε κοινά σημεία με τον εκπρόσωπο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Πορτογαλίας. Βέβαια, ο Λαφοντέν δεν εγκατέλειψε τις σοσιαλδημοκρατικές πεποιθήσεις του. Παραμένει αριστερός σοσιαλδημοκράτης, όχι με το νόημα ότι αναπολεί παλιές στιγμές της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά επιμένοντας ότι σοσιαλδημοκρατική πολιτική χωρίς ταξική αναφορά, χωρίς τον κόσμο της εργασίας, χωρίς να υποστηρίζει τους αδύναμους είναι αδιανόητη. Ως εκ τούτου ο Λαφοντέν υποστηρίζει τη συνεργασία με την αριστερά και την ίδρυση ενιαίου κόμματος. Έτσι λοιπόν, με τον Λαφοντέν θα διαφωνήσουμε πιθανώς για τον σοσιαλισμό, και πολλοί νέοι του σύντροφοι θα συγκρουστούν —συγκρούστηκαν ήδη, και μάλιστα προεκλογικά— μαζί του στο κόμμα που πάνε να φτιάξουν μαζί. Άλλωστε, χωρίς τέτοιες συγκρούσεις η Αριστερά πώς θα υπήρχε;
Συζητήσεις για τη συνεργασία με την σοσιαλδημοκρατία γίνονται και στη χώρα μας, συνήθως χωρίς να αναφέρονται προϋποθέσεις, και προπάντων χωρίς να αναφέρεται η ρήξη με την επικρατούσα πολιτική. Δημοσιεύουμε, λοιπόν, την ομιλία του Όσκαρ Λαφοντέν και σαν συμβολή σε αυτή τη συζήτηση.


Α’ ΜΕΡΟΣ (Δημοσιεύθηκε στην ΕΠΟΧΗ στις 5.2.2006)

Αγαπητές φίλες, αγαπητοί φίλοι, σας ευχαριστώ για την πρόσκληση στο συνέδριό σας. Ήρθα μετά χαράς για να εκθέσω ενώπιον των συνέδρων τις σκέψεις μας —και εννοώ του Αριστερού Κόμματος (PDS) και της Εναλλακτικής πρότασης για τις εκλογές (WASG)— για την εξέλιξη της Αριστεράς στη Γερμανία. Πιστεύω πως καλό θα ήταν να θυμηθούμε πρώτα πώς είχε η κατάσταση πριν δημιουργηθεί αυτή η πολιτική συσπείρωση. Επιτρέψτε μου δυο λόγια επ’ αυτού.
Εδώ και 20 χρόνια τουλάχιστον, στη Γερμανία ακολουθείται νεοφιλελεύθερη πολιτική, η οποία έχει αλλάξει σημαντικά τη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια η δύναμη της Αριστεράς, όπως και των εργατικών συνδικάτων, υποχωρεί όλο και περισσότερο. Τέθηκε λοιπόν το ερώτημα αν θα υπήρχε ποτέ ξανά ένα αντίρροπο κίνημα. Μετά τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία - Βεστφαλία ορισμένοι συγκεντρώθηκαν και είπαν ότι δεν γίνεται έτσι, να κατέβουν δηλαδή ξεχωριστά στις βουλευτικές εκλογές το WASG και το αριστερό κόμμα, το PDS, γιατί θα υπήρχε ο κίνδυνος κανένα από τα δύο κόμματα να μην ξεπεράσει το όριο του 5%. Κάναμε λοιπόν τότε μερικές συνομιλίες και αποφασίσαμε να κατεβούμε μαζί, με στόχο να αποτρέψουμε τον Μελανό-Κίτρινο συνασπισμό (από τα χρώματα των Χριστιανοδημοκρατών και των Φιλελευθέρων σ.τ.Μ) και να δώσουμε τέλος στο κίβδηλο Κόκκινο-Πράσινο περιτύλιγμα (από τα χρώματα των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων σ.τ.Μ.). Τα καταφέραμε και τα δύο. Όμως το 8,7% που πετύχαμε δεν είναι λόγος να επαναπαυόμαστε. Είναι μάλλον μια εντολή να στοχαστούμε τι περιμένουν από εμάς στο μέλλον οι εκλογείς που μας έδωσαν την ψήφο τους.
Πιστεύω πως δικαίως θα μπορούσα να πω ότι αυτό το σχετικά καλό εκλογικό αποτέλεσμα έχει να κάνει και με το γεγονός ότι υπήρξαν διαμαρτυρίες ενάντια στην πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης —μιλάω για τις μεγάλες συγκεντρώσεις, στις οποίες πολλοί από εμάς είχαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν—, οι διαμαρτυρίες όμως αυτές, ως γνωστόν, ποτέ δεν διαρκούν αρκετά, φθίνουν σύντομα. Το ζήτημα είναι τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να υποδεχτούμε αυτό το κίνημα και να το πάμε παραπέρα. Δεν πιστεύω όμως ότι είναι καλό να ορίζει η νέα παράταξη την πολιτική της μόνο ως απόρριψη των λαθεμένων αποφάσεων της προηγούμενης ή της τωρινής κυβέρνησης. Πιστεύω ότι πρέπει να εμμείνουμε σε μια θετική ουτοπία της κοινωνίας. Και αυτό το συνδέω πάντοτε με την ουτοπία του Διαφωτισμού. Πιστεύω, εντονότερα από κάθε άλλη φορά, ότι μια παγκόσμια κοινότητα ελεύθερων και ίσων πολιτών είναι ένα ιδανικό το οποίο μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς και προς το οποίο μπορούν να προσανατολίζονται αριστερές παρατάξεις και σε εθνικό επίπεδο. Πιστεύω επίσης ότι εδώ, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πρέπει να προσπαθήσουμε να συμβάλουμε ώστε το κράτος να αναφέρεται ως προς την εξωτερική πολιτική του στην πολιτική του Βίλι Μπραντ και ως προς την κοινωνική και την οικονομική πολιτική να δημιουργηθεί μια κοινωνία στην οποία ο καθένας θα μπορεί να ζει τη ζωή του με αξιοπρέπεια, απαλλαγμένος από κοινωνική εξαθλίωση, μια κοινωνία όπου θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια πραγματική κοινωνική δημοκρατία.

Να επανεξετάζουμε τις έννοιες

Τι είναι η Αριστερά; Αυτή την εποχή θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει ίσως κίνημα αντίστασης ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός είναι επίθεση κατά της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός είναι επίθεση κατά της δημοκρατίας, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός είναι επίθεση κατά κοινωνική δικαιοσύνη και το κοινωνικό κράτος. Αν το δούμε από αυτή την άποψη και λάβουμε υπόψη μας ποιες αρχές έχει ακολουθήσει ο νεοφιλελευθερισμός τα τελευταία χρόνια, τότε μπορούμε πολύ εύκολα να διαμορφώσουμε και το αντίθετο σχέδιο. Πιστεύω ότι ο νεοφιλελευθερισμός οριζόταν από τις έννοιες της απορύθμισης, της ιδιωτικοποίησης και της αποσάθρωσης της δημοκρατίας. Αν συμφωνήσουμε ότι αυτές οι έννοιες χαρακτηρίζουν την πρακτική του νεοφιλελευθερισμού, τότε χρέος της Αριστεράς είναι να ξεκινήσει από τις αντίθετες έννοιες. Δεν θέλουμε απορύθμιση, θέλουμε ρύθμιση. Δεν θέλουμε ιδιωτικοποίηση, θέλουμε τη διεύρυνση του δημόσιου τομέα. Και δεν θέλουμε απλώς τον εκδημοκρατισμό, θέλουμε και τη διεύρυνση του κοινωνικού χαρακτήρα δημοκρατίας.
Αν θέσουμε αυτούς τους στόχους, τότε πιστεύω πως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται και για πνευματική αντιπαράθεση, η οποία δεν έχει εκ πρώτης όψεως να κάνει με πρακτική πολιτική. Έχουμε πολιτισμική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Και η νέα Αριστερά θα έπρεπε να αναλάβει να διαβρώσει βαθμιαία την πολιτιστική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και να συνεισφέρει σε μια συζήτηση στη Γερμανία, με την οποία θα διαρραγεί η βαθιά και επίμονη πολιτισμική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού. Και το διατυπώνω ως εξής: ο καπιταλισμός δεν αποξενώνει μόνο την εργασία, αποξενώνει, πολύ περισσότερο, τη γλώσσα και συνεπώς τη σκέψη. Αυτό είναι το μεγάλο εμπόδιο που υψώνεται μπροστά μας και στο οποίο τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε δώσει την πρέπουσα σημασία.
Θα αναφέρω τρία παραδείγματα για να διασαφηνίσω τι εννοώ. Κεντρική έννοια της μεταρρυθμιστικής πολιτικής των τελευταίων ετών ήταν η έννοια του παράλληλου μισθιακού κόστους (εννοεί τις διάφορες εισφορές των εργοδοτών σε ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ. σ.τ.Μ.). Όλα τα κόμματα έλεγαν ότι κεντρικός στόχος της πολιτικής τους ήταν να μειώσουν το παράλληλο μισθιακό κόστος. Ακόμη και η τωρινή κυβέρνηση δεν παύει να λέει ότι πρέπει να μειωθεί το παράλληλο μισθιακό κόστος. Αν προσέξετε τον κόσμο των ΜΜΕ στη Γερμανία, θα ακούσετε και θα διαβάσετε κάθε μέρα εκατοντάδες αναλύσεις, που απαιτούν τη μείωση του παράλληλου μισθιακού κόστους.
Είναι κλασικό παράδειγμα για το πώς ο καπιταλισμός είναι κύριος της γλώσσας, πώς υιοθετούν όλοι αυτή τη γλώσσα και πώς όλοι σκέφτονται πια μόνο με αυτές τις έννοιες. Αν όμως σταθούμε για μια στιγμή, εύκολα θα καταλάβουμε ότι κανένας συνταξιούχος δεν θα έλεγε ποτέ: «η σύνταξή μου είναι απλώς παράλληλο μισθιακό κόστος». Αν σκεφτούμε λίγο παρακάτω, δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι ένας ασθενής θα έλεγε ποτέ: «τώρα χρειάζομαι παράλληλο μισθιακό κόστος για να πληρώσω τα έξοδα για την περίθαλψή μου».
Ούτε μπορώ να φανταστώ τους άνεργους να λένε πως το επίδομα που παίρνουν, είτε είναι το επίδομα ανεργίας Α΄ είτε είναι το (μειωμένο σ.τ.Μ.) επίδομα Β΄, για να θυμηθούμε ξανά αυτή τη φριχτή ορολογία, είναι παράλληλο μισθιακό κόστος. Βλέπουμε λοιπόν εδώ ότι ο όρος αυτός εκφράζει τα συμφέροντα της μιας μόνο πλευράς, δηλαδή τα συμφέροντα των επιχειρηματιών ή των καπιταλιστών. Και γι’ αυτό είναι πολύ χρήσιμο να επισημάνουμε ότι με το παράλληλο μισθιακό κόστος εννοούν τα χρήματα για τους συνταξιούχους, τους αρρώστους, τους άνεργους και σε όσους έχουν ανάγκη περίθαλψης.
Και αν μεταφράσουμε σε απλή και καθημερινή γλώσσα τον όρο παράλληλο μισθιακό κόστος: τότε το κεντρικό πολιτικό πρόγραμμα όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή, εκτός από την Αριστερά είναι: Θέλουμε να μειώσουμε τα λεφτά για τους συνταξιούχους, για τους αρρώστους, τους άνεργους και όσους χρειάζονται περίθαλψη — κι έτσι εκφράζουμε με δυο λόγια ολόκληρη την πολιτική των τελευταίων ετών. Γιατί δεν έχει γίνει τίποτα άλλο. Και τίποτα άλλο δεν περιλαμβάνει το πρόγραμμα του Μεγάλου Συνασπισμού (Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών σ.τ.Μ).

Να μιλήσουμε για τον Καπιταλισμό

Η δεύτερη κεντρική έννοια της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας είναι η ευελιξία της αγοράς εργασίας — μια από τις πιο τρομακτικές έννοιες των τελευταίων χρόνων. Ακούμε συνέχεια όποιον πιστεύει ότι έχει να παραστήσει τον ειδικό για οικονομικά ζητήματα ή για με το μέλλον των μεταρρυθμίσεων στη Γερμανία να λέει: Η αγορά εργασίας πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη. Ακόμη και τώρα, όταν τίθεται το ερώτημα, όχι μόνο σ’ εμάς, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη, τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να μειωθεί η ανεργία, ώστε να έχουμε περισσότερη ανάπτυξη και να αυξηθεί η απασχόληση, η απάντηση είναι ότι πρέπει να γίνει πιο ευέλικτη η αγορά εργασίας.
Και εδώ θα μας βοηθήσει η μετάφραση: ευέλικτη αγορά εργασίας σημαίνει μικρότερη προστασία κατά των απολύσεων, σημαίνει ωράρια εργασίας σε εικοσιτετράωρη βάση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οικογενειακές, κοινωνικές και η πολιτισμικές παραδόσεις, και σημαίνει χαμηλότεροι μισθοί, ει δυνατόν όσο πιο κοντά στο «όριο του ενός ευρώ». Αυτό σημαίνει ελαστική αγορά εργασίας. Στο σημείο αυτό επισημαίνω διαρκώς ότι η δημόσια συζήτηση για τη μείωση των γεννήσεων στη Γερμανία, ότι στον φόβο, που διαδίδεται, πως χάνονται οι Γερμανοί, θα έπρεπε απλώς να αντιπαρατεθεί το γεγονός ότι ο αριθμός γεννήσεων σε έναν λαό αποτελεί την απάντηση στην πολιτική απασχόλησης και την κοινωνική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση του λαού αυτού.
Με άλλα λόγια, το ότι έχουμε έναν από τους χαμηλότερους ρυθμούς γεννήσεων –ή και τον χαμηλότερο— στην Ευρώπη σημαίνει απλώς και μόνον ότι τα λάθη μας στην κοινωνική πολιτική και στην πολιτική της αγοράς εργασίας, είναι μεγαλύτερα από οποιασδήποτε άλλης ευρωπαϊκής χώρας. Το ζήτημα δεν είναι αν οι οικογένειες παίρνουν πού και πού έκτακτα επιδόματα. Το γεγονός ότι όλο και λιγότεροι νέοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν οικογένεια και ότι όλο και λιγότεροι νέοι άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν παιδιά είναι αποτέλεσμα της αποκαλούμενης ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Όταν δεν ξέρεις αν σε λίγους μήνες θα έχεις λεφτά στον τραπεζικό λογαριασμό σου, δεν μπορείς να κάνεις οικογένεια, δηλαδή να φέρεις παιδιά στον κόσμο.
Η τρίτη κεντρική έννοια της μεταρρυθμιστικής πολιτικής είναι η παγκοσμιοποίηση. Υποστηρίζω ότι από εδώ και πέρα χρειάζεται στις συζητήσεις μας να την αντικαθιστούμε με τη λέξη καπιταλισμός.
Διότι —και πρέπει να παραδεχτώ πως άργησα κάπως να το καταλάβω, κι εγώ ο ίδιος έχω χρησιμοποιήσει συχνά τη λέξη «παγκοσμιοποίηση» όπως έχω χρησιμοποιήσει σε παλιότερες ομιλίες μου την έκφραση «παράλληλο μισθιακό κόστος», χωρίς συναίσθηση του πώς με παγίδευαν αυτές οι λέξεις— διότι, λοιπόν, αν αντικαταστήσουμε τη λέξη παγκοσμιοποίηση με τη λέξη καπιταλισμός, τότε θα διαπιστώσουμε ότι τα πράγματα βγάζουν πάλι νόημα. Γίνεται σαφές ότι ένα τέτοιο σύστημα πιέζει να επεκταθεί, ότι υπερβαίνει τα σύνορα, ότι διαρρηγνύει κάθε δεσμό, και ότι θεμελιώνονται με μία έννοια, όσα εμείς και πολλοί άλλοι κατακρίνουμε στην παγκοσμιοποίηση. Να την πούμε, λοιπόν, την παγκοσμιοποίηση καπιταλισμό —και τότε θα βρισκόμαστε στη σωστή πλευρά.

Προστατευτικοί Νόμοι

Είπα μόλις, ότι κεντρική έννοια του νεοφιλελευθερισμού είναι η απορύθμιση. Και αυτό το έχουμε ακούσει πολλές φορές και μπορούμε να το διαβάσουμε άλλες τόσες. Στην απορύθμιση, λοιπόν, δεν θα αντιπαραθέσω κάποιον από τους κλασικούς του σοσιαλισμού, αλλά θέλω να αντιπαραθέσω τον Ρουσώ, διανοητή του Διαφωτισμού. Λέει σε ένα σημείο: μεταξύ αδύναμων και δυνατών ο νόμος απελευθερώνει, ενώ η ελευθερία καταπιέζει. Επαναλαμβάνω αυτή την ιστορική φράση του Ρουσώ, διότι είναι πράγματι πρακτικός οδηγός για πολλά από όσα χρειάζεται να κάνουμε στο μέλλον: μεταξύ αδύναμων και δυνατών ο νόμος απελευθερώνει. Ο αδύναμος χρειάζεται τον νόμο για να μπορεί να ζει σε καθεστώς ελευθερίας, για να μπορεί να σταθεί απέναντι στον δυνατό, ενώ η ελευθερία καταπιέζει, διότι τότε επικρατεί ο δυνατότερος και κολλάει τους αδύναμους στον τοίχο. Κι αν δούμε τώρα τη διεθνή πολιτική, κι αν δούμε την κοινωνική μας νομοθεσία, την προστασία από απολύσεις κ.τ.λ. —κάθε φορά θα συναντήσουμε την ίδια αρχή: η κατάργηση κανόνων, η κατάργηση νόμων ωφελεί τον ισχυρότερο και αποδυναμώνει τον αδύναμο. Επομένως εμείς χρειάζεται να χειριστούμε τα πράγματα ανάποδα. Χρειάζεται να πιέζουμε διαρκώς να τηρούνται σε εθνική και σε διεθνή κλίμακα οι κανόνες προς όφελος των αδύναμων —κι έτσι βρισκόμαστε πάλι στην πρακτική πολιτική.

Διεθνής "Τρομοκρατία"

Σήμερα ακούμε πάλι ότι η κυρία Μέρκελ συζήτησε με τον κύριο Μπους για τρόπους με τους οποίους μπορούν να συνεργαστούν κατά της διεθνούς τρομοκρατίας. Πρόσφατα προκάλεσα το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο λέγοντας ότι όλοι σας αγωνίζεστε κατά της διεθνούς τρομοκρατίας, μόνο που ξεχάσατε την υποχρέωση να πείτε τι είναι, λοιπόν, τρομοκρατία. Πώς μπορούμε να καταπολεμήσουμε κάτι για το οποίο δεν είμαστε καν σε θέση να πούμε τι είναι; Κι αν θέλατε να κάνετε τον κόπο να μας πείτε τι είναι λοιπόν τρομοκρατία, τότε θα βρισκόσαστε πολύ σύντομα ενώπιον του γεγονότος ότι η δικές σας πράξεις πολύ συχνά συγγενεύουν με τη τρομοκρατία, αν δεν είναι τρομοκρατία.
Δεν έχω σκοπό να εκθέσω εδώ κανένα περιεκτικό ορισμό της τρομοκρατίας θα ήταν υπερφίαλο, κατά τη γνώμη μου όμως κεντρικό στοιχείο είναι η ακόλουθη σκέψη: τρομοκρατία είναι πάντοτε ο φόνος αθώων ανθρώπων με πολιτική σκοπιμότητα. Αυτό όμως δεν ισχύει μόνο για έναν τμήμα αυτού του κόσμου, ισχύει για ολόκληρο τον κόσμο —και όποτε, λόγου χάριν, κάνουμε πολέμους στους οποίους χάνουν τη ζωή τους πολλοί αθώοι άνθρωποι, αυτό είναι κρατική τρομοκρατία. Ατό χρειάζεται να το λέμε με απόλυτη σαφήνεια. Τις εβδομάδες και τους μήνες που μας έρχονται δεν θα βρείτε κανέναν από όσους συμμετέχουν στη δημόσια συζήτηση και δικαιολογούν την ασκούμενη εξωτερική πολιτική που να είναι σε θέση να πει τι εννοεί λέγοντας τρομοκρατία. Ατό δεν ισχύει μόνο για τους πρακτικούς πολιτικούς, ισχύει και για τη συντεχνία της γραφής και για όλους όσους επιχειρηματολογούν στα ΜΜΕ. Παντού χρησιμοποιούν τις έννοιες δίχως να κάνουν τον κόπο να τις ορίσουν. Κι ένας από τους λόγους που με έκαναν να έρθω εδώ ήταν ότι στην εφημερίδα σας, τη Junge Welt, όποτε γράφετε για το Αφγανιστάν ή το Ιράκ, γράφετε πάντα «δυνάμεις κατοχής» και όχι «δυνάμεις των ΗΠΑ».
Αν λοιπόν αποδεχτούμε τη σκέψη του Ρουσώ και την ορίσουμε ως δεσμευτική αρχή για την αριστερή πρακτική, αυτό για την εξωτερική πολιτική σημαίνει πρώτα ότι χρειάζεται αυστηρός σεβασμός του διεθνούς δικαίου και υποστήριξη του διεθνούς δικαίου. Αν τα κράτη της Δύσης δεχόντουσαν ατή την αρχή, ολόκληρη η εξωτερική και διεθνής πολιτική θα είχαν διαφορετική όψη. Ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου είναι απόλυτη προϋπόθεση για κάθε είδος αριστερής εξωτερικής πολιτικής. Αυτό ίσχυε και ισχύει για τη Γιουγκοσλαβία, ισχύει για το Αφγανιστάν, ισχύει για το Ιράκ, και, για να αναφερθώ σε ένα επίκαιρο ζήτημα, ισχύει για το Ιράν. Είναι απίστευτη η συμπεριφορά της κοινότητας των δυτικών κρατών έναντι του Ιράν! Όλες οι χώρες έχουν υπογράψει το σύμφωνο μη διάδοσης πυρηνικών όπλων. Αυτό το σύμφωνο έχει σαφείς κανόνες, και υποχρεώνει τις χώρες που το υπογράφουν να τηρούν αυτούς τους κανόνες. Η πολιτική της Δύσης, όμως, βασίζεται στο ότι οι χώρες που διαθέτουν πυρηνικά όπλα δεν είναι υποχρεωμένες να τηρούν τους κανόνες του συμφώνου, δηλαδή να προχωρήσουν σε ελεγχόμενο και πλήρη αφοπλισμό —αυτό έχουν υπογράψει—, ενώ την ίδια στιγμή θέλουν να αποστερήσουν ή να απαγορεύσουν στο Ιράν τεχνολογία την οποία το σύμφωνο επιτρέπει. Σε αυτή τη βάση είναι αδύνατο να υπάρξει συνεννόηση γι’ αυτό το δύσκολο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής. Προ εικοσαετίας και κάτι στην Ομοσπονδιακή Γερμανία είχαμε το αντιπυρηνικό κίνημα. Επαναλαμβάναμε διαρκώς ότι πυρηνικός αφοπλισμός μπορεί να υπάρξει μόνο εφόσον συμμετέχουν όλα τα κράτη. Το δίδαγμα εξωτερικής πολιτικής που δέχονται τα αραβικά και πολλά άλλα κράτη από τη στάση της μοναδικής υπερδύναμης είναι τούτο: όσο δεν έχεις πυρηνικά όπλα διατρέχεις τον κίνδυνο να δεχτείς επίθεση, εφόσον η χώρα σου διαθέτει αποθέματα πετρελαίου η αερίου. Γι’ αυτό τα λόγο χρειαζόμαστε στην Εγγύς Ανατολή μια ζώνη χωρίς πυρηνικά όπλα. Αυτό όμως ισχύει για όλους, και προϋποθέτει ότι οι τωρινές πυρηνικές δυνάμεις αρχίζουν να αφοπλίζονται πλήρως και υπό έλεγχο, όπως επιβάλλει το σύμφωνο.


Β’ ΜΕΡΟΣ (Δημοσιεύθηκε στην ΕΠΟΧΗ στις 12.2.2006)

Ο χρόνος πιέζει κι έτσι σταματώ εδώ με την εξωτερική πολιτική, όσον αφορά τις στρατιωτικές επεμβάσεις^ έρχομαι στη διεθνή οικονομική εξέλιξη. Και εδώ βοηθάει ο κανόνας του Ρουσώ. Ο νεοφιλελευθερισμός εξαπλώθηκε γιατί έγιναν δύο κρίσιμες δομικές αλλαγές στον κόσμο, τις οποίες ελάχιστα συζήτησε η Αριστερά. Η μία ήταν η άρση της σταθερής ισοτιμίας, η κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς, η άλλη ήταν η απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων, η απορρύθμιση δηλαδή των διεθνών χρηματαγορών.
Αν δεχτούμε αυτή την ανάλυση, τότε από τα όσα έχω πει ως τώρα συνάγεται ότι η Αριστερά πρέπει να υποστηρίξει την άποψη ότι οι διεθνείς χρηματαγορές χρειάζεται να επαναρυθμιστούν. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξουν πάλι σταθερές ισοτιμίες και έλεγχος της κίνησης των κεφαλαίων, αλλιώς η φούσκα των προσδοκιών όλο και θα μεγαλώνει, κι όταν σκάσει θα πληγούν τα πιο αδύναμα κράτη αυτού του κόσμου.
Αν ακολουθήσουμε αυτόν τον συλλογισμό, θα καταλάβουμε ότι τα αδύναμα κράτη χρειάζονται κανόνες για τις εθνικές οικονομίες τους. Κανόνες στους οποίους βασιστήκαμε κι εμείς παλιότερα, όταν οι δικές μας εθνικές οικονομίες δεν ήταν ακόμη τόσο ανεπτυγμένες. Τα πιο αδύναμα κράτη χρειάζονται δασμούς, χρειάζονται το δικαίωμα να επιβάλλουν δασμούς, ώστε να οικοδομήσουν στη χώρα τους αυτόνομες παραγωγές. Έτσι έγινε σε όλες τις βιομηχανικές χώρες, γιατί, λοιπόν, δεν θέλουμε να το δεχτούμε αυτό για τις λεγόμενες αδύναμες χώρες;
Αυτό που σίγουρα δεν χρειάζονται είναι μια παγκόσμια οικονομική τάξη, όπου τα ισχυρά κράτη θέτουν δασμολογικούς φραγμούς, ώστε να μην εισάγουν τα προϊόντα των αδυνάτων, και όπου σε παγκόσμιο επίπεδο κάνουν τα πάντα για να γκρεμίσουν ακόμη και τα πενιχρά προστατευτικά τείχη που έχουν απομείνει στους αδύνατους. Πρόκειται για κανονική διαστροφή! Εδώ προκύπτει η ανάγκη να παλεύουμε συνεχώς για μια δίκαιη παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων.

Όχι στο "ΕυρωΣύνταγμα"

Λίγα λόγια τώρα για την Ευρώπη. Είμαι περήφανος που κατάφερα, έστω και σε μικρό βαθμό, να συμβάλω ώστε να καταψηφιστεί το Ευρωσύνταγμα στη Γαλλία. Το «όχι» των Γάλλων και των Ολλανδών δεν ήταν άρνηση της ευρωπαϊκής ιδέας. Το «όχι» των Ολλανδών και των Γάλλων ήταν άρνηση της πολιτικής που ασκείται στην Ευρώπη, και που με το σύνταγμα ήθελαν να την κατοχυρώσουν, ήταν άρνηση του μισθολογικού, κοινωνικού και φορολογικού ντάμπινγκ.
Μια τέτοια πολιτική δεν μας επιτρέπεται να την αποδεχτούμε ποτέ. Γι
' αυτό η Αριστερά, όπως πρέπει να υποστηρίξει σε διεθνές επίπεδο τη ρύθμιση της κίνησης του κεφαλαίου και των τιμών συναλλάγματος παγκοσμίως, έτσι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να υποστηρίξει την εφαρμογή κατώτατων ορίων στους μισθούς, τις κοινωνικές παροχές, τους φόρους και την υιοθέτηση ελάχιστων προδιαγραφών για το περιβάλλον.
Χωρίς αυτά τα κατώτατα όρια και τις προδιαγραφές δεν θα πειστούν οι κάτοικοι των κρατών-μελών για την ευρωπαϊκή ιδέα. Γιατί μόνο αυτά τα κατώτατα όρια και οι προδιαγραφές θα διασφαλίζουν ότι ο ένας δεν θα συντρίψει τον άλλον μέσω του ανταγωνισμού και ότι τελικά είναι δυνατόν να πετύχουμε βήμα προς βήμα περισσότερη ευημερία και δικαιοσύνη. Αυτές τις διαθέσεις μας μπορούμε να τις εκφράσουμε με τη διαμαρτυρία ενάντια στην Οδηγία Μπόλκεσταϊν, που δεν είναι παρά μια επινόηση του νεοφιλελευθερισμού για να ρίξει ακόμη περισσότερο τους μισθούς.
Η Αριστερά πρέπει να αντισταθεί σ
αυτό. Και για να το μεταφέρω συγκεκριμένα στις ενδοκομματικές διενέξεις μας, αυτό που θέλω να πω είναι: αν παρ όλα αυτά ξαναγίνει απόπειρα να τεθεί σε ισχύ το Ευρωσύνταγμα, τότε πρέπει να πιέσουμε ώστε οι κυβερνήσεις των ομόσπονδων κρατιδίων της Γερμανίας στις οποίες συμμετέχει το Κόμμα της Αριστεράς να μην το υπερψηφίσουν στην ’νω Βουλή και να κάνουν σαφή την αντίθεσή τους στις συζητήσεις τους με τους εκάστοτε εταίρους τους στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Γιατί αν θέλουμε να πετύχουμε κάτι σαν την πολιτιστική ηγεμονία για την οποία μιλούσα προηγουμένως, έχουμε να διανύσουμε πολύ δρόμο ακόμη. Χρειαζόμαστε χρόνο για να σπάσουμε τους τεράστιους γλωσσικούς φραγμούς στους οποίους υποκείμεθα όλοι
, γι αυτό άλλωστε και παραδέχτηκα και δικά μου λάθη. Μπορούμε όμως ίσως να πετύχουμε κάτι, αν θέσουμε για στόχο κάτι εξίσου σημαντικό όσο και η σωστή διάγνωση: την αξιοπιστία. Δεν πρέπει να βάζουμε υπερβολικούς στόχους. Όταν όμως διακηρύσσουμε βασικές ιδέες, τότε πρέπει να είμαστε αξιόπιστοι ως προς αυτές και έμπρακτα, στους χειρισμούς μας στα τοπικά κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις.

Νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση

Έρχομαι λοιπόν στην εσωτερική πολιτική της Γερμανίας: απορρύθμιση. Απορρύθμιση σημαίνει κατάργηση της προστασίας από τις απολύσεις και κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Απορρύθμιση σημαίνει να προσφέρονται συμβάσεις εργασίας μόνο ορισμένου χρόνου, σημαίνει να προσφέρονται μίνι δουλειές και ενοικίαση εργαζομένων κ.λπ. κ.λπ. Στο σημείο αυτό θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε - και το λέω αυτό εδώ, μολονότι μερικοί μπορεί να μην το συμμερίζονται - ότι ακόμη και οι υποστηρικτές αυτών των μέτρων δεν ξέρουν ούτε κι οι ίδιοι καλά-καλά τι κάνουν. Όταν, για παράδειγμα, ο ομοσπονδιακός Υπουργός Οικονομίας Γκλος μιλάει τώρα για υψηλότερους μισθούς, έχω την εντύπωση ότι δεν γνωρίζει τι ερήμωση έχει επιφέρει τα τελευταία χρόνια η κοινωνική νομοθεσία.
Εννοώ κυρίως τη νομοθεσία Hartz-IV (τη μείωση της προστασίας των ανέργων, σ.τ.Μ), την κατάργηση της προστασίας από τις απολύσεις κ.λπ. Πρέπει να καταλάβουμε ότι οι εργαζόμενοι, που φοβούνται πως έπειτα από έναν χρόνο ανεργίας θα υπαχθούν στις ρυθμίσεις Hartz-IV, δεν κινητοποιούν τις αντιστάσεις τους, και ότι είναι λίγο πολύ αβοήθητοι απέναντι σε κάθε πίεση.
Αυτό σημαίνει ότι ο μεγάλος συνασπισμός των τελευταίων ετών -
ο οποίος προϋπήρχε, δεν υπάρχει μόνο εδώ και λίγους μήνες - με την άστοχη κοινωνική νομοθεσία του έθεσε τις βάσεις ώστε οι μισθοί στη Γερμανία ολοένα να μειώνονται και οι εργαζόμενοι να δέχονται όλο και μεγαλύτερες πιέσεις. Γι αυτό χρειαζόμαστε εδώ την επαναρύθμιση. Αυτή η συζήτηση δεν αφορά μόνο τα δύο κόμματα τα οποία εκπροσωπώ (το PDS και το WASG σ.τ.Μ.), αλλά και το συνδικαλιστικό κίνημα, ως απλό μέλος του οποίου εκφράζομαι εδώ.
Ο νεοφιλελευθερισμός στη Γερμανία δεν έχει προσβάλει μόνο τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των δύο τα οποία εκπροσωπώ
- και το λέω καθαρά αυτό. Έχει προσβάλει και το συνδικαλιστικό κίνημα αφού τα συνδικάτα αποδέχονται απορρυθμίσεις που αναγκαστικά οδηγούν προς περαιτέρω ολίσθηση των μισθών. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο που στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας τον τελευταίο χρόνο είχαμε για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πτώση των ονομαστικών μισθών.
Πτώση της πραγματικής αξίας των μισθών έχουμε εδώ και δέκα χρόνια. Είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται. Μία από τις αιτίες είναι οι «συμμαχίες για την εργασία» (παρόμοιες με τα ελληνικά «Σύμφωνα για την απασχόληση» σ.τ.Μ.)
και γι αυτό αναφέρομαι στα συνδικάτα. Είναι πραγματικά οργουελιανή κατάσταση. Αυτές οι «συμμαχίες για την εργασία» - οι οποίες αναπτύχθηκαν από την ιδέα ότι μπορεί να υπάρχουν επιχειρήσεις στα όρια της χρεοκοπίας, όπου γίνονται προσπάθειες να βγάλουν απ τη μύγα ξύγκι και όπου ακόμη και οι εργαζόμενοι είναι έτοιμοι να συνεισφέρουν με αποχή από αξιώσεις τους - έχουν εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια.
Έχουν επεκταθεί και σε επιχειρήσεις με σημαντικό ποσοστό κέρδους, που σκέφτονται δηλαδή μόνο την τιμή της μετοχής τους και κοροϊδεύουν τους εργαζόμενους, γιατί τους πιέζουν πρώτα να απέχουν από αξιώσεις κι έπειτα αθετούν τις υποσχέσεις που έχουν δώσει. Πάρτε για παράδειγμα τη Ζίμενς ή την Κοντινένταλ. Αυτό δεν μπορούμε να το ανεχτούμε άλλο, και εδώ τα συνδικάτα πρέπει να βρουν μια στρατηγική αντίδρασης, ώστε να σταματήσουν αυτή την ολέθρια εξέλιξη.
Οι «συμμαχίες για την εργασία» είναι στην πραγματικότητα συμμαχίες κατά της εργασίας, γιατί απ
αυτές ξεκινάει η τσουλήθρα των μισθών. Δεν υπάρχει ούτε μία εθνική οικονομία στον κόσμο που θα μπορούσε να πετύχει περισσότερη ανάπτυξη και αύξηση της απασχόλησης όταν μειώνονται οι μισθοί.

Η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων

Έρχομαι τώρα στην έννοια της ιδιωτικοποίησης. Η ιδιωτικοποίηση είναι οπισθοχώρηση της δημοκρατίας - σε αυτό αναφέρθηκα μόλις προηγουμένως. Είναι όμως και απαλλοτρίωση του ατόμου και ολόκληρου του λαού. Και κατ αρχήν για την απαλλοτρίωση του ατόμου: η νομοθεσία Hartz IV έχει πολλές αρνητικές συνέπειες και δείχνει με σαφήνεια σε ποια κατεύθυνση εξελίσσεται η Γερμανία.
Αυτοί που ήταν συνυπεύθυνοι όταν λαμβάνονταν οι αποφάσεις
- και εννοώ τους ιθύνοντες της Πρασινο-Κόκκινης κυβέρνησης, για την οποία υπήρξα συνένοχος, σκύβω το κεφάλι γεμάτος ντροπή - έτρεχαν πρωτύτερα δεξιά κι αριστερά με την αριστερή γροθιά σηκωμένη και φώναζαν «Απαλλοτριώστε τις τράπεζες, απαλλοτριώστε τον Σπρίνγκερ» (σύνθημα της εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης στις δεκαετίες του 60 και 70, Σπρίνγκερ είναι εταιρεία ΜΜΕ με ιδιαίτερα αντιδραστική πολιτική, σε αυτήν αναφέρεται εν μέρει ο Χάινριχ Μπελ με την «Χαμένη τιμή της Καταρίνας Μπλουμ» σ.τ.Μ), και στο τέλος απέλυσαν τους πιο ηλικιωμένους εργαζόμενους. Σε τι σημείο έχουμε φτάσει;
Αυτό δείχνει πόσο λίγη δύναμη έχει απομείνει στις οργανώσεις των εργαζομένων. Η κατάσταση είναι γνωστή: για έναν μέσο μισθό, ο εργαζόμενος έχει καταβάλει εισφορές 60.000 ευρώ. Αν μείνει άνεργος στα 53 του, θα πάρει επίδομα ανεργίας για έναν χρόνο, θα του επιστραφούν δηλαδή 10.000 ευρώ. Μετά θα τον στείλουν στην πρόνοια ή σε γραφείο ευρέσεως εργασίας. Εκεί τον υποχρεώνουν να δηλώσει τα πάντα, την ασφάλεια ζωής του, το αυτοκίνητό του ή το σπιτάκι του, για να απολαύσει την παροχή του (μειωμένου) λεγόμενου β΄ επιδόματος ανεργίας.
Μας λένε κάθε μέρα ότι ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, ο καθένας έχει την ευθύνη να φροντίσει για τα γηρατειά του. Κι έπειτα πάνε και απομυζούν ένα σωρό λεφτά απ
αυτόν που δουλεύει για δεκαετίες, και τον κοροϊδεύουν κιόλας, στέλνοντάς τον στην υπηρεσία ευρέσεως εργασίας. Πρόκειται για διαστροφή!
Σε αυτό το πλαίσιο ανήκει φυσικά και η ιδιωτικοποίηση των δημοτικών υπηρεσιών. Η Αριστερά συσχετίζει πάντοτε την πολιτική της με δύο ζητήματα: το ζήτημα της διανομής του πλούτου και το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Στο ζήτημα της διανομής του πλούτου υποστηρίζουμε την εφαρμογή κατώτατων ορίων στους μισθούς και την αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων. Για το ζήτημα της ιδιοκτησίας θα ήθελα να πω απλώς ότι δεν χρειάζεται να μιλάμε για το αν θα πρέπει να ασκείται αυστηρότερος έλεγχος στις τράπεζες ή για το αν θα πρέπει να κρατικοποιηθεί η Ντόιτσε Μπανκ, όπως επίσης δεν χρειάζεται να μιλάμε για την κρατικοποίηση της βιομηχανίας παραγωγής πρώτων υλών, από τη στιγμή που καθόμαστε και παρακολουθούμε αφελώς να ιδιωτικοποιούνται η μία μετά την άλλη οι δημοτικές υπηρεσίες, ώσπου οι δημοτικοί σύμβουλοι δεν θα έχουν πια τι να αποφασίσουν στα δημοτικά τους συμβούλια.
Γι
αυτό η Αριστερά πρέπει να φροντίσει ώστε η διαδικασία της απορρύθμισης να μετατραπεί σε διαδικασία επανάκτησης των προστατευτικών δικαιωμάτων και των μέτρων για τους αδύναμους. Πρέπει επίσης να φροντίσει ώστε η διαδικασία ιδιωτικοποίησης των δημοτικών υπηρεσιών να αναστραφεί. Φτάνει στα όρια της διαστροφής να ιδιωτικοποιείται το νερό. Το μόνο που μένει να πει κανείς είναι ότι πρέπει να τους έχει στρίψει όσων ιδιωτικοποιούν ένα τόσο ζωτικό στοιχείο για την ανθρώπινη ύπαρξη.
Το ίδιο ισχύει και για τη στέγη. Και γι
αυτό ήταν λάθος που εδώ στο Βερολίνο υπήρξαν ιδιωτικοποιήσεις στέγης. Και είναι λάθος που στο Δήμο της Δρέσδης γίνεται επίσης προσπάθεια να ιδιωτικοποιηθούν κατοικίες, οι οποίες αποφέρουν κιόλας ενοίκια στον δήμο. (Οι δήμοι στη Γερμανία, ιδίως στην Ανατολική Γερμανία έχουν εκτεταμένη αστική έγγεια ιδιοκτησία, προπάντων πολυκατοικίες. Τα τελευταία χρόνια αυτή η ιδιοκτησία πουλιέται, εν μέρει με τη σύμφωνη γνώμη του PDS, σ.τ.Μ.) Αυτό δεν επιτρέπεται να συνεχιστεί. Όσοι υποστηρίζουν στα σοβαρά ότι θέλουν να διαμορφώσουν την κοινωνία με κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν επιτρέπεται να συνεχίζουν να ιδιωτικοποιούν ουσιώδεις τομείς κοινωνικής ευθύνης στους δήμους και τα ομόσπονδα κρατίδια. Αυτή πρέπει να είναι η βασική γραμμή της νέας αριστεράς, διαφορετικά θα είναι αναξιόπιστη.
Σε αυτό το σημείο μπορούμε να εξετάσουμε και το πολυσυζητημένο ερώτημα, αν συμμετέχουμε σε κυβερνήσεις. Ποτέ δεν το θεώρησα το Ναι ή το Όχι σε αυτό το ερώτημα ζήτημα αρχής. Στην πολιτική μου ζωή το ερώτημα ήταν πάντοτε: Με ποιους όρους κάνεις συμβιβασμούς, όποτε χρειάζεται να συμβιβαστείς; Ποιο είναι το όριο; Ο Μαξ Βέμπερ όρισε κάποτε τον πολιτικό, λέγοντας ότι δεν προσδιορίζεται με το ότι μπορούμε πάντοτε να πούμε τι θα κάνει στο μέλλον, αλλά με το ότι πρέπει πάντοτε να ξέρουμε τι δεν πρόκειται να κάνει σε καμία περίπτωση. Για την Αριστερά πρέπει να ισχύει ότι αποκτούμε αξιοπιστία από τη βεβαιότητα ότι και στο μέλλον δεν πρόκειται να συμμετάσχουμε σε κυβερνήσεις ή διοικήσεις δήμων όπου σχεδιάζεται η ιδιωτικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών. Αυτή είναι η βασική γραμμή την οποία χρειάζεται να υποστηρίξουμε με σταθερότητα.
Θα ήθελα να πω ορισμένα πράγματα για τη ρύθμιση του τραπεζικού τομέα. Όλοι ξέρουμε πόσο λίγο ρεαλιστική είναι αυτή η προοπτική στη Γερμανία. Ωστόσο, θέλω να υπογραμμίσω ότι δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που και ο τραπεζικός τομέας ήταν ρυθμισμένος στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, λ.χ.,
- και συμπληρώνονται τώρα 20 χρόνια από τότε που ανέλαβε την κυβέρνηση το σοσιαλιστικό κόμμα - ήταν τότε κανόνας ότι το κράτος καθόριζε τον τόκο των αποταμιεύσεων. Μπορεί, τώρα να πει κανείς ότι αυτό δεν είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, θα ήταν όμως, αν σε δημοτικό επίπεδο -υπάρχουν ακόμη ορισμένα δημοτικά ταμιευτήρια που δεν έχουν ιδιωτικοποιηθεί - η αριστερά έκανε θέμα το ακόλουθο σκάνδαλο: ότι το σύστημα των επιτοκίων είναι τέτοιο που οι φτωχότεροι υφίστανται αληθινή τοκογλυφία, όποτε συμβεί να παρουσιάσει αρνητικό υπόλοιπο ο λογαριασμός τους. Ενώ οι εύποροι όχι μόνο παίρνουν υψηλότερους τόκους αποταμιεύσεων, αλλά και όποτε πάρουν δάνεια, πληρώνουν κλάσμα μόνο της επιβάρυνσης των φτωχών. Τα δημοτικά ταμιευτήρια δεν επιτρέπεται να είναι απλώς μηχανές αναδιανομής από τους φτωχούς προς τους πλούσιους. Χρειάζονται διαφορετική αποστολή. Και μπορούμε να αρχίσουμε από τους τόκους.

Σοσιαλισμός και Δημοκρατία

Ο φίλος από την Πορτογαλία (Αουρέλιο Μοντέιρο ντος Σάντος, μέλος της ΚΕ του ΠΚΚ σ.σ.) μίλησε προηγουμένως για σοσιαλισμό και κομμουνισμό. Επανειλημμένως είπε ότι και το δικό του κόμμα δεν μπορεί να φανταστεί πώς η μελλοντική εξέλιξη της κοινωνίας θα διαμορφωθεί με κοινωνική δικαιοσύνη χωρίς εκδημοκρατισμό. Αυτό το λέω σε σχέση με τις στρεβλώσεις που υπήρξαν στην Αριστερά τις προηγούμενες δεκαετίες ή τον περασμένο αιώνα. Η Αριστερά χρειάζεται να παραμένει ακλόνητη στη γραμμή του εκδημοκρατισμού, εάν δεν θέλει να επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος, τα οποία ίσως αμαύρωσαν την ιδέα του σοσιαλισμού. Για μένα σοσιαλισμός και δημοκρατία είναι πράγματα αδιαχώριστα. Και ειδικά στο συνέδριο εις μνήμην της Ρόζας Λούξεμπουργκ θέλω να πω ότι μια φράση της είναι οδηγός-αστέρας: «Ελευθερία είναι πάντοτε η ελευθερία του αντιφρονούντος». Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτό το δίδαγμα της ιστορίας!
Φίλες και φίλοι, δεν θέλω να καταχραστώ τον χρόνο που μου δίνετε. Πιστεύω ότι διατύπωσα με σαφήνεια τις αρχές που πρέπει να διέπουν το πρόγραμμά μας. Και χαίρομαι που πολλοί από εσάς επικροτούν αυτό το πρόγραμμα. Επαναλαμβάνω όμως: δεν θα προκόψουμε, εάν δεν χαράξουμε ορισμένες γραμμές τις οποίες δεν θα είμαστε διατεθειμένοι να διαπραγματευτούμε καιροσκοπικά στην πρακτική μας πολιτική σε κοινοβούλια ή σε κυβερνητικούς συνασπισμούς. Διότι χωρίς αξιοπιστία η αριστερά δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει έδαφος. Διότι οι οπαδοί της Αριστεράς είναι ανελέητοι, πιο ανελέητοι από όλους τους άλλους. Η δεξιά είναι αναξιόπιστη και ψεύδεται προεκλογικά και μετά κάνει ακριβώς το αντίθετο από όσα είπε^ αυτό είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Όταν όμως το κάνει η αριστερά, τότε χάνει την αξιοπιστία της σε τέτοιο βαθμό, που χρειάζεται χρόνια για να συνέλθει.
Όσα εξέθεσα, δεν είναι ακόμη διαμορφωμένο πρόγραμμα. Ο σκοπός μου ήταν να αποσαφηνίσω σε ποιες αρχές χρειάζεται να θεμελιώσουμε την πολιτική των επόμενων ετών. Δεν σας μιλάει κάποιος που δεν έχει κάνει λάθη στο παρελθόν. Και δεν σας μιλάει κάποιος ο οποίος σε πολλούς συμβιβασμούς δεν αναρωτήθηκε: ήταν αναγκαίος αυτός ο συμβιβασμός; Ένα πράγμα έμαθα ωστόσο από το παρελθόν
και αναφέρομαι στα κινήματα της ειρήνης, της αλληλεγγύης με τον Τρίτο Κόσμο, της οικολογίας, του φεμινισμού πριν από 20 ή 30 χρόνια. Δεν αρκεί σε τέτοιου είδους κινήματα να ορκιζόμαστε σε ορισμένες αρχές, χρειάζεται κάθε τόσο εκ νέου να βρίσκουμε τη δύναμη να επιμένουμε σε αυτές τις αρχές τόσο στη σκέψη μας όσο και στην πρακτική μας δραστηριότητα. Για να το πω αλλιώς: Το Κόμμα της Αριστεράς και η Εναλλακτική Εκλογική Πρόταση ξεκίνησαν να οικοδομήσουν μια νέα αριστερά και καλώ πολλούς και πολλές να συμμετάσχουν, διότι χρειάζεται δύναμη για να μην καταντήσουμε όπως κατάντησαν η SPD και οι Πράσινοι. Να μην επαναληφθεί δηλαδή κόμμα ή κόμματα που υπεράσπιζαν κάποτε την ειρήνη και την κοινωνική δικαιοσύνη να εξελιχθούν σε κόμματα που υποστηρίζουν σήμερα την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους και πολέμους που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο. Δεν επιτρέπεται να ξεπέσουμε έτσι και σας παρακαλώ να βοηθήσετε.

Μετάφραση Ιωάννας Μεϊτάνη

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Quiz (εύκολο): ποιος είπε
«... Στην πραγματικότητα η ένταση της (επαναστατικής) δραστηριότητας των εργαζομένων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον όρο, ότι δε θα περιοριζόμαστε στην «πολιτική μόνο στο οικονομικό πεδίο» (σημ.: δηλαδή σε αυτό το οποίο λέγεται κοινά “οικονομισμός”). Ένας από τους βασικούς και αναγκαίους παράγοντες για την επέκταση της πολιτικής «αφύπνισης» είναι η οργάνωση «πολιτικών αποκαλύψεων». Η πολιτική συνείδηση και η επαναστατική δραστηριότητα δεν μπορούν να καλλιεργηθούν, παρά μόνο με τέτοιες αποκαλύψεις... Τελικά, η συνείδηση των εργαζομένων δεν μπορεί να είναι αληθινά ταξική παρά αν αυτοί, σε συγκεκριμένα και σε επίκαιρα πολιτικά γεγονότα και περιστατικά μάθουν να παρατηρούν κάθε κοινωνική τάξη σ' όλες τις εκδηλώσεις της πνευματικής, ηθικής και πολιτικής ζωής της• αν δε μάθουν να αναλύουν και να εκτιμούν όλες της πλευρές της ζωής και δράσης όλων των τάξεων, στρωμάτων και ομάδων του πληθυσμού.»

Υ.Γ. ο ευρών αμειφθήσεται δια ζαχαρωτού ή άλλου αποικιακού γλυκίσματοςoj