30.10.07

"Νόμος είναι το δίκιο του καταναλωτή"

Κυριακή πρωί στον πεζόδρομο του Θησείου διάφορες νέες κυρίως, αλλά και νέοι ντυμένοι ομοιόμορφα προχωρούσαν με αργά βήματα φωνάζοντας συνθήματα. Η αστυνομία έσπευσε γρήγορα να δει τι συμβαίνει. Οι φωνές όμως των "διαδηλωτών" αφορούσαν κρέμες προσώπου, καλλυντικά, βαφές και άλλα είδη περιποίησης σε φτηνές τιμές. Γενικό αίτημα του όλου χάπενινγκ η παραφρασμένη πρόταση (εξίσου όμως συζητήσιμη) "νόμος είναι το δίκιο του εργάτη" σε "νόμος είναι το δίκιο του... καταναλωτή".
Συνηθίζεται το τελευταίο διάστημα διάφορες διαφημίσεις μεγάλων καταστημάτων και πολυεθνικών να 'χουν σημείο αναφοράς έννοιες (όπως επανάσταση, αμφισβήτηση), εικόνες (υψωμένη γροθιά, συγκρούσεις με αστυνομία), πρόσωπα (Τσε, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Λένιν κ.ά.) και πρακτικές (διαδήλωση κ.λπ.) που έχουν συνδεθεί με συλλογικούς αγώνες και κατακτήσεις. Στον μεταμοντέρνο εξάλλου κόσμο που ζούμε, τα πάντα μπορούν να γίνουν θυσία και εμπόρευμα στο βωμό του κέρδους. Τόσο στη δεκαετία του '60 όσο και του '70 κάτι παρόμοιο θα ήταν αδιανόητο. Το '80 θα θεωρούνταν κάπως τραβηγμένο, ενώ στις αρχές του '90 θα έμοιαζε με καρφωμένο μαχαίρι στην καρδιά ετοιμοθάνατου. Πλέον, μολονότι θέλουμε να πιστεύουμε πως ο κόσμος επανέρχεται στα κινήματα, είναι αλήθεια πως η κάθε κοινωνία με τις ανάλογες κρατικές αρχές και λειτουργίες της επανακτεί πλήρως οτιδήποτε προκατείχε και το οποίο χάθηκε από τις σπίθες ρήξης του προηγούμενου αιώνα. Το χαμένο έδαφος κερδίζεται όλο και περισσότερο οδηγώντας προς έναν παγκόσμιο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, με τεράστια οικολογική καταστροφή. Σύμβολα και αξίες κατασκευασμένα από τους ίδιους τους ανθρώπους, και όχι από την επιβολή των ΜΜΕ, καταβροχθίζονται απ' την αδηφαγία του τεχνοκρατισμού ή μετατρέπονται σε μιντιακού τύπου ακίνδυνες παραστάσεις προς τέρψη του ατόμου - τηλεθεατή. Εξάλλου, στη σύγχρονη πραγματικότητα η αντικατάσταση του "πολίτη" από τον "καταναλωτή" με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τροφοδοτεί και αναπαράγει τις εκμεταλλευτικές κι εξουσιαστικές σχέσεις. Απ' την άλλη, οι μελοδραματισμοί των χαμένων οραμάτων, το ρομαντικό πνεύμα της εποχής και η μελαγχολία των ιδεολογιών που διαψεύστηκαν αντιπροσωπεύουν με τον δικό τους τρόπο γενεές που στρογγυλοκάθησαν στην πολιτική, οικονομική, πολιτιστική και επικοινωνιακή εξουσία του καιρού μας. Οι θολές αναμνήσεις του παρελθόντος επανέρχονται στην επικαιρότητα ως πρότυπα με μουσειακό χαρακτήρα σε μαζική απεύθυνση, όχι για να εμπνεύσουν ιδανικά και αξίες αλλά για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα πάσης φύσεως.
Μέσα στο όλο κλίμα νοσταλγίας, ιδιοποίησης, σφετερισμού συμβόλων, ασέβειας και απαξίωσης καλούμαστε να επαναφέρουμε με όρους σύγχρονους των ημερών μας προτάγματα πεταμένα στα σκοτεινά υπόγεια της Ιστορίας που κάπου- κάπου ανακαλούνται στη μνήμη μας εκ μέρους της κυρίαρχης ιδεολογίας για λόγους κερδοσκοπικούς και ψευδοανοχής στη διαφορετικότητα. Η αλήθεια βεβαίως δεν μπορεί να βρίσκεται στην απάντηση της πρωταρχικότητας της εργατικής τάξης (νόμος = δίκιο του εργάτη), αλλά αντίθετα επιδίωξη μας πρέπει να αποτελεί η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με ενδιάμεσα στρώματα και αγρότες στην κατεύθυνση συγκρότησης ενός συνασπισμού κοινωνικών δυνάμεων με σοσιαλιστική προοπτική. Προς αυτή την πορεία έχουμε τη δυνατότητα να βγούμε από ενδεχόμενα αδιέξοδα, επιλέγοντας έτσι τον αριστερό δρόμο εγκαταλείποντας δεξιά μας τη σταλινική και σοσιαλδημοκρατική κληρονομιά.
Όσο για την προσπάθεια γελοιοποίησης των μέσων κατάκτησης των δικαιωμάτων με χάπενινγκ όπως το παραπάνω οφείλουμε να 'χουμε όλοι κατά νου πως οι διαδηλώσεις και οι πορείες δεν είναι τίποτα περισσότερο μα αποτέλεσμα της ανάγκης που προκύπτει στη ζωή μας όταν αυτή λαμβάνει χαρακτηριστικά που την καθιστούν αφόρητη και αβίωτη. Συνεπώς, με την ίδια λογική εξεγέρσεις θα συνεχίζουν να ξεσπούν, όσο κι αν μερικοί προσπαθούν να τις ευτελίσουν, όχι γιατί κάποιοι πομπώδεις άνθρωποι θα συνεχίζουν να παλεύουν κόντρα στον άνεμο αλλά γιατί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα με τις αντιθέσεις, ανισότητες και κοινωνικές του τάξεις γεννά.
του Κωνσταντίνου Ζαγαρά. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 30.10.2007

26.10.07

Επιλεγόμενα στο βιβλίο που συντάραξε το Ρωμέικο για 400 μέρες

"[...]| Όλοι αυτοί, λοιπόν, αλλά κι εκείνοι που εκκωφαντικά σιώπησαν, θα πρέπει να γνωρίζουν και να έχουν την ειλικρίνεια να το ομολογήσουν --ότι βρέθηκαν σε άλλο τόπο και έδωσαν άλλες φανταστικές μάχες. Και ότι στον πραγματικό πόλεμο που διεξήχθη, στην πραγματική τούτη χώρα, συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στη νίκη των δυνάμεων για τις οποίες μίλησα και οι οποίες ήδη έχουν εκφράσει, και ευλόγως, την ικανοποίηση τους".|
Χριστίνα Αγριαντώνη, "Οι διανοητές συνέβαλαν στην νίκη του σκοταδισμού", |Τα Νέα|, 29-30 Σεπτεμβρίου 2007.

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου "διανοητή", αν αυτός ο όρος πιστοποιεί κάποια προσίδια και διακριτή ιδιότητα της προσωπικότητάς μου. Δεν τελείωσα καμιά πανεπιστημιακή ή άλλη "σχολή διανοητών", κι απ' όσο ξέρω τέτοια σχολή, που να απονέμει, πτυχίο διανοητού (ή διανοούμενου) δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο.
Φυσικά, διανοούμαι, |όπως όλοι οι άνθρωποι.| Δεν ήταν ο Γκράμσι που υποστήριζε ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε φιλόσοφοι; Και όπως όλοι μπορούν να γνωρίζουν, για το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, εγώ ο λαλίστατος, εκεί που διάλεξα και υποχρεούμαι να λαλώ, στην |Αυγή| και το περιοδικό |Πολίτης|, για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, |σιώπησα εκκωφαντικά|, παρόλο που η "συζήτηση" περί αυτό, οι στοιχήσεις υπέρ ή κατά, συντάραξαν το ρωμέικο εδώ κι ένα χρόνο. Όντως, εσίγησα. Και άρα, κατά τη Χριστίνα Αγριαντώνη, "συνέβαλα" στη νίκη του σκοταδισμού, αφού δεν προστέθηκαν και τα δικά μου βόλια για να εξοντωθεί το θηρίο. Μια δήλωση μόνο έκανα, μαζί με τον Στρατή Μπουρνάζο, εδώ στα "Ενθέματα" της |Αυγής|, ότι η κρίση για το βιβλίο της Ιστορίας, όπως και για οποιοδήποτε άλλο διδακτικό βιβλίο, δεν ανήκει στην Εκκλησία και δη στον προκαθήμενό της ούτε στους εθνικιστές υπηρεσίας-- που εξέφρασαν την ικανοποίησή τους μεγαλαυχούντες, γιατί ο αγώνας τους δικαιώθηκε με την απόσυρσή του βιβλίου. Αλλά μια στιγμή, να δούμε: ποιο ήταν το θηρίον;
Συγχωρήστε με, αλλά, πριν από κάθε άλλο, θα διηγηθώ δύο ιστορίες που τυχαία έπεσα επάνω τους, σε μια κυριακάτικη εκδρομή στα ορεινά της Αρκαδίας, αρχές Αυγούστου κι αφού ήδη είχαν αποτεφρωθεί η Β. Πελοπόννησος κι άλλα μέρη της Ελλάδας.
Σε ένα μοναστήρι, λοιπόν, ένα βέλος-οδοδείκτης έδειχνε το δρόμο προς το "Κρυφό Σχολειό" --και στα αγγλικά παρακαλώ-- που είχε λειτουργήσει κάποτε σ' αυτά τα μέρη και οι τουρίστες καλούνταν να το επισκεφθούν. Στην αρχή του δρόμου προς το "Κρυφό Σχολειό" σ' ένα παρεκκλήσι του μοναστηριού όπου πλησίασα να ρίξω μια ματιά, ένας ιερωμένος εξηγούσε σε ζεύγος τουριστών τα του ιστορικού Σχολείου - αξιοθέατο της Μονής. Οι άνθρωποι τα άκουσαν προσεκτικά κι ευγενικά, χωρίς κανένα σχόλιο. Έφυγαν. Κι αμέσως ο εντεταλμένος στην ξενάγηση ιερωμένος καταπιάστηκε με μένα. Ξεκίνησε την ομιλία του εις την αγγλικήν παρακινούμενος προφανώς από την τυπικότατη αγγλοσαξωνική θωριά μου. "Έλληνας, είμαι" τον διέκοψα, κι αυτός αμέσως το γύρισε στα ελληνικά. Τον διέκοψα και πάλι, πολύ ευγενικά, ρωτώντας πότε λειτούργησε το Κρυφό Σχολειό της Μονής. "Το 900 τόσο" απάντησε (δεν θυμάμαι την ακριβή χρονολογία που μου είπε, πάντως σίγουρα τον 10ο αιώνα). "Μα τον 10ο αιώνα" αντέτεινα, "δεν έχουμε τουρκοκρατία, βασιλεύουν οι κραταιοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου, κανείς δεν διώκει τα γράμματα, τα ελληνικά, ούτε τον χριστιανισμό. Το αντίθετο, μάλιστα". Ο ιερωμένος ακάθεκτος συνέχισε: "Οι πληροφορίες που έχω, αυτό λένε". Τον ευχαρίστησα και απομακρύνθηκα, ενώ ο φίλος που είμαστε μαζί θαύμαζε το τοπίο και το παρεκκλήσι.
Ιστορία δεύτερη: Λίγο αργότερα με τον φίλο μου, σ' ένα εστιατόριο γευόμαστε ένα πραγματικά υπέροχο κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο. Κάποιος παρατυχών κύριος μας έπιασε κουβέντα, κέρασε μάλιστα κι ένα τσίπουρο. Ο κύριος ήταν δάσκαλος, καταγόταν απ' αυτά τα χωριά και επί είκοσι χρόνια, όπως μας είπε, υπηρετούσε σε σχολείο της Θεσσαλονίκης. Αντιπαρέρχομαι πολλά και διάφορα απ' το λογύδριο, που μονολογώντας, σχεδόν μας έβγαλε επί μια ώρα. Το κύριο όμως που έλεγε ήταν ότι το επάρατο βιβλίο της Ρεπούση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον αφελληνισμό της νέας γενιάς, ώστε τα διευθυντήρια της Ευρώπης να μας κάνουν ότι θέλουν συνεχίζοντας το ολέθριο και ανθελληνικό τους ρόλο όπως στο '21, στην Μικρασιατική Καταστροφή και τον καιρό της Αντίστασης. Το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού είναι σκέτη προδοσία και πρωτομάστορες της προδοσίας, οι συντάκτες του και το υπουργείο. Δεν το κουβεντιάσαμε μαζί του το ζήτημα~ καθώς είχαμε αποφάει, τον χαιρετίσαμε, δια χειραψίας μάλιστα, και φύγαμε.
Αλλά αν σας διηγούμαι αυτές τις βιαστικές ταξιδιωτικές συναντήσεις δεν είναι επειδή αποτελούν τουριστικά παράδοξα με κάποιους ιθαγενείς που συναντήσαμε. Τις ίδιες απόψεις είχαν τουλάχιστον δυόμισι εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες που στο "δημοψήφισμα" του κ. Χριστόδουλου εψήφισαν υπέρ της αναγραφής της ορθοδόξου ιδιότητός τους στις καινούργιες ταυτότητες γιατί ήταν καθοριστικό στοιχείο της ελληνικότητάς (και της χριστιανικότητάς τους) και η μη αναγραφή του θρησκεύματος θα σήμαινε τον αφελληνισμό τους. Διότι οι πραγματικά σκοταδιστικές (και εθνικιστικές --ξεχνάμε τα ογκωδέστατα συλλαλητήρια για το "Σκοπιανό") απόψεις περί νεοελληνικής ιστορίας είναι ευρύτατα διαδεδομένες, είναι κυρίαρχες. Άρχουν όχι μόνο στα διδασκόμενα βιβλία αλλά και στο κράτος, την νομοθεσία, τα ΜΜΕ, και στις συνειδήσεις της μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού. Στην προκειμένη περίπτωση συμπυκνώθηκαν κυρίως στα εξής σημεία που, αν και φαινομενικά δευτερεύουσας σημασίας, από ιστορική άποψη, λειτούργησαν σαν κόκκινο φως για τους θιασώτες του εθνικισμού και ιδίως του εκκλησιαστικού ζηλωτισμού: α) στο "λάβαρο" της Επαναστάσεως που υποτίθεται ότι σήκωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στην Αγία Λαύρα, την ημέρα του Ευαγγελισμού, στις 25 Μαρτίου 1821, β) στο "Κρυφό Σχολείο" δια του οποίου η Εκκλησία στη μακρόχρονη περίοδό της Οθωμανικής Κατάκτησης διέσωσε το ελληνικό φρόνημα των κατακτημένων και τη θρησκεία τους, γ) στον εθνεγερτικό ρόλο της Εκκλησίας, για την αφύπνιση του ελληνισμού και την έκρηξη της Επανάστασης, δ) τέλος, εκείνος ο "συνωστισμός" των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στα παράλια της Ιωνίας μετά την ήττα του ελληνικού στρατού, έδινε συγχωροχάρτι στην αγριότητα του Τούρκου και εξευγένιζε, ούτως ειπείν, αυτόν το βάρβαρο ανατολίτη, αυτόν που δεν γνώριζε παρά μόνο τη γλώσσα του γιαταγανιού και που οι Έλληνες τόσο οδυνηρά είχαν γνωρίσει επί αιώνες, στο ίδιο τους το κορμί.
Το κρινόμενο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, πράγματι, δεν επανέλαβε, όπως ήταν πάγια η παράδοση των σχολικών βιβλίων και της διδασκαλίας και αποτελούσαν μερικά απ' τα ιδρυτικά μοτίβα της εθνικιστικής νεοελληνικής ιδεολογίας που βασίζονται σε αντίστοιχους μύθους τους οποίους έχουν ανασκευάσει πλήρως οι πλέον έγκριτοι Έλληνες ιστορικοί. Να σημειώσουμε όμως ότι και τα τρία πρώτα στοιχεία --το ζήτημα της έκφρασης "συνωστισμός" είναι διαφορετικό-- έχουν να κάνουν με το ρόλο της Εκκλησίας. Καθώς δεν αναφέρονται στο βιβλίο μοιάζει αυτό να μη συνηγορεί υπέρ του καθοριστικού ρόλου, της εκκλησίας, και επομένως μοιάζει να μην συνηγορεί υπέρ του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα του ελληνισμού. |Και είναι προς τιμήν του. |Εγώ τουλάχιστον δεν έχω λόγο να μην αναγνωρίσω αυτή την αρετή του βιβλίου και των συντακτών του. Όμως και παρόλο που "σιώπησα εκκωφαντικά" περί του βιβλίου, γι' αυτά και άλλα παρόμοια θέματα, ακολουθώντας τους μεγάλους δασκάλους μας, συχνά εμίλησα, στο πρόσφατο παρελθόν ουδέποτε κρυπτόμενος πίσω απ' το δάκτυλό μου. Scripta manent κι άλλα πολλά, ως "διανοητής", ως αρθρογράφος, ως αριστερός, και ειδικότερα ως ουδετερόθρησκος πολίτης, μαχόμενος υπέρ του ουδετερόθρησκου σχολείου, υπέρ του ουδετερόθρησκου κοσμικού κράτους.
Μόλις όμως εκυκλοφόρησε το εν λόγω βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού πρώτος και καλύτερος ξιφούλκησε κατ' αυτού ο προκαθήμενος της ελληνικής Εκκλησίας κατηγορώντας το ότι βάλλει κατά της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού έθνους ως ελληνοορθοδόξου, ότι απομειώνει ή και εξαφανίζει τον ρόλο της Εκκλησίας συμβάλλοντας έτσι στον αφελληνισμό του ελληνικού λαού. Και προς απόδειξη της εθνικής μειοδοσίας του βιβλίου χρησιμοποίησε τα "τρία στοιχεία" που προανέφερα υπεραμυνόμενος ενός μυθευτικού χαρακτήρα της νεοελληνικής ιστορίας. Έβαλε γραμμή δηλαδή. Μια γραμμή που πλειστάκις είχε βροντοφωνάξει από άμβωνος στο παρελθόν και την οποία το ελληνορθόδοξο ποίμνιο όφειλε να υπηρετήσει. Και το ποίμνιο του --είπαμε, το υπαρκτότατο ποίμνιο-- την υπηρέτησε. Διότι συμβαίνει αυτό με τα ποίμνια. Έτσι, ηγέρθη φωνή μεγάλη και κατακραυγή που τα ΜΜΕ εμεγέθυναν στο έπακρο καθ' όσον το θέμα πιασάρικο, μαζί και οι υπερπατριώτες υπηρεσίας στους οποίους προστέθηκαν και πολλοί "αντιιμπεριαλιστές" καθ' όσον το Βιβλίο υπηρετούσε τη φωνή και τα συμφέροντά των μονοπωλίων της Δύσης και της επάρατης Ε.Ε. Έτσι ήρθε κι έδεσε το πράγμα. Και επειδή η περίοδος ήταν προεκλογική το βιβλίο ανεμείχθη στην πολιτική. Εκείνα τα δυόμισι εκατομμύρια των συμπολιτών μας τα οποία εψήφισαν υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες ελάμβαναν τον λόγο παντοιοτρόπως κατακεραυνώνοντας επί εθνική μειοδοσία τους αυτουργούς της εθνικής ιεροσυλίας μεταξύ των οποίων και το Υπουργείο και η υπουργός κ. Γιαννάκου, διακεκριμένου στελέχους της Ν.Δ. και πολιτικής υπευθύνου της όλης διαδικασίας. Το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά εκώφευσε αν και επί των ημερών του είχε ανατεθεί στη συγκεκριμένη συντακτική ομάδα, η σύνταξη του βιβλίου με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ενώ η ΝΔ ενεπλάκη σε μια διαδικασία ιδιαίτερα στενάχωρη γι' αυτήν μια και εξαιτίας του βιβλίου της έφευγε κόσμος κατά Καρατζαφέρη μεριά. Τέλος η κ. Γιαννάκου, προς τιμήν της, δεν θέλησε να "απεμπλακεί" από τη νόμιμη διαδικασία και επέμεινε ως το τέλος το βιβλίο, διορθωμένο, να διανεμηθεί στα σχολεία. Και γι' αυτό, το νεοδημοκρατικό εκκλησίασμα την ετιμώρησε δεόντως με κοινοβουλευτική υπερορία. Μόνο ο ΣΥΝ, λίγοι δημοσιογράφοι και ορισμένοι ιστορικοί υποστήριξαν και τη διαδικασία σύνταξης του βιβλίου και το περιεχόμενό του, αντιδρώντας σε όλον αυτό τον εθνικιστικό - θρησκευτικό ζηλωτισμό που είχε ξεσπάσει και στον οποίο έριξε τη "σπόντα" του και ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής λίγες μόνο ημέρες προ των εκλογών. Τα αλλεπάλληλα αγκαλιάσματά του με τον κ. Χριστόδουλο δεν ήταν για το θεαθήναι.
Ήταν σαφές ευθύς εξαρχής. Με τέτοιους αγελαίους όρους για την επιστημονική και την παιδαγωγική εγκυρότητα του βιβλίου ουσιαστική συζήτηση δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Το πεδίο της "δημόσιας ιστορίας" ήταν κατειλημμένο από τους οπαδούς και τους κήνσορες μιας αρρωστημένης αντίληψης για το έθνος και την Εκκλησία και από τη σάγκα των ΜΜΕ. Εκεί χάνουμε ζυγά κερδίζουν.
Γι' αυτό και εγώ εσίγησα. Αλλά και για ένα άλλο ουσιωδέστατο λόγο, για τον οποίο, τώρα πια που το θέμα "έληξε", μπορώ να "μιλήσω". Όταν, λοιπόν, ξέσπασε το ζήτημα η Μαρία Ρεπούση μου έστειλε τα τρία σχολικά βιβλία που ήδη είχαν διανεμηθεί για να της πω τη γνώμη μου. Δηλαδή το κυρίως βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, το βιβλίο ασκήσεων του μαθητή και το βιβλίο του δασκάλου. Τα διάβασα προσεκτικά και τα τρία, σαν καλός μαθητής και δάσκαλος του Δημοτικού, είδα βέβαια τα 3-4 σημεία περί των οποίων ο μεγάλος σαματάς, αλλά και ορισμένα άλλα. Θα αναφερθώ σ' αυτά πολύ συνοπτικά.
Κατ' αρχάς, δεν θεωρώ ότι ένα διδακτικό βιβλίο Ιστορίας πρέπει να είναι η ναυαρχίδα της ιστορικής έρευνας (όπως σωστά, παρατήρησε στα |Νέα| ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος). Στα βιβλία αυτά δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί π.χ. το ζήτημα της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους. (Παπαρηγόπουλος, Ζαμπέλιος και όλη έκτοτε εθνικιστική ιστοριογραφία, βάση της νεοελληνικής επίσημης, της κρατικής ιδεολογίας)~ ή αν, η αργόσυρτη ανάδυση του ελληνικού έθνους αρχίζει από τον 10ο - 11ο αιώνα και συντελείται οριστικά στην και από την Επανάσταση του '21 (Σβορώνος), ή αν (και) το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα ελληνικών εθνικιστικών ελίτ των αρχών του 19ου αιώνα, όπως διδάσκει μια ορισμένη αγγλοσαξωνική κοινωνιολογία και την οποία συμμερίζονται πλείστοι όσοι σύγχρονοι Έλληνες ιστορικοί και κοινωνιολόγοι. Μια σχολική ιστορία πρέπει να περιέχει, τουλάχιστον, τους βασικούς κόμβους γεγονότων και κοινωνικών καταστάσεων μιας ορισμένης περιόδου που από μέσα τους πέρασε το δικό μας το έθνος αλλά και --πάντα σε γενικές γραμμές-- τα άλλα έθνη της οικουμένης. Να είναι επιπλέον μια ιστορία της εξέλιξης των πολιτισμών, μια "γραμματική των πολιτισμών" που έλεγε ο Μπρωντέλ, να μαθαίνουν δηλαδή τα παιδιά την περιπέτεια της ζωής των ανθρώπων των προηγούμενων γενεών ως εγνωσμένη ιστορία και όχι ως άθυρμα μυθευμάτων, να μαθαίνουν τα μεγάλα δημιουργήματα αλλά και τα πάθη των ανθρώπων που έζησαν πριν από μας. Επιπλέον ένα βιβλίο σχολικής ιστορίας δεν μπορεί να είναι ένα σύγγραμμα οκτακοσίων σελίδων (Μ. Ρεπούση) "που τα λέει όλα", αλλά καθώς οι μαθητές το τρώνε κατακέφαλα εντέλει δεν μαθαίνουν τίποτε. Μια σύντομη, στοιχειακή, αλλά αφηγηματικά δυνατή εκλαΐκευση πρέπει να είναι το σχολικό εγχειρίδιο. Άρα το μέγα πρόβλημα είναι τι κρατάς, τι αφήνεις απ' έξω και κυρίως πρέπει ο τρόπος της αφήγησης να ανοίγει την όρεξη στου δρόμους της φαντασίας προς την απεραντότητα της ιστορίας. Άρα είναι εξαιρετικά δύσκολο το έργο του ιστορικού. Συνήθως η αφήγηση είναι ξερή, μελοδραματική, μεγαλόστομη, σχολαστική που δεν καταφέρνει να δημιουργήσει το συμπαγές ενός οργανωμένου και συνεκτικού συνόλου, να προκαλέσει τη μέθεξη σε μια ευρύτερη σύλληψη των άπειρων πτυχών των κοινωνικών, των αισθητικών, και των πολιτικών εμβιώσεων περί των οποίων πρέπει να μιλά η ιστορία. Αν τα παραπάνω είναι απαραίτητα για κάθε έργο ιστορίας στην περίπτωση του μαθητικού εγχειριδίου είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ. Πως αλλιώς θ' ανοίξει η περιέργεια των παιδιών στον άγνωστο κόσμο, πως θα παθιαστούν κι αυτά με τα πάθη των ανθρώπων και τα δημιουργήματα τους, πως θα κατανοήσουν τα όσα μαθαίνουν;
Δεν τα κατάφερε καλά απ' αυτή την άποψη το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού. Είναι το ίδιο ξερό και συμβατικής αφήγησης όπως και τόσο άλλα που προηγήθηκαν από συστάσεως ελληνικού κράτους. Η αφηγηματική του βιβλίου κατέληγε στο ίδιο παιδαγωγικό έλλειμμα που εμφανώς ήθελε να ξεπεράσει. Η προσθήκη μερικών φωτογραφιών παραπάνω, μερικών πηγών και πινάκων (αφελέστατων τις περισσότερες φορές) δεν δημιουργούν ένα διάκοσμο που πέρα, από την απαραίτητη γνωσιακή του σημασία, θα ήταν σε θέση να συναρπάσσει. Και πρέπει να συναρπάσσει. Καλά δεν έχει εκείνη την υπερπατριωτική μεγαλαυχία, εκείνα τα |χαίρε, ω Αθανάσιε Διάκε |κ.λπ. Αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι, χαμηλών τόνων τρόποι, να βαρεθεί κανείς ώστε "όταν έχουμε σχολείο βαριέμαι".
Αυτή η γεύση του αφηγηματικά άνυδρου που μου έδωσε η ανάγνωση του βιβλίου δεν μου παρείχε --μιλάω πάντα για τις δικές μου αναγνωστικές ανάγκες-- τη δυνατότητα να συνηγορήσω υπέρ του ήδη βαλλόμενου εγχειριδίου. Ύστερα ήρθαν κι άλλα. Δηλαδή πολλά λάθη πραγματολογικού χαρακτήρα, καθόλου ουδέτερα. π.χ. ότι στον Β? Παγκόσμιο πόλεμο, σύμφωνα με ένα άγγλο ιστορικό, σκοτώθηκαν 85.000 Έλληνες στρατιωτικοί, τη στιγμή που ξέρουμε ότι στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στον ελληνογερμανικό, την άνοιξη του '41, στη μάχη της Κρήτης και στη Μέση Ανατολή το σύνολο των απωλειών δεν ξεπέρασε τους 15.000 νεκρούς (αξιωματικούς και στρατιώτες). Ή ότι αιτία της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ο "πόλεμος των σιτηρών" των αμέσως πριν την επανάσταση ετών. Η αποσιώπηση ότι τη δεκαετία 1940-50 στον τόπο μας ξετυλίχθηκαν σκληρότατες και πολυαίμακτες εμφύλιες συγκρούσεις. Ή ότι η κυβέρνηση το 1946 "δεν κατάφερε ν' αποτρέψει τον Εμφύλιο πόλεμο", τη στιγμή που ξέρουμε ότι η κυβέρνηση και οι Άγγλοι έκαναν τα πάντα για να ξεσπάσει ο Εμφύλιος, ώστε να συντριφτεί το εαμικό κίνημα, και σ' αυτούς ανήκει κυρίως η ευθύνη. Ή ότι τα 400 χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, κατά το βιβλίο, ήταν χρόνια κυριαρχίας κι όχι κατάκτησης και σκλαβιάς με όλα τα επακόλουθα που διατηρήθηκαν ώς το τέλος manu militari. Ή ότι η Καλλιρρόη Παρρέν, σπουδαία πράγματι φεμινίστρια, ήταν μια μεγάλη λογοτέχνης του 19ου αι. όπως τη θέλει το βιβλίο σαν τον Κάλβο, το Σολωμό, τον Παλαμά. Ή ότι αποσιωπάται ο ελληνογερμανικός πόλεμος της άνοιξης του 1941 πού ήταν και η ουσιαστική εμπλοκή της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο που ρήμαξε την Ελλάδα όπως κι όλη την Ευρώπη. Ή ότι δεν υπήρξαν γενίτσαροι και γενιτσαρισμός. Ή ότι για τον Μεσοπόλεμο δεν αναφέρεται ότι υπήρξε μια διαδοχή πραξικοπημάτων, προνουτσιαμέντων και δικτατοριών με μερικά μόνο διαλείμματα δημοκρατίας. Ή εκείνος ο συνωστισμός: Πράγματι υπάρχει μια υπόδειξη της Ε.Ε. να μην εξάπτονται τα παλαιά μίση μεταξύ των λαών, όλα εκείνα που τους χώρισαν στο παρελθόν, να βοηθιέται η καταλλαγή και η ειρήνευση των πνευμάτων. Να μην γράφουν π.χ. τα γερμανικά εγχειρίδια ότι ο Καρλομάγνος ξεθεμελίωσε 7 πόλεις, παλούκωσε χιλιάδες αντιπάλους κι άλλα πολλά ων ουκ έστι αριθμός. Έστω. Πράγματι, δεν υπάρχει κανείς λόγος να λέμε ότι ο Τούρκος είναι ένας εκ φύσεως βάρβαρος και απολίτιστος ανατολίτης ή ότι οι Φράγκοι είναι ακόλαστα τέκνα της μαλαφράντζας και εκθηλυσμένοι ηδονοθήρες κ.λπ., κ.λπ. Όμως οι σχέσεις μεταξύ των λαών ήταν συγκρουσιακές. Αν απαλείψουμε τη συγκρουσιακότητα της πραγματικής ιστορίας, αν εξωραΐσουμε τις σχέσεις καλύπτοντάς τις με τον αισχυντηλό πέπλο μιας πλαστής αδελφοσύνης και αγαστής συμβίωσης που μόνον πότε-πότε τη χαλάνε κάποιοι σαρακηνοί μαχαιροβγάλτες, κάποιοι παρανοϊκοί SS, τότε δεν κάνουμε ιστορία, αλλά Χάρυ Πότερ σε νέες περιπέτειες. Ή απλώς λέμε ψέματα. Ή ότι: ενώ πράγματι το βιβλίο δεν μνημονεύει το "λάβαρο", "το κρυφό σχολειό" και δεν εξαίρεται ο εθνεγερτικός ρόλος της Εκκλησίας, ωστόσο στο πεδίο της πραγματικής ιστορίας κι όχι στους εκ των υστέρων μύθους που κατασκεύασε η Εκκλησία, το Πατριαρχείο --διότι περί αυτού πρόκειται-- πριν την Επανάσταση απέτρεπε πάσα ανατρεπτική κατά του Σουλτάνου πράξη και στάση --ίδε |Πατρική Διδασκαλία| και συνεβούλευε απειλητικά την υποταγή, "|τύφλωσον κύριε τον λαόν σου"| (Φίλ. Ηλιού) διότι πάσα απείθεια ήταν αμαρτία και εναντίωση στο "θέλημα του θεού". Αλλά και όταν ξέσπασε η Επανάσταση αφόρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και, ύστερα, όλους γενικά τους επαναστάτες. Κι αυτός, ακριβώς είναι ο λόγος που η Εκκλησία, εκ των υστέρων, κατασκεύασε τους δικαιωτικούς υπέρ εαυτής μύθους. Για το Πατριαρχείο μιλάω κι όχι για τον κλήρο, ανώτερο και κατώτερο, της επαναστατημένης Ελλάδας που, αδιαφορώντας για τις ύπερθεν εντολές, έπραξε ότι κι όλοι οι άλλοι επαναστατημένοι έλληνες που μετείχαν στην Επανάσταση. Και γενικότερα: την ιδρυτική σύλληψη του ελληνικού εθνικισμού, τουτέστι τη τρισχιλιετή και αδιατάρακτο συνέχεια του ελληνισμού, Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, Νεότερος Ελληνισμός (των Ζαμπέλιου και Παπαρηγόπουλου) το βιβλίο την αφήνει στη θέση του.
Είπαμε ένα διδακτικό βιβλίο δεν μπορεί να είναι ναυαρχίδα της ιστορικής έρευνας. Δεν μπορεί όμως να μην είναι και κοινωνική ιστορία, να δείχνει κάπως πως έζησαν οι άνθρωποι, ιδιαίτερα της χώρας μας, των χωριών μας και των πόλεων μας. Δεν θα 'πρεπε να αναφερθεί ότι κάποτε άρχισε και στην Ελλάδα η καλλιέργεια του καλαμποκιού, της πατάτας, της ντομάτας, η γραμμική σπορά, ότι η διασπορά ήταν, συνέπεια της αύξησης ενός πληθυσμού που δεν μπορούσε να ζήσει στην Ελλάδα, ότι ανάμεσα 1960 και 1974 ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες, βεβαίως και Ελληνίδες, μετανάστευσαν στη Γερμανία, τη Σουηδία, και του Βελγίου τις στοές και το μεταναστευτικό συνάλλαγμα, μαζί με το ναυτιλιακό δυναμίτισαν την ελληνική οικονομία; Αυτές είναι λίγες αλλά ενδεικτικές παρατηρήσεις από τις πολύ περισσότερες που μπορεί κανείς να κάνει.
Λάθη, αποσιωπήσεις, παραλείψεις, μια άνυδρη αφήγηση, μια γραφή δηλαδή εντελώς ουδέτερη, ασαφείς ερμηνείες και αφελείς πηγές (δεν θα το έλεγα βέβαια για τον "όρκο των Μεσολογγιτών", που περιέχεται στο βιβλίο, και είναι να σου σηκώνεται η τρίχα) δεν συγκροτούν βέβαια μια ιδέα ενός μαχόμενου έθνους από 1453 μέχρι σήμερα, ενός λαού με αντιστασιακή ιστορία (Σβορώνος), δεν παρέχουν την ιδέα μιας βαθιάς ένωσης εκατομμυρίων ανθρώπων του παρελθόντος που συνδέθηκαν, παρά τις συγκρούσεις τους, αν θέλετε και χάρη σ' αυτές, σε ένα συνανήκειν, σε μιαν αλληλεγγύη, σε ένα "εμείς", σε ένα ομοιογενές έθνος. Μια τέτοια ιστορία πρέπει να διδάσκονται οι παίδες που έχουν αυτιά και νου να την ακούσουν και να την κατανοήσουν. Το σχολείο, τα διδακτικά βιβλία, οι δάσκαλοι, οι επιστήμονες, οι μεγαλύτεροι έχουμε υποχρέωση να τους τη διδάξουμε. Διότι διδακτόν η αρετή.
Η τόσο διαφημισμένη από ορισμένους Ιστορία της ΣΤ' Δημοτικού ως άνοιγμα κατά του σκοταδισμού και ως νέα παιδαγωγική μαθητοκεντρική τη θέλει η συντακτική ομάδα, ενάντια στη διδασκαλοκεντρική), το καταδικασμένο από Εκκλησία, εθνικιστές υπηρεσίας και από το κράτος το ίδιο που εντέλει το απέσυρε, δεν ήταν ένα βιβλίο ιστορικής αρετής, μια στρωτή αλλά συνεκτική βάση για την εγκύκλιο ιστορική μόρφωση.
Το ραβαΐσι των 400 ημερών όπου μονά χάνεις, ζυγά κερδίζουν, για το αν τελικά η Ν.Δ. θα χάσει ή δεν θα χάσει μερικές χιλιάδες ψήφους δεν ήταν μάχη για τις αρετές μιας ιστορίας που οφείλουν και δικαιούνται να διδάσκονται οι μαθητές. "Διανοητής" - ξεδιανοητής, εσίγησα~ την ώρα, βέβαια, της σύγκρουσης, μέσα στην προεκλογική συγκυρία δεν βγήκα να χτυπήσω το βιβλίο, πράγμα το οποίο θα εισέπρατταν άλλοι. Στον τόπο που βρέθηκα, στην πραγματική τούτη χώρα το βιβλίο δεν ήταν εκείνο που θα ήθελα να διδάσκονται οι μαθητές~ το "λάβαρο" ήταν λίγο, ελαχιστότατο για να συστρατευτώ, ένα πουκάμισο αδειανό χωρίς καμιάν Ελένη.
Του Άγγελου Ελεφάντη. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 5.10.2007

Να ιδρυθεί Ταμείο Ασφαλιστικής Αλληλεγγύης

Οι Δ. Στρατούλης, Αλ. Αλαβάνος, Ρ. Ρινάλντι και Γ. Θεωνάς παρουσίασαν την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για θεσμοθέτηση ειδικού αποθεματικού ταμείου για την κοινωνική ασφάλιση, ώστε να χρηματοδοτηθεί με νέους πόρους η κοινωνική ασφάλιση και τα ταμεία.

Αυτός ο νέος "κουμπαράς", όπως εξήγησε ο Δ. Στρατούλης θα είναι "κλειδωμένος τα επόμενα χρόνια και θα ανοίξει μετά το 2025 προκειμένου να στηρίξει τους νέους ασφαλισμένους και θα τροφοδοτείται από νέους πόρους που θα προέλθουν από τη μείωση των εξοπλισμών, τη φορολόγηση της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, από τη φορολόγηση μερισμάτων και κινητών αξιών και από άλλους πόρους. Επίσης αυτό το ειδικό Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης δεν θα συγκεντρώνει νέους πόρους που θα προέρχονται από αύξηση ή διεύρυνση της έμμεσης φορολογίας, από επιβαρύνσεις χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων.
Το σύστημα βεβαίωσης και είσπραξης των νέων αυτοτελών πόρων θα πρέπει να είναι απλό, ασφαλές και να λειτουργεί σε μακροχρόνια βάση, αλλά και να μή παρέχει τη δυνατότητα στις μελλοντικές κυβερνήσεις μέσω χαριστικών ρυθμίσεων να μειώνουν τους θεσμοθετημένους πόρους από το ασφαλιστικό σύστημα.
"Δεν διεκδικούμε πόρους από πολιτικές που εφαρμόζονται και για τις οποίες ζητάμε την κατάργησή τους π.χ. αποκρατικοποιήσεις ή διάφορα 'χαράτσια' που επιβαρύνουν τους καταναλωτές αγαθών και υπηρεσιών", υπογράμμισε ο Δ. Στρατούλης, προσθέτοντας: "Η διοίκηση του νέου Ταμείου θα αποτελείται κατά πλειοψηφία από εκπροσώπους των Ταμείων θα διαθέτει τα αναγκαία νομικά και διοικητικά μέσα για τη συλλογή και διεκδίκηση των θεσμοθετημένων πόρων. Οι πόροι θα απαλλάσσονται από παντός είδους φορολογία, ενώ τα ποσά που συγκεντρώνονται θα έχουν αποταμιευτικό χαρακτήρα με χρονικό ορίζοντα να εκταμιευτούν μετά το 2025 και θα επενδύονται σε ειδικά ομόλογα δημοσίου συνταξιοδοτικού σκοπού με επιτόκιο που προσαρμόζεται προς τα πάνω εάν υπάρξουν εκδόσεις ομολόγων του δημοσίου με ψηλότερα επιτόκια".

Στόχος 120 δισ. σε 50 χρόνια

Η πρόταση του "ειδικού ταμείου κοινωνικής αλληλεγγύης" ο ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζει ότι θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν μέσα στα επόμενα πενήντα χρόνια 150 δισ. ευρώ, όσα δηλαδή χρειάζονται να προστεθούν στα 31 δισ. ευρώ και να φθάσει η συνολική περιουσία της κοινωικής ασφάλισης το 2057 τα 180δις ευρώ, όσα ακριβώς υπολογίζει και το ΙΝΕ/ΓΣΣΕ-ΑΔΕΔΥ ότι χρειάζονται για να ανταποκριθεί το σύστημα στις μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις της προς όλους τους ασφαλισμένους.
Οι νέοι πόροι μπορούν να εξευρεθούν από τη φορολόγηση επιχειρηματικών και τραπεζικών κερδών, συμβάλλοντας στην σταδιακή επιστροφή των απωλειών που έχουν υποστεί τα Ταμεία της κοινωνικής ασφάλισης εξαιτίας της διαχρονικής λεηλασίας τους από τις κυβερνήσεις, τις τράπεζες, τις επιχειρήσεις και κάθε λογής κερδοσκοπία (άτοκες καταθέσεις στην Τράπεζα της Ελλάδας, χρηματιστηριακός τζόγος, δομημένα ομόλογα κ.λπ.).
Οι νέοι φόροι μπορούν να προέλθουν:
*Από φορολόγηση των μερισμάτων των μετοχών και άλλων κινητών αξιών. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωζώνης που δεν φορολογεί τα εισοδήματα φυσικών προσώπων που προέρχονται από μερίσματα και άλλες κινητές αξίες. Οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης επιβάλλουν συντελεστή φορολογίας στα εισοδήματα κεφαλαίου που κυμαίνεται από 15% έως 48%.
*Από σημαντική αύξηση της ειδικής φορολογίας που επιβάλλεται στις συναλλαγές μετοχών στο χρηματιστήριο (ο φόρος από 6 τοις χιλίοις μειώθηκε σε 3 τοις χιλίοις).
*Από τμήμα της ισχύουσας φορολογίας των τόκων των καταθέσεων.
*Από το 50% των προστίμων που επιβάλλονται για φοροδιαφυγή κατά τους φορολογικούς ελέγχους των επιχειρήσεων.
*Από το 50% των προστίμων που επιβάλλονται από το υπουργείο Εμπορίου ή από την Αρχή Ανταγωνισμού.
*Από πρόσθετη ειδική φορολόγηση όλων των επιχειρήσεων με δραστηριότητα γύρω από τα τυχερά παιχνίδια.
*Από τμήμα των προστίμων που επιβάλλονται για παραβιάσεις του ΚΟΚ.
*Από την φορολόγηση των εισοδημάτων που παράγονται από την περιουσία της Εκκλησίας.
*Από τμήμα της φορολόγησης της Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ). Τα "αδέσποτα" ακίνητα που περιέχονται μέχρι σήμερα στο Κράτος να αποδίδονται στο νέο Ταμείο.
*Από πρόσθετη ειδική φορολόγηση επί των κερδών των ασφαλιστικών εταιρειών. Τα ασφαλιστικά ταμεία δεν διεκδικούν δαπάνες από τις ασφαλιστικές εταιρείες, όταν π.χ. σε περίπτωση ατυχήματος πελάτης ασφαλιστικής εταιρείας που από το συμβόλαιο του έχει δικαίωμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στον ιδιωτικό τομέα, κατά κανόνα προτιμάει να απευθυνθεί στα δημόσια νοσοκομεία, όταν είναι ασφαλισμένος και σε κάποιο δημόσιο ασφαλιστικό φορέα.
*Από τμήμα των ποσών που θα εξοικονομηθούν από τη μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών.

Τριμερής χρηματοδότηση

Όσον αφορά στην αντιμετώπιση του κεντρικού προβλήματος της υποχρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει:
1. Την επαναθέσπιση της υποχρεωτικής τριμερούς χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης (κλάδου κύριας σύνταξης και κλάδου υγείας) για το σύνολο των ασφαλισμένων (2/9 εργαζόμενοι, 3/9 κρατικός προϋπολογισμός, 4/9 εργοδότες).
2. Αξιοποίηση της περιουσίας των ασφαλιστικών οργανισμών με βάση κριτήρια ασφαλούς και εγγυημένης απόδοσης μακριά από την λογική του χρηματιστηριακού ή άλλου τζόγου.
3. Καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και εισφοροκλοπής με πλήρη ασφάλιση ανασφάλιστων ή μερικώς ασφαλισμένων τμημάτων των εργαζομένων (αλλοδαποί, άτυπες - αδήλωτες ή ελαστικές μορφές απασχόλησης, προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης ανέργων, όπως τα stage).
4. Την αντικατάσταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης από θέσεις εργασίας πλήρους, σταθερής και ασφαλισμένης εργασίας.
5. Την αποπληρωμή των χρεών τόσο του κράτους (8,7 δισ. ευρώ επισήμως και 16 δισ. ευρώ ανεπισήμως) όσο και των ιδιωτών (3,2 δις ευρώ) προς την κοινωνική ασφάλιση.


Του Ανδρέα Πετρόπουλου. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 24.10.2007

15.10.07

Ποιος διάλογος; Με ποιο στόχο;

Το μεγάλο πρόβλημα με την κυβερνητική πολιτική, και τη σημερινή και την προγενέστερη του ΠΑΣΟΚ, στην κοινωνική ασφάλιση δεν είναι μόνο ότι περικόπτει, συμπιέζει ή και εκθεμελιώνει ασφαλιστικά δικαιώματα, ιδιαίτερα των νέων, αλλά και των παλαιών ασφαλισμένων. Το κυριότερο είναι ότι αυτό γίνεται χωρίς να αίρεται ή να περιορίζεται έστω η πρωτογενής ελλειμματικότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

Είναι έτσι, αυτές οι διαδοχικές, φέτα - φέτα περικοπές ασφαλιστικών δικαιωμάτων, από το νόμο Σιούφα ώς τις μέρες μας, θυσίες χωρίς ελπίδα, ότι, έστω και έτσι, η βιωσιμότητα του συστήματος μπορεί να διασφαλιστεί.

* Με τον όρο «πρωτογενής ελλειμματικότητα» εννοούμε εδώ όχι την κρατική χρηματοδότηση (που κι αυτή είναι ελλειμματική), αλλά τους παράγοντες εκείνους που καθιστούν αναγκαία τη διαρκή αύξηση της χρηματοδότησης αυτής από το κράτος. Και επιμένουμε στη διάσταση αυτή, της πρωτογενούς ελλειμματικότητας, διότι αν αυτή δεν αντιμετωπισθεί, τότε πράγματι η προσφυγή στην κρατική χρηματοδότηση μπορεί τελικά κι αυτή να αποδειχθεί μη βιώσιμη.

* Επανερχόμενοι, όμως, τώρα, στους παράγοντες αυτής της πρωτογενούς ελλειμματικότητας, διαπιστώνουμε ότι αυτοί είναι ταυτόχρονα και παράγοντες που έχουν επιλεγεί για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας, της κερδοφορίας και της συσσώρευσης του κεφαλαίου στη χώρα μας. Αν δούμε το ασφαλιστικό με όρους πολιτικής οικονομίας και όχι στενής διαχείρισης, διαπιστώνουμε ότι μέσω της κοινωνικής ασφάλισης επιχορηγούνται τα κέρδη των εφοπλιστών, των τραπεζών και γενικά του κεφαλαίου εις βάρος των ασφαλισμένων, των φορολογουμένων και της βιωσιμότητας του συστήματος.

* Η περιβόητη εισφοροδιαφυγή, π.χ., δεν είναι ένα λάθος που διέφυγε της προσοχής των κυβερνήσεων. Η διαχρονική ανοχή στη φοροδιαφυγή, αλλά και η εκ των υστέρων νομιμοποίησή της με διαρκείς «ειδικές» ρυθμίσεις, δείχνει ότι πρόκειται για μια επιλογή.

Αυτή η επιλογή, όμως, στοιχίζει περί τα 4 δισ. ευρώ το χρόνο στο ασφαλιστικό σύστημα. Η εισφοροδιαφυγή θα συνεισφέρει στο πρωτογενές έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης περί τα 100 δισ. ευρώ για την επόμενη εικοσαετία ή και περισσότερα, αν η τάση αύξησής της δεν ανακοπεί σε σύντομο χρόνο.

* Το ίδιο και σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση ισχύει με την ανασφάλιστη εργασία και με τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Αυτές και επισήμως αναγνωρίζονται όχι ως ένα λάθος ή ως μια ανωμαλία, αλλά ως μια επιδίωξη, με στόχο η μερική απασχόληση να αυξηθεί ει δυνατόν και στο 20%, το 30% ή και σε μεγαλύτερο ποσοστό επί του εργατικού δυναμικού, διότι αυτό βοηθά, υποτίθεται, στη μείωση της ανεργίας και στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.

* Οι «μερικές» ασφαλιστικές εισφορές, όμως, που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν πλήρεις συντάξεις ούτε πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Μια νέα, λοιπόν, αυξανόμενων διαστάσεων ελλειμματικότητα προκύπτει εδώ, όπως και η Παγκόσμια Τράπεζα έχει αναγνωρίσει, μέσω αυτού του τρόπου επιδίωξης ανταγωνιστικότητας που βασίζεται στο χαμηλό εργατικό κόστος και όχι στην παιδεία, την έρευνα, τις καινοτομίες. Ο κίνδυνος για τη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης προκύπτει έτσι, σε τελική ανάλυση, όχι από τις ισχνές, ούτως ή άλλως, σε γενικές γραμμές παροχές του συστήματος, αλλά από ένα μη βιώσιμο μοντέλο ανταγωνιστικότητας στο οποίο αυτή έχει προσδεθεί.

* Η αντίσταση, συνεπώς, στα σχέδια της κυβέρνησης για την περικοπή μιας ακόμα «φέτας» από τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων δεν είναι μόνο ανάγκη, είναι χρέος. Νομιμοποιείται όχι μόνο από το δίκαιο των ασφαλισμένων της παρούσας γενιάς, αλλά και από τα δικαιώματα των μελλοντικών γενεών, αφού η ικανότητα του συστήματος να ανταποκρίνεται στις μελλοντικές ανάγκες του είναι πρωτογενώς υπονομευμένη.

Αλλά ακριβώς για το λόγο αυτό, η αντίσταση στις κυβερνητικές επιλογές, ενώ είναι αναγκαία, δεν είναι από μόνη της και επαρκής για να διασωθεί η κοινωνική ασφάλιση.

* Οπως προσπάθησα να δείξω, εδώ δεν έχουμε να υπερασπισθούμε ένα «κάστρο» που εγγυάται ασφάλεια σε όσους είναι μέσα σ' αυτό. Ούτε έχουμε να αντιμετωπίσουμε μόνο έναν εχθρό που δρα από τα έξω. Οι παράγοντες που διαβρώνουν το σύστημα και το καθιστούν ελλειμματικό είναι μέσα σ' αυτό. Η ασφάλεια του «κάστρου» δεν είναι δεδομένη, αλλά συν τω χρόνω μειώνεται. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο χρόνος δεν δουλεύει για τους εργαζόμενους.

**Ομως, υπάρχει διέξοδος. Ακριβώς γιατί το ασφαλιστικό δεν είναι ένα «κλειστό» σύστημα. Η κοινωνική ασφάλιση και το μέλλον της συνδέονται άρρηκτα με το μέλλον της εργασίας, της ανάπτυξης και τη δυνατότητα ενός άλλου εναλλακτικού μοντέλου ανάπτυξης διεθνούς βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας.

**Ιδού, λοιπόν, η θεματολογία ενός άλλου διαλόγου, που μπορεί να είναι ουσιαστικός και να έχει ως στόχο του όχι τη συγκάλυψη ή τη μετάθεση στο μέλλον της ελλειμματικότητας του συστήματος, αλλά την αντιμετώπισή της.

Κι αφού οι παράγοντες της ελλειμματικότητας είναι ταυτόχρονα και παράγοντες «ανάπτυξης», κερδοφορίας και πλουτισμού, μέχρι να αρθούν ριζικά οι αιτίες αυτής της ελλειμματικότητας, η αντιμετώπιση των συνεπειών της δεν πρέπει να γίνει με συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, αλλά με την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου και τη δέσμευση της συσσωρευμένης δημόσιας περιουσίας υπέρ των αναγκών της κοινωνικής ασφάλισης.

Του Γιάννη Δραγασάκη. Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία την 14.1.0.2007

Σχεδόν μονότονα… τα αξιακά ελλείμματα

Τα τελευταία 18 χρόνια κάθε κυβέρνηση που σέβεται τον εαυτό της, ανοίγει το ασφαλιστικό. Σχεδόν μονότονα, κάποια επιτροπή σοφών προτείνει μέτρα αντάξια του τίτλου της. Και η Τράπεζα της Ελλάδος ανησυχεί: ταμειακά προβλήματα, δημογραφικές δυσοίωνες προοπτικές, ελλείμματα δράκοι.
Και βέβαια για όλα τα δεινά και τους κινδύνους η εξουσία θεωρεί υπεύθυνους τους προνομιούχους που συνταξιοδοτούνται στα 50 ή 52, τις μητέρες ανηλίκων που, σημειωτέον, η πρόωρη σύνταξή τους έχει το ύψος κάποιου προνοιακού επιδόματος, τους προνομιούχους εν γένει των ευγενών ταμείων που επιβαρύνουν την «εθνική οικονομία» δηλαδή το κοινωνικό σύνολο.
Απ’ την άλλη μεριά, οι οργανώσεις των εργαζομένων μιλούν, και δικαίως, για την υποχρηματοδότηση τόσο από τον προϋπολογισμό όσο και λόγω της εξαιρετικά εκτεταμένης εισφοροδιαφυγής, εισφοροκλοπής και μαύρης μισθωτής εργασίας. Μιλούν για δικαιώματα που καταπατούνται, συμφωνίες που αθετούνται, συλλογικές συμβάσεις που παραβιάζονται.
Στα παραπάνω, ο κ. Αλογοσκούφης δηλώνει ότι η χρηματοδότηση του ΙΚΑ δεν είναι λογιστικό θέμα «δεν μπορούμε να μιλάμε με όρους λογιστικούς για αυτά τα ζητήματα αλλά με όρους ουσιαστικούς». Ας δούμε λοιπόν τους ουσιαστικούς όρους για τους οποίους μιλάει η κυβέρνηση, δηλαδή προτεραιότητες, ανάγκες οικονομικής πολιτικής, προτάγματα.
Πρόταγμα Πρώτον: Αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος ανάμεσα στα κέρδη και τους μισθούς, φυσικά υπέρ των κερδών. Αυτό επιτυγχάνεται με δύο τρόπους:
1. Με επιμήκυνση του εργάσιμου βίου (αφού ζούμε περισσότερο). Η επιμήκυνση του εργάσιμου βίου σημαίνει μείωση του κοινωνικού μισθού που λέγεται σύνταξη και αποτελεί κατάκτηση του εργατικού κινήματος. Πλάι στα ωράρια λάστιχο, στην επιμήκυνση της εργάσιμης μέρας στην απορρύθμιση των μισθών προστίθεται η μείωση του συντάξιμου χρόνου. Οι συντάξεις θα είναι αυστηρά και μόνο (βαθέως μάλιστα) γήρατος. Εδώ, σύμμαχος του κ. Αλογοσκούφη και των κίτρινων, είναι ο φθόνος απέναντι σε όσους κλάδους κατάφεραν να έχουν θεσμούς που κατοχύρωναν να έχουν συντάξεις εργασίας και ανεκτού ύψους. Συντάξεις εργασίας εννοούμε αυτές που παρέχονται ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, αν ο εργαζόμενος συμπληρώσει ένα μίνιμουμ εργασιακού βίου, 30-35 χρόνια, οπότε εξέρχεται με ανάλογο ποσοστό σύνταξης. Αλαλάζει ο κ. Αναλυτής και χαμογελά ο κ. Αλογοσκούφης «να τος να τος ο εχθρός, ο προνομιούχος συνταξιούχος».
2. Ουσιαστικός όρος για τον κ.Αλογοσκούφη είναι η μείωση των συντάξεων ή ακριβέστερα η ταπείνωσή τους σε προνοιακά επίπεδα και η ικανοποίηση, σε μεγάλο βαθμό, των αναγκών που αυτές κάλυπταν παλαιότερα με την υπαγωγή τους στη σφαίρα του κέρδους, δηλαδή την ιδιωτική ασφάλιση την οποία θα αγοράζει όποιος μπορεί φυσικά. Τα λεφτά είναι πολλά και η αγορά παρθένα….. Και τα επιχειρήματα προς τούτο, ώριμα: Οι χαμηλές συντάξεις, η απαξίωση στα μάτια των μεσαίων στρωμάτων των εργαζομένων των κοινωνικών θεσμών και ο μονόδρομος της ατομικής προοπτικής. Και βέβαια στο μέτρο που πετύχει αυτή η πολιτική αποδόμησης των κοινωνικών ασφαλίσεων, η υλική πραγματικότητα και ο τρόπος πρόσληψής της από τον εργαζόμενο θα αλλάξει ριζικά (Πρόταγμα Δεύτερο): με θεσμοθετημένο τον ατομισμό και σε αυτό το ζήτημα οι «παραδοσιακές» κοινωνικές αξίες δε θα είναι απλά υπό αμφισβήτηση αλλά θα καταχωνιαστούν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας μαζί με τις κοινωνικές συμμαχίες των δυνάμεων της εργασίας, δηλαδή των διαφόρων κατηγοριών και κλάδων των εργαζομένων.
Το «φαιδρό» της υπόθεσης είναι ότι στην επιχειρηματολογία τους, οι « σοφοί» και οι Υπουργοί χρησιμοποιούν λογιστικά επιχειρήματα πίσω από τα οποία κρύβεται η ταξική περιφρόνηση για την Εργασία. Θεωρούν ξεπερασμένη και άδικη (!) ως αντιπαραγωγική την λογική της αναδιανομής και αλληλεγγύης μεταξύ γενεών και κλάδων εργαζομένων και προπαγανδίζουν την αρχή της ανταποδοτικότητας: ότι δώσει το άτομο-εργαζόμενος θα πάρει.
Με αυτή την επιχειρηματολογία τους πέρασε χωρίς πολλές αντιστάσεις επί της αρχής η εμπορική χρήση μέρους των αποθεματικών στο χρηματιστήριο Και εκτός από τους κινδύνους που εγκυμονεί μονίμως ο τζόγος είναι θέμα αρχής το να δέχεσαι η όχι την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών θεσμών
Σε όλα τα παραπάνω οι συλλογικές οργανώσεις των εργαζομένων στέκονται αμήχανα. Έχοντας αποδεχτεί τον «μονόδρομο» και την προσαρμογή σ’ αυτόν, προσπαθούν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα: και την αναδιανομή προς όφελος του κέρδους και τα δικαιώματα. Και σε πολλές περιπτώσεις, οι μάχες είναι μάχες οπισθοφυλακών: να σώσουμε ό,τι μπορούμε για τις παλιότερες εργασιακά γενιές. Και ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα του συνδικάτου.
Η δικιά μας ευθύνη λοιπόν, ως Αριστεράς, συνίσταται στην ανάδειξη του αντίρροπου προτάγματος. Ένα τέτοιο αίτημα αναδιανομής εισοδήματος προς την «κοινωνία» των εργαζομένων και επανοικειοποίησης του δημόσιου «χώρου» μπορεί σήμερα να φαντάζει, σε πρώτη ανάγνωση, φυγή προς τα μπρος, σχεδόν τυχοδιωκτισμός.
Πρέπει όμως να σκεφτούμε ότι η Αριστερά, κατ’ αρχήν, πολιτεύεται αξιακά.
Αλλιώς παύει να είναι κατ αρχήν Αριστερά
Πέραν αυτού η χάραξη κάθε φορά,με κάθε εύλογη πολιτική αιτία,της διαιρετικής τομής ξεπερνά το σχήμα σκέψης που λέει ότι σε φάση αμυντική οπισθοχωρούμε λαθροβιώνοντας .
Αντίθετα η εμμονή μας να χαράζουμε τις διαχωριστικές γραμμές ανατρέπει,εν δυνάμει τους συσχετισμούς και ξαναβάζει στην καθημερινότητα την Αριστερή Πολιτική


Του Δημήτρη Λαβατσή. Δημοσιεύθηκε στην ΕΠΟΧΗ την 14.10.2007

12.10.07

Τι θέλουμε, τι καλύπτει και τι πρέπει να πετύχουμε με την νέα ΣΣΕ

Με την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού από την Κυβέρνηση, αποκαλύφθηκε η απόσταση λόγων και πράξεων ανάμεσα στις «παροχές» των μπαλκονιών και την μονοδιάστατη οικονομική πολιτική σε βάρος των εργαζομένων και των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων. Όσα αναγκάστηκαν να υποσχεθούν για να εκλεγούν, έρχονται τώρα να τα ζητήσουν πίσω πολλαπλάσια, με ρυθμίσεις που αποδομούν το όποιο κράτος πρόνοιας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η καταβαράθρωση των παρεχομένων υπηρεσιών του ΕΣΥ στην χειρότερη θέση ανάμεσα στις χώρες της ΟΝΕ αλλά και η κρίση του συστήματος ασφάλισης, όπου η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ικανοποιεί τις ίδιες της τις ρυθμίσεις για κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση, αλλά αντίθετα, δεν φείδεται μέτρων και ρυθμίσεων προς όφελος της εργοδοσίας.

Έτσι, με την άρνησή της να καταβάλει προς το ΙΚΑ το ποσοστό 1% του ΑΕΠ που της αναλογεί βάσει νόμου, υπέκλεψε από το βασικό ταμείο ασφάλισης των μισθωτών περί τα 3,5 δισ. € μόνο για την 5ετία 2003-2008 ενώ πρόσθετα, με διαδοχικές «επωφελείς» ρυθμίσεις προς τους εργοδότες και την αδιαφορία για την εισφοροδιαφυγή, ζημιώνει ακόμα περισσότερο. Παράλληλα η κυβέρνηση, καλυπτόμενη από επιτροπές “σοφών” και τραπεζιτών, ανακινεί το ασφαλιστικό, επισείοντας την κατάργηση της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδότησης, την αύξηση των εισφορών και των ορίων ηλικίας λόγω της “διαφαινόμενης οικονομικής αδυναμίας των ταμείων”. Φυσικά δεν έχει να πει τίποτα για την χρηματοδότηση των ταμείων από τα οποία δεκαετίες τώρα, υπεξαιρούσε με τη μορφή άτοκων καταθέσεων ή αγοράς μετοχών (βλ.σκάνδαλο ΔΕΚΑ - Χρηματιστηρίου) και δομημένων ομολόγων για να χρηματοδοτήσει την πολιτική παροχών προς το Κεφάλαιο.

Είναι διαπιστωμένο ότι η ελληνική οικονομία παράγει, ήδη εδώ και πλέον της δεκαπενταετίας, υπερκέρδη από τα οποία φυσικά δεν καρπούνται οι εργαζόμενοι αφού στο ίδιο διάστημα το εργατικό εισόδημα μειώθηκε απόλυτα. Οι εργαζόμενοι ωθούνται να επιβιώνουν με ελαστικά ωράρια και πολλοί με μισθούς κάτω από το όριο της φτώχειας. Παράλληλα, μέσω του φορολογικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, των ποικίλων μορφών δανεισμού και του παιχνιδιού της αυξομείωσης των επιτοκίων, πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια, η μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου που υπήρξε ποτέ στη χώρα μας, οδηγώντας χιλιάδες οικογένειες στη φτώχεια ή στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους. Ακριβώς αυτή η ανακατανομή του πλούτου, με διαφεύγοντες πόρους από τα ασφαλιστικά ταμεία και τους εργαζόμενους σε όφελος του Κεφαλαίου, εξυπηρετώντας την εισαγωγή της ιδιωτικής ασφάλισης - αυτασφάλισης και επιδιώκοντας τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, είναι ο λόγος για τον οποίο ανακύπτει συνεχώς το ασφαλιστικό ζήτημα στην ατζέντα των θεμάτων της επικαιρότητας με προφάσεις όπως η γήρανση του πληθυσμού, η οικονομική αδυναμία των ταμείων κλπ. Μάλιστα, αυτές οι προφάσεις έρχονται (Σπράος – Γιαννίτσης) και επανέρχονται (Ρέπας – Αναλυτής – Γκαργκάνας – Μαγγίνας) ώστε να εμπεδώνεται στη συνείδηση του κόσμου η «κρίση του ασφαλιστικού» και η «ανάγκη μεταρρύθμισης», ώστε να αποκτά αξιοπιστία η «αναγκαστική» λύση που προωθούν. Ο διάλογος επομένως στον οποίο καλεί η κυβέρνηση είναι προσχηματικός καθόσον, η ίδια δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της, είτε αυτήν της χρηματοδότησης είτε αυτή του ελέγχου της ανασφάλιστης εργασίας ενώ αντίθετα, ειδικά αυτήν, την εξαπλώνει όπως π.χ. με τους υπάλληλους “stage” και την υποβάθμιση των γραφείων επιθεωρήσεων εργασίας. Ο διάλογος σε αυτό το πλαίσιο μοιάζει με τον διάλογο που πραγματοποιεί ένας εκβιαζόμενος με τη συμμορία που τον «προστατεύει».

Όλα τα παραπάνω προϊδεάζουν ότι η θέση της Κυβέρνησης κατά την διαπραγμάτευση της ΕΓΣΣΕ με την ΓΣΣΕ θα βρίσκεται από την μεριά των εργοδοτικών οργανώσεων και θα είναι αντίθετη σε πραγματικές αυξήσεις και κοινωνικές παροχές. Εμείς, σε αυτό το πλαίσιο θα κληθούμε να υπερασπιστούμε την 1η και να διεκδικήσουμε στην 2η ΣΣΕ.

Υπάρχον πλαίσιο από την 1η ΣΣΕ

Η 1η ΣΣΕ εμπεριέχει αρκετές θετικές ρυθμίσεις οι οποίες συνοπτικά:

Αναβάθμισαν οικονομικά περί το 30% των ΜΟΔιτών μέσω της ένταξής τους στα μισθολογικά κλιμάκια

Καταργήθηκε ο όρος της αποκλειστικής απασχόλησης

Θεσμοθετήθηκαν θέματα αδειών με κατεύθυνση την εξίσωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην διαχείριση του ΚΠΣ (γονική, σχολική, μηχανογραφική και προσωπικών λόγων)

Θεσπίσθηκε αποταμιευτικό πρόγραμμα για τα παιδιά.

Σε ότι αφορά τα μισθολογικά κλιμάκια, αυτά κατά την 1η ΣΣΕ, δεν καθορίσθηκαν βάση ενός συστήματος που να συνδυάζει σπουδές και επαγγελματική εμπειρία, αλλά καθορίσθηκαν με βάση την “πραγματικότητα” των τότε μισθών. Ήταν πρακτικά ανέφικτο κατά την 1η ΣΣΕ να εκλογικευθεί η τότε υφιστάμενη κατάσταση, αφήνοντας αυτή την αναγκαιότητα σε διεκδικήσεις των επόμενων ΣΣΕ.

Πλαίσιο αναφοράς και διεκδίκησης για την 2η ΣΣΕ

Οι διεκδικήσεις μας πρέπει να στοχεύουν:

Α. Στην προάσπιση του εισοδήματος όλων των εργαζομένων, στην εκλογίκευση των αποκλίσεων που διαπιστώνονται ανάμεσα στις κατηγορίες των εργαζομένων και σε αυξήσεις ιδιαίτερα στα χαμηλότερα κλιμάκια.

Β. Στην βελτίωση των προνοιακών παροχών στην κατεύθυνση της εξίσωσης των δικαιωμάτων με τους Δ.Υ. και ειδικότερα σε θέματα που αφορούν στην γονική φροντίδα.

Για την επιτυχή διεκδίκηση των παραπάνω είναι απαραίτητη η χάραξη μιας στρατηγικής διαπραγμάτευσης, οριοθέτησης των minimum και κατάστρωσης συνεπών – συνεκτικών επιχειρημάτων.

Όσον αφορά στην προάσπιση των εισοδημάτων, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι το σωματείο είναι από τη φύση του δεσμευμένο στην υπόθεση της διαφύλαξης των συμφερόντων των μελών του. Επομένως λογικές, οι οποίες κυκλοφορούν ανόητα και προκρίνουν αναδιανομές εισοδημάτων εντός των εργαζομένων, είναι a priori απαράδεκτες και εν δυνάμει εξυπηρετούν την εργοδοσία, η οποία μάλιστα είναι αυτή ιστορικά, η οποία τις προτιμά και τις προτείνει. Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία μάλιστα, εμφανίζεται ως «φιλεργατική» υπέρ των χαμηλόμισθων συναδέλφων, εμφανιζόμενη να προκρίνει υψηλότερες παροχές προς τους χαμηλόμισθους και μικρότερες ή και καθόλου για τους υψηλότερα αμειβόμενους. Όμως, έτσι αυτοχειριαζόμαστε, καθώς η εργοδοσία, στηριζόμενη στα ίδια μας τα επιχειρήματα θα διαπραγματεύεται έχοντας ήδη διασφαλίσει την συναίνεσή μας στην «εξομάλυνση» του μέσου όρου μισθού προς τα κάτω, έχοντάς την κιόλας διευκολύνει με το να έχει αυτοπροταθεί από εμάς.

Κατά τη γνώμη μου, μια επιτυχημένη στρατηγική θα πρέπει απ’ αρχής να ορίζει ότι αδιαπραγμάτευτα, κανένας συνάδελφος/ισσα δεν πρέπει να χάσει από το εισόδημά του. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γνωρίζουμε πως για να διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη του καταβαλλόμενου ονομαστικού μισθού όλων μας σταθερή, θα πρέπει αυτός να αυξάνεται με τον ρυθμό του προσδοκώμενου πληθωρισμού ανά έτος. Επίσης, για να αποτρέψουμε, στο βαθμό που μας αναλογεί, αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας, θα πρέπει οι αυξήσεις, να ενσωματώσουν και την προσδοκώμενη αύξηση της παραγωγικότητας. Άρα οι αυξήσεις θα πρέπει να κινηθούν περί το 5~6% και πλέον ανά έτος για να έχουμε σταθερή αγοραστική δύναμη και σταθερό μερίδιο στο συνολικό εισόδημα (μισθοί και κέρδη). Αν πετύχει κάτι η 2η ΣΣΕ στην κατεύθυνση της θεσμοθέτησης στη ΣΣΕ των αυξήσεών μας συναρτήσει βασικών μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας (π.χ. πληθωρισμός + ποσοστό παραγωγικότητας όπως προαναφέραμε), θα έχει εξασφαλίσει σε βάθος χρόνου την προστασία των εισοδημάτων μας.

Αν από τα παραπάνω διαφαίνεται, ότι οι αποκλίσεις που προκύπτουν από την μεγέθυνση των εισοδημάτων λόγω ποσοστιαίων αυξήσεων στη διάρκεια του χρόνου αυξανόμενες «δραχμικά» μεγαλώνουν τις διαφορές μεταξύ των εισοδημάτων, τότε, η επιθυμητή σμίκρυνση της διαφοράς, δεν θα πρέπει να γίνει με την περικοπή του δικαιώματος του ψηλότερου μισθού να αυξηθεί, αλλά με πρόσθετη αύξηση στον χαμηλότερο μισθό. Επομένως συνάγεται, ότι δεύτερος στόχος της στρατηγικής μας θα πρέπει να είναι η αναπροσαρμογή των κλιμακίων, εκλογικεύοντας τις διαφορές και βελτιώνοντας το εισόδημα ειδικότερα των χαμηλόμισθων. Υπάρχουν αρκετές προτάσεις απλούστερες ή συνθετότερες. Η γνώμη μου είναι πως θα πρέπει να ορίσουμε και να διαπραγματευόμαστε μόνο στο ποσό του χαμηλότερου μισθού του ΠΕ 0-3 έτη (π.χ. βλέπε ΣΣΕ Επιστημονικού προσωπικού ΔΕΗ) ενώ τα υπόλοιπα κλιμάκια έως την 35ετία να αυξάνονται κατάλληλα με έναν αλγόριθμο π.χ. Κάθε επόμενο κλιμάκιο προσαυξάνεται κατά 8~10% και οι μισθοί των ΤΕ στο 96% των κλιμακίων των ΠΕ.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ιστορικά, η λογική των κλιμακίων έχει έντονα τα στοιχεία κοινωνικού χαρακτήρα (μέσω αγώνων των εργαζομένων κλπ) και αυτό οφείλεται στο ότι ο μισθός στην πραγματικότητα καλύπτει τις βιοτικές - κοινωνικές ανάγκες μας και καθορίζεται από αυτές. Για παράδειγμα, άλλες είναι οι ανάγκες ενός/μιας πρωτοδιόριστου «άγαμου» και άλλες ενός/μιας με οικογένεια και παιδιά που έχουν ανάγκες περισσότερες μεγαλώνοντας με το χρόνο κλπ. Επομένως είναι δίκαιο τα κλιμάκια να υπάρχουν παρά τις «μοντέρνες αντιλήψεις» που προσπαθούν να εισαχθούν στο εργατικό κίνημα από την εργοδοσία (βλέπε μη επιδοματική πολιτική από τη ΜΟΔ), ότι δηλαδή, ο μισθός θα πρέπει να συναρτηθεί αποκλειστικά με την παραγωγικότητα, άρα οι νέοι «δραστήριοι» θα παίρνουν περισσότερα από τους μεγαλύτερους, μοντέλο που έχει εγκατασταθεί και λειτουργεί στις αγγλοσαξονικές χώρες του ανελέητου νεοφιλελευθερισμού εκτός της Ιαπωνίας όπου υπάρχουν ισχυρές παραδόσεις. Φυσικά στη χώρα μας, «χώρα του περίπου, όπου τίποτα δεν λειτουργεί ακριβώς», οι νέοι εξακολουθούν να παίρνουν 600€ καθώς η εργοδοσία δεν είναι διατεθειμένη να αυξήσει τον μισθό τους λόγω της ενδυνάμει μεγαλύτερης παραγωγικότητάς τους, αλλά κυνικά θα επιθυμούσε και οι 50άρηδες να παίρνουν 600€.

Συνάδελφοι/ισσες, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η διαπραγμάτευση είναι μια διαδικασία η οποία περιέχει αρκετούς κινδύνους, στο βαθμό που οι προτάσεις μας δεν έχουν έναν υψηλό βαθμό συνεκτικότητας και σοβαρότητας και με εμάς ανώριμους να τις υπερασπιστούμε. Η προσφυγή σε διαμεσολάβηση – διαιτησία είναι μια πιθανότητα η οποία γενικά, τα τελευταία χρόνια, συστηματικά αποβαίνει σε βάρος των εργαζομένων. Επίσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό προηγούμενης συμφωνίας σε ελάσσονα θέματα, η διαμεσολάβηση ξεκινά από tabula rasa με «άγνωστη» κατάληξη.

Όσον αφορά στα λοιπά θέματα όπως η κάλυψη των απωλειών εισοδήματος σε περίπτωση εξωγενούς αιτίας όπως η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των μηχανικών αλλά και τα θέματα προνοιακών παροχών, κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να συζητηθούν σε δεύτερο χρόνο και μόνο εφόσον υπάρξει πεδίο συνεννόησης με τη ΜΟΔ στα οικονομικά θέματα. Δεν έχει νόημα να υπάρχει απόκλιση στο οικονομικό και να δίνονται όσο-όσο «ανταλλάγματα» για να κατασιγάσουν τις αντιδράσεις μας.

Μάκης Κουτρούκης

11.10.07

«ΟΡΓΑΝΩΝΟΥΜΕ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΜΑΣ,ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΣΧΗΜΑΤΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ»

Η κυβέρνηση σε συνέχεια όλων των προηγούμενων νεοφιλελεύθερων αλλαγών της Ν.Δ. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. προετοιμάζει μια νέα αντιασφαλιστική επίθεση σε βάρος των εργαζομένων υλοποιώντας τις δεσμεύσεις της στην Ε.Ε. Δεν θέλει επίλυση του ασφαλιστικού αλλά επίλυση του δημοσιονομικού προβλήματος μέσα από το χτύπημα δικαιωμάτων και την αποδόμηση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης.
Η τακτική της είναι να δημιουργεί κλίμα κινδυνολογίας, να ανοίγει έμμεσα μέσω του κ. Αναλυτή και του κ. Γκαργκάνα όλη τη βεντάλια των αντεργατικών ρυθμίσεων επιφυλασσόμενη για την τελική στάση της. Η παρέμβαση του Πρωθυπουργού στη Κ.Ο. της ΝΔ δείχνει μια τακτική σκλήρυνσης με ένταση της επίθεσης σε στρώματα εργαζομένων, αξιοποιώντας εκ νέου την θεωρία των προνομιούχων και βολεμένων εργαζομένων και τις διαφορές μεταξύ παλιών και νέων εργαζομένων τις οποίες άλλωστε οι ίδιες οι κυβερνήσεις δημιούργησαν. Η εξέλιξη σε σχέση με το ύψος της αναθεώρησης του ΑΕΠ και το φόρο κατανάλωσης στο πετρέλαιο, προοιωνίζει ακόμα πιο σκληρές αλλαγές.
Η κυβέρνηση επιθυμεί επίσης να προχωρήσει σε μία διαδικασία διαλόγου την οποία θέλει να την χρησιμοποιήσει ως μοχλό των αντεργατικών της επιλογών.
Από τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι σήμερα φαίνεται ως σχεδόν σίγουρο ότι θα βασιστεί στις αντιασφαλιστικές διατάξεις του νόμου 3029 και ιδίως σε ότι αφορά τα ζητήματα των ενοποιήσεων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, θα αγνοήσει επίσης το ζήτημα χρηματοδότησης και ειδικά σε ότι αφορά τη συμμετοχή του κράτους. Είναι χαρακτηριστικό ότι παραβιάζει ακόμη και τον 3029/2002 «κλέβοντας» στην ουσία νομοθετημένους πόρους ύψους 1,5 δις€ τα οποία επιπροσθέτως έπρεπε να καταβληθούν στον προϋπολογισμό του 2008, κάτι το οποίο δεν έκαναν ούτε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ούτε η Ν.Δ.
Θα επιχειρήσει επίσης την αύξηση των ορίων ηλικίας ή διαφοροποίηση των προϋποθέσεων πιθανά με νέα κατηγοριοποίηση των νέων, με χρήση κινήτρων-αντικινήτρων, για να αυξηθεί ο μέσος όρος συνταξιοδότησης, ενώ θα παρέμβει στο καθεστώς των βαρέων-ανθυγιεινών κα των αναπηρικών συντάξεων. Τέλος, μεγάλο θέμα αποτελούν οι παρεμβάσεις στον χαρακτήρα του συστήματος με την μετατροπή του από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό (σύστημα τριών πυλώνων) και προς αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργήσουν η καθιέρωση της Εθνικής κατώτερης σύνταξης από το 2009 και η αναλογία εισφορών-παροχών που αν εφαρμοστεί θα μειώσει δραστικά τις κατώτερες συντάξεις.
Όλα τα πιο πάνω είναι εκτιμήσεις, αλλά δεν στηρίζονται σε σίγουρες πηγές για την έκταση των αλλαγών, οι οποίες μπορεί να είναι πολύ χειρότερες. Προφανώς θα συνεκτιμηθεί το πολιτικό τοπίο ενώ η ετοιμότητα του συνδικαλιστικού κινήματος και η αποφασιστικότητα του να οργανώσει τους εργατικούς αγώνες θα παίξουν σημαντικό ρόλο.
Εμείς τι πρέπει να κάνουμε:
Α)Να καθορίσουμε ένα πλαίσιο διεκδικήσεων το οποίο από τώρα πρέπει να προβάλουμε στους εργαζόμενους κάτι το οποίο είναι η δική μας απάντηση στο πρόβλημα του ασφαλιστικού. Παραθέτουμε στο τέλος ένα συνολικό πλαίσιο διεκδικήσεων.
Η γνώμη μας είναι ότι πρέπει να το προωθούμε αλλά ταυτόχρονα να μη χάνονται οι κύριοι άξονες των αιτημάτων μας.
Οι προτεραιότητες αφορούν στην υποστήριξη του Δημοσίου και κοινωνικού χαρακτήρα του συστήματος, στη χρηματοδότηση, την ανασφάλιστη εργασία, την κατάργηση των αντιασφαλιστικών διατάξεων που οδηγούν σε διακρίσεις σε βάρος των νέων, τα όρια ηλικίας, τις κατώτερες συντάξεις και τα βαρέα ανθυγιεινά και το ποσοστό αναπλήρωσης (δηλαδή τα σημεία 1-6 του πλαισίου).
Β) Πρέπει άμεσα να ξεκινήσει σχεδιασμένα από τις οργανώσεις η κινητικότητα από τα κάτω με στόχο να δημιουργηθούν προϋποθέσεις αγωνιστικής κινητοποίησης. Πρέπει άμεσα να υπάρξει ένα σχέδιο εξόρμησης σ’ όλη την Ελλάδα με περιοδείες, συσκέψεις, ανοιχτές συγκεντρώσεις, που θα απολήγει σε κεντρικές κινητοποιήσεις το χρονοδιάγραμμα αυτό πρέπει να εκτυλιχθεί στους μήνες Οκτώβρη-Νοέμβρη- Δεκέμβρη, με αιχμή το ασφαλιστικό, αλλά και τα ζητήματα του προϋπολογισμού και το εισοδηματικό. Ιδιαίτερη αξία έχει η εξεύρεση μορφών συσπείρωσης των νέων εργαζομένων που θα πληγούν ιδιαίτερα από τις κυβερνητικές μεθοδεύσεις. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει μέσα στον Οκτώβριο να γίνουν μαζικές διαδικασίες. Να πραγματοποιηθεί συλλαλητήριο στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, αρχές Νοέμβρη (1 ή 5/11) και απεργιακή κινητοποίηση στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη.
Γ) Σχετικά με το διάλογο που επιθυμεί διακαώς η κυβέρνηση, τα συνδικάτα δεν πρέπει να εμπλακούν. Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ενός ειλικρινούς διαλόγου. Η κυβέρνηση όχι μόνο αρνείται την αύξηση της χρηματοδότησης και την σταδιακή επιστροφή των καταληστευθέντων πόρων, αλλά αρνείται να καταβάλει ακόμη και τους νομοθετημένους πόρους. Επιχειρεί να δημιουργήσει κλίμα σύγχυσης και συναίνεσης ώστε να δημιουργήσει τετελεσμένα.
Συνεπώς δεν υπάρχει ούτε η ειλικρίνεια, αλλά ούτε και η φερεγγυότητα για την αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος του ασφαλιστικού. Η συζήτηση πρέπει να γίνει στην κοινωνία. Τα αιτήματά μας θα διατυπωθούν με κάθε ευκρίνεια σε κάθε πλευρά.
Δ) Η μάχη του ασφαλιστικού απαιτεί έντονη ιδεολογικοπολιτική αντιπαράθεση και γι’ αυτό χρειάζεται στήριξη της τακτικής μας με επιχειρήματα που θα αποκαλύπτουν την κυβερνητική πρόκληση περί παλαιών και νέων εργαζομένων προνομιούχων και μη, περί συντηρητικής λογικής των συνδικάτων που αντιστέκονται στις αλλαγές, κ.ά.

ΠΛΑΙΣΙΟ ΘΕΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
1. ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ–ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΗΣΤΕΥΘΕΝΤΩΝ ΠΟΡΩΝ
Δεν μπορούμε να μιλάμε για βιωσιμότητα:
• Εάν δεν επιστραφούν σταδιακά τα αποθεματικά των ταμείων, όπου με πολύ χαμηλό επιτόκιο, την περίοδο 1950 –1980 τα χρησιμοποιούσε το κράτος και τα οποία υπολογίζονται ότι είναι πάνω από 75 δις €.
• Εάν δεν εισπράττονται οι εισφορές, πού με τις επαναλαμβανόμενες ρυθμίσεις ουσιαστικά οι πόροι ή χαρίζονται ή για πολλά χρόνια τους εκμεταλλεύονται οι εργοδότες. Στα 8,2 δις € έφτασαν οι οφειλές προς το ΙΚΑ των ιδιωτών και σε 8,7 δις οι οφειλές του κράτους.
• Εάν δεν αξιοποιούνται οι πόροι σε όφελος των ταμείων και τζιράρονται στην κερδοσκοπία, χρηματιστήριο, ομόλογα υψηλού ρίσκου.
• Εάν το κράτος δεν καταβάλει έστω και τους ελάχιστους θεσμοθετημένους πόρους. (10% επί των αποδοχών των νέων από το 1992 και 1% του ΑΕΠ από το 2003.
Η ενίσχυση της οικονομικής βιωσιμότητας του συστήματος προϋποθέτει:
• Καθιέρωση της τριμερούς χρηματοδότησης με την αναλογία 3/9 Κράτος (10%), 4/9 εργοδότες, 2/9 εργαζόμενοι.
• Πλήρη κάλυψη των υποχρεώσεων των εργοδοτών και των χρεών τους προς το Ι.Κ.Α.
• Σταδιακή επιστροφή των καταληστευθέντων πόρων με τη δημιουργία ενός ειδικού αποθεματικού. Οι πόροι να εξευρεθούν από πρόσθετη φορολογία στις μεγάλες επιχειρήσεις, στις βραχυπρόθεσμες επενδύσεις και στις υπεραξίες που παράγονται από χρηματιστηριακές συναλλαγές, στα πολύ μεγάλα εισοδήματα, στην φορολόγηση της περιουσίας της εκκλησίας.
Οι πόροι που θα προέλθουν από αυτές τις ρυθμίσεις μπορούν να καλύψουν αυτά που χρειάζεται για να αντιμετωπιστεί μακροπρόθεσμα το πρόβλημα του ΙΚΑ (που είναι στο 2,4% του ΑΕΠ) και να καλύψουν τις επιπλέον ανάγκες που απαιτούνται για τις εθελοντικές ενοποιήσεις των ταμείων.

2. ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΓΥΗΣΗ & ΤΗΝ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ-ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΜΕ ΤΟ ΙΚΑ.
Αγωνιζόμαστε και προστατεύουμε τον κοινωνικό και δημόσιο χαραχτήρα ασφάλισης που θα στηρίζεται στην συμμετοχή των εργαζομένων με 6,67%, των εργοδοτών με 13,33 %, με 10% του κράτους όπως από το νόμο προβλεπόταν, αλλά και για όλους τους εργαζόμενους και στην αξιοποίηση των αποθεματικών. Επιπλέον για την επικουρική ασφάλιση απαιτείται εισφορά 3% των εργαζομένων και 3% των εργοδοτών ως ελάχιστη συνεισφορά.
Θα βασίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών με την υποχρεωτική ασφάλιση όλων των εν ενεργεία εργαζομένων και θα εγγυάται:
• Την ανταπόδοση μετά από 35 χρόνια εργασία (10.500), σε σύνταξη (κύρια & επικουρική) που θα ισοδυναμεί τουλάχιστον με έναν μισθό όπως αυτός έχει διαμορφωθεί μέσα από τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων.
• Τα γενικά όρια για όλους που πρέπει να είναι 65 για τους άνδρες- 60 για τις γυναίκες.

Θα έχει έντονα χαρακτηριστικά της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης όπως:
• Κατώτερη σύνταξη (κύρια & επικουρική) όσο τα 25 ημερομίσθια της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.
• Αναπηρικές συντάξεις με 1.500 ένσημα, (των εργατικών ατυχημάτων έστω και με 1 ημέρα ασφάλισης), παραπληγικών, τυφλών, κ.τ.λ.
• Συνταξιοδότηση των γυναικών 5 χρόνια νωρίτερα από τους άνδρες και 10 χρόνια νωρίτερα για όσες έχουν ανήλικο παιδί και διατήρηση του καθεστώτος πρόωρης συνταξιοδότησης.
• Την στήριξη των ειδικών κατηγοριών, βαρέων επικίνδυνων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων και επέκταση τους στο Δημόσιο.
Δεν συζητάμε και δεν διαπραγματευόμαστε λογικές που αναιρούν τον κοινωνικό και δημόσιο χαραχτήρα του ασφαλιστικού συστήματος.

3. ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΜΑΥΡΗ» ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Με τις ανεξέλεγκτες διαστάσεις που λαμβάνει η ανασφάλιστη εργασία, κανένα ταμείο δεν μπορεί να έχει μέλλον. Το 80% των επιχειρήσεων είναι ανέλεγκτες πάνω από 5 χρόνια.
• Ένας στους 4 εργαζόμενους, σύμφωνα με τους πλέον αρμόδιους, δεν είναι καν δηλωμένος στις καταστάσεις του ΙΚΑ. Τα ταμεία στερούνται πάνω από 4 δις € το χρόνο μόνο από αυτό.
• Μεγάλα ποσά στερούνται τα ταμεία από τις λιγότερες ημέρες και χαμηλότερες αποδοχές που οι εργοδότες ασφαλίζουν τους εργαζόμενους.
• Μεγάλες απώλειες έχουν τα ταμεία, από την αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων με την ανάπτυξη των εργολαβιών, των συμβάσεων έργων, των παράνομων δελτίων παροχής υπηρεσιών, την μη εφαρμογή των Σ.Σ.Ε, υπερωριών, «προγραμμάτων» stage κ.λ.π.
Ούτε ένας «αδήλωτος» εργαζόμενος. Ασφάλιση για όλες τις ημέρες και στο σύνολο αποδοχών. Κανένας εργαζόμενος έμμεσα ή άμεσα έξω από το σύστημα.
Κατάργηση της ανασφάλιστης εργασίας, προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να βοηθήσουν η πλήρης ασφαλιστική κάλυψη όλων των οικονομικών μεταναστών, η μηχανογράφηση των ασφαλιστικών ταμείων, η ενίσχυση των ελεγκτικών τους μηχανισμών, η αυστηροποίηση των ποινών για όσους χρησιμοποιούν ανασφάλιστη εργασία, η υποχρεωτική ασφάλιση με δαπάνη του εργοδότη για όσο διάστημα ο εργαζόμενος είναι ανασφάλιστος. Η νομιμοποίηση των μεταναστών. Η ασφάλιση των stage. Επίσης απαιτείται η εμπλοκή των συνδικάτων στον έλεγχο, στην καταγραφή και καταλογισμό των παρανομιών. Όχι πια στις εκάστοτε χαριστικές ρυθμίσεις.

4. ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΓΕΝΕΩΝ–ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ
Εάν το σύστημα δεν βασισθεί στην αλληλεγγύη των γενεών, σύντομα οι γενεές μεταξύ τους θα αντιπαρατεθούν και το μέλλον τους θα γίνει δυσοίωνο.
Με τον 2084/1992 οι νέοι ασφαλισμένοι μετά το 1992 έχουν φορτωθεί όλη την κακοδιαχείριση και την ληστεία των αποθεματικών, με τεράστιες συνέπειες στα δικαιώματά τους:
• Αυξήθηκαν τα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση.
• Καταργήθηκε η βασική διάταξη για συνταξιοδότηση των γυναικών 5 χρόνια ενωρίτερα.
• Καταργήθηκαν βασικές διατάξεις για συνταξιοδότηση (35ετία & 58 ετών, 10.000 & 62 ετών, 10.500 & 55 ετών Βαρέα, κ.τ.λ.).
• Με τον διαφορετικό τρόπο υπολογισμού, μειώθηκαν όλες οι συντάξεις ιδιαίτερα οι πολύ χαμηλές και δεν προσμετρείται ο χρόνος μετά τις 10.500 ημέρες.
Απαιτούμε την κατάργηση των διακρίσεων και την εξίσωση των νέων με αυτές των παλαιών ασφαλισμένων με την κατάργηση όλων των σχετικών αντιασφαλιστικών διατάξεων των νόμων 2084/1992 και 3029/2002.

5. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΙΚΑ.
Σε πλήρη εγκατάλειψη οδηγείται το ΙΚΑ από το περιορισμένο αριθμό μόνιμου προσωπικού (από τις 12448 οργανικές θέσεις υπάρχουν 4500 κενές). Ο έλεγχος των επιχειρήσεων ουσιαστικά καταργήθηκε αφού από τα 13 ελεγκτικά κέντρα μόνο τα 4 λειτουργούν και αυτά με το μισό προσωπικό. Η μηχανογράφηση του μητρώου ασφαλισμένων έμεινε στάσιμη. Οι ασφαλισμένοι ελάχιστα έως καθόλου γνωρίζουν για τα δικαιώματά τους.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για προοπτική χωρίς την αναβάθμιση των υπηρεσιών του ταμείου, με συμβασιούχους και με χιλιάδες εργαζόμενους σε προγράμματα «stage».
Απαιτούμε:
• Την κάλυψη των οργανικών θέσεων από μόνιμο προσωπικό.
• Τον εντατικό έλεγχο όλων των επιχειρήσεων.
• Την μηχανογράφηση του μητρώο ασφαλισμένων όλων των ενσήμων.
• Την δημιουργία Κέντρου Πληροφόρησης των ασφαλισμένων.
Να απαιτήσουμε να γίνουν τα ταμεία μας λειτουργικά, αποτελεσματικά, ελκυστικά και ανοιχτά στους ασφαλισμένους.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ:
(για όλους τους ασφαλισμένους).
• Δεν συζητάμε και δεν δεχόμαστε καμία χειροτέρευση των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, την μείωση των συντάξεων, την αύξηση εργατικών εισφορών. Ζητάμε την κατάργησης των αντιασφαλιστικών διατάξεων των νόμων 1902, 2084, 3029.
• Διεκδικούμε συνταξιοδότηση στα 35 έτη (10.500 ημέρες) ασφάλισης, χωρίς όριο ηλικίας.
• Διεκδικούμε οι κύριες συντάξεις να αναλογούν στο 80% του τελικού μισθού στα 35 έτη ασφάλισης και οι επικουρικές τουλάχιστον στο 20%.
• Διεκδικούμε διατήρηση του καθεστώτος πρόωρης συνταξιοδότησης με ίση μεταχείριση παλαιών και νέων ασφαλισμένων.
• Να διατηρηθούν οι θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών.
• Ειδική μέριμνα για την ασφάλιση των ανέργων.
Διεκδικούμε επιπλέον.
6. Ενίσχυση του δημόσιου κοινωνικού και αναδιανεμητικού χαρακτήρα του Δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος με εγγύηση του κράτους για τις συντάξεις. Διαφωνούμε πλήρως με την προσπάθεια μετατροπής του αναδιανεμητικού συστήματος σε κεφαλαιοποιητικό, που είναι η κυβερνητική πρόθεση, όπως ορίζεται και με την απόπειρα καθιέρωσης της εθνικής κατώτερης σύνταξης. Διαφωνούμε με την εισαγωγή ιδιωτικών σχημάτων κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα στην κοινωνική ασφάλιση.
7. Λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της ανεργίας, την προώθηση της σταθερής και πλήρους απασχόλησης και την απόκρουση της απορρύθμισης της εργασίας ώστε να ισχυροποιηθεί η βάση στήριξης του ασφαλιστικού συστήματος.
8. Κατάργηση των διατάξεων των νόμων που προβλέπουν υποχρεωτικές ενοποιήσεις κύριας και επικουρικής σύνταξης (1902, 2084, 3029, 3371). Διεκδικούμε την σταδιακή μετάβαση σε ένα ενιαίο σύστημα ασφάλισης χωρίς όμως περιορισμούς δικαιωμάτων με εξίσωση προς τα κάτω. Η ενοποίηση πρέπει να είναι εθελοντική. Το ίδιο αφορά και τα επικουρικά ταμεία, εκεί δηλαδή που θα γίνει η μεγαλύτερη επίθεση από την κυβέρνηση.
9. Λήψη πρόσθετων μέτρων προστασίας της μητρότητας και της πατρότητας. Η εγκυμοσύνη να μη θεωρείται ασθένεια. Καθιέρωση γονικής άδειας 2 χρόνια με πληρωμή σε έναν από τους δύο γονείς για την ανατροφή των παιδιών. Πρόσθετα κίνητρα για αντιμετώπιση δημογραφικού. Αύξηση των επιδομάτων γάμου και τέκνων. Διεύρυνση δικτύου παιδικών σταθμών σε όλη την Ελλάδα. Αναγνώριση των τρίτεκνων οικογενειών ως πολυτέκνων.
10. Ενίσχυση του ρόλου των εργαζομένων συνταξιούχων στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, ορισμός διοικήσεων με βάση λίστα που θα προτείνουν οι φορείς με ενισχυμένη πλειοψηφία της αρμόδιας Επιτροπής της Βουλής. Ενισχυμένη παρουσία των εκπροσώπων των εργαζομένων και των συνταξιούχων στα πλαίσια της τριμερούς ή διμερούς συμμετοχής, εισαγωγή νέων οργανωτικών μεθόδων και αξιοποίηση της πληροφορικής στη διοίκηση των οργανισμών. Βελτίωση παροχής υπηρεσιών και ταχύτατη έκδοση των συντάξεων.
11. Ασφαλή αξιοποίηση αποθεματικών με κύριο επενδυτικό εργαλείο τα ειδικά κρατικά ομόλογα συνταξιοδοτικού σκοπού με απευθείας διαπραγμάτευση με το δημόσιο. Σταμάτημα της κερδοσκοπικής διαχείρισης μέσω χρηματιστηρίου.

Θα υπάρξει ειδική συζήτηση για τα θέματα της υγείας, όμως τονίζουμε τη διαφωνία μας με τους όρους που επιχειρεί η κυβέρνηση να ενοποιήσει ή να αφαιρέσει λειτουργίες, όπως είναι η πρωτοβάθμια φροντίδας από τους κλάδους υγείας με στόχο την συνολική υποβάθμιση του συστήματος υγείας χωρίς μάλιστα πρόσθετους πόρους.

8.10.07

Για το ασφαλιστικό, πίσω στο Μάη του 1968

Οι εργαζόμενοι στη Renault διαμαρτύρονται και ζητούν:
Τα άμεσα αιτήματά μας.
1.40-ώρες εργασίας την εβδομάδα χωρίς μείωση μισθών.
2. 1,000f ο min. μισθός
3. Σύνταξη στα 60, στα 55 για τις γυναίκες
4. Πέντε εβδομάδες πληρωμένες διακοπές για τους νέους εργαζόμενους
5. Αναθεώρηση των μέτρων κοινωνικής ασφάλισης
6. Ελεύθερα, ακηδεμόνευτα συνδικάτα

Αυτά γίνονταν πριν 40 χρόνια και φαίνεται πως τίποτα δεν άλλαξε από τότε.
Μ.Κ.

5.10.07

Η αριστερά δύναμη αντίστασης και αλλαγής

Μετά το πολύ καλό και ελπιδοφόρο αποτέλεσμα που πέτυχε η αριστερά στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου θα πρέπει να σκεφτούμε πολύ το τι κάνουμε από εδώ και πέρα.
Η επιτυχία στις εκλογές εξηγείται, σε μεγάλο βαθμό, από το γεγονός ότι τα κοινωνικά κινήματα της τελευταίας περιόδου εκφράστηκαν πολιτικά από τις δυνάμεις που ενεργοποιούνται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Με κορυφαία στιγμή το κίνημα εναντίον της συνταγματικής μεταρρύθμισης. Πράγματι, τόσο στο ιδεολογικό επίπεδο όσο και στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων και των πολιτικών παρεμβάσεων οι δυνάμεις της αριστεράς κατόρθωσαν να έχουν μια καθοριστική παρουσία και να αντισταθούν με αρκετή επιτυχία στα σχέδια της εξουσίας.
Η αριστερά όμως, η δική μας αριστερά, δεν μπορεί να είναι μόνο δύναμη αντίστασης. Πρέπει να γίνει και δύναμη αλλαγής στο ιδεολογικό, το κοινωνικό και το πολιτικό πεδίο. Το αίτημα της αλλαγής κάνει το έργο μας πιο δύσκολο, γιατί θα πρέπει να προσδιορίσουμε το περιεχόμενό της και την εναλλακτική, στο υπάρχον σύστημα, πρότασή μας. Στο βαθμό που δεν υπάρχει τέτοια πρόταση η σύνδεση του κοινωνικού με το πολιτικό παραμένει ατελής. Ακόμα και στην περίπτωση που σε κάποιους χώρους υλοποιείται αυτή η σύνδεση, η έλλειψη συνολικής πρότασης της αφαιρεί την δυναμική που θα μπορούσε να έχει και τελικά την αδρανοποιεί.
Η αριστερά, στην οποία αναφερόμαστε, δεν έχει ακόμα την απαραίτητη κοινωνική γείωση που θα της επιτρέψει να γίνει πέρα από δύναμη αντίστασης και δύναμη αλλαγής. Δύναμη συνολικής αμφισβήτησης και ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου και της λογικής που αυτό υπαγορεύει.
Ας αρχίσουμε με την εξής απλή προβληματική: Ποιες είναι οι βασικές ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν χωρίς αποκλεισμούς, και πώς αυτές οι ανάγκες θα καλυφθούν για το σύνολο του πληθυσμού. Αυτή την τόσο απλή προβληματική, πολλοί, ακόμα και στην καθ' ημάς αριστερά, θα την βρουν απλοϊκή και οπωσδήποτε κατώτερη των προδιαγραφών για μια σοβαρή και βαρύγδουπη αναζήτηση γύρω από την ανάπτυξη, την παγκοσμιοποίηση, το δημόσιο χρέος, τα ελλείμματα, την νομισματική πολιτική και όλα αυτά που μας παγιδεύουν στη λογική του κεφαλαίου και υπαγορεύουν μια ορισμένη ατζέντα επίλυσης των προβλημάτων. Μια ατζέντα που σαλαμοποιεί τα προβλήματα, τα μετατρέπει σε αριθμούς, που τους χειριζόμαστε κατά το δοκούν και τα αντιμετωπίζει με έρευνες αγοράς, για να τα επαναφέρει την παραμονή κάθε εκλογικής αναμέτρησης, με λόγο πομπώδη και ανάλγητο.
Ο λόγος μας για τις βασικές ανάγκες της διατροφής, της στέγασης, της παιδείας, της υγείας, του πολιτισμού του περιβάλλοντος και η ανάλυση των μηχανισμών που οδηγούν στον αποκλεισμό ενός σημαντικού τμήματος του πληθυσμού, θα μας οδηγήσει σε προτάσεις για σημαντικά ζητήματα που έχουν σχέση με την καθημερινότητα των ανθρώπων και με τους μηχανισμούς που οδηγούν στην ανεργία, την ακρίβεια, τη φτώχεια, σε όλα τα μεγάλα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που χαρακτηρίζουν την κοινωνία στην οποία ζούμε. Θα καταλάβουμε όλοι, καθοδηγητές και καθοδηγούμενοι, τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η αγορά οδηγεί στον αποκλεισμό αυτών που δεν έχουν ικανή αγοραστική δύναμη, την ανάγκη υπεράσπισης των δημοσίων αγαθών, τη σχέση του δημοσίου με το ιδιωτικό και άλλα πολλά που όλα μαζί συνθέτουν μια συνολική αριστερή πρόταση.
Μια και πλησιάζουμε στην 15η Οκτωβρίου, που θα αρχίσει να διατίθεται το πετρέλαιο θέρμανσης, στην ίδια τιμή με το πετρέλαιο κίνησης, πώς θα παρέμβει η αριστερά στο πολιτικό πεδίο; Με αναλύσεις για την διαμόρφωση των τιμών, στο πλαίσιο που θα καθορίσει η κυβέρνηση, ή με την υπεράσπιση του στοιχειώδους δικαιώματος για θέρμανση όλου του πληθυσμού στο πλαίσιο μιας συνολικής πρότασης για το ενεργειακό και τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας; Για να μην καταλήξουν χιλιάδες νοικοκυριά στο μαγκάλι, το οποίο βέβαια παραμένει πάντα πολύ γραφικό, γι' αυτούς που εξαγγέλλουν την αλληλεγγύη τους κοντά στο τζάκι κι αγκαλιά στην πολυθρόνα. Η εξουσία εγκαλείται όταν είναι ανίκανη να καλύψει τις βασικές ανάγκες και χάνει την νομιμοποίησή της όταν η κάλυψη των αναγκών κάποιων οδηγεί στον αποκλεισμό, μέσω του μηχανισμού των τιμών, κάποιων άλλων. Γιατί το κράτος, όλοι το λένε, φροντίζει για όλους και υπάρχει για να καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού στο σύνολό του. Αυτό πια, στην προεκλογική περίοδο, το εμπεδώσαμε αρκούντως. Σε κάθε περίπτωση, η εξουσία που παράγει και αναπαράγει ανισότητες και αποκλεισμούς δεν έχει, στην δική μας λογική και στην δική μας θεώρηση της κοινωνίας, λόγο ύπαρξης.
Του Μάκη Καβουριάρη. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 4.10.2007

3.10.07

Πλαίσιο αναφοράς και διεκδίκησης για την 2η ΣΣΕ του Σ.Ε. ΜΟΔ ΑΕ

Με την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού από την Κυβέρνηση, αποκαλύφθηκε η απόσταση λόγων και πράξεων ανάμεσα στις «παροχές» των μπαλκονιών και την μονοδιάστατη οικονομική πολιτική σε βάρος των εργαζομένων και των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων. Όσα αναγκάστηκαν να υποσχεθούν για να εκλεγούν, έρχονται τώρα να τα ζητήσουν πίσω πολλαπλάσια μέσω περισσότερων έμμεσων φόρων οι οποίοι πλήττουν τους εργαζόμενους, με μικρότερες επενδύσεις σε κοινωνικές υποδομές συρρικνώνοντας το ΠΔΕ, με μικρότερες αυξήσεις στους μισθούς από τον πληθωρισμό, με χαμηλότερες κοινωνικές δαπάνες. Από την άλλη, οι πόροι οι οποίοι συλλέγονται από τους εργαζόμενους, παρέχονται υπό τη μορφή διευκολύνσεων προς τους εργοδότες και τους κατέχοντες. Έτσι, η φορολογική κλίμακα μειώνει τους συντελεστές προς όφελος των υψηλών εισοδημάτων αλλά δεν τιμαριθμοποιείται, ο φόρος μεγάλης ακίνητης περιουσίας καταργείται και αντικαθίσταται με ενιαίο φόρο σε όλα τα ακίνητα, μεταρρυθμίζεται το ασφαλιστικό σύστημα με μειωμένες εργοδοτικές εισφορές αλλά με αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και μείωση των συντάξεων. Παράλληλα αντί για κοινωνικές υποδομές, χρηματοδοτούνται «επενδυτικά» σχέδια ιδιωτών με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, τα οποία είτε κατευθύνονται στην απλή κάλυψη λειτουργικών αναγκών των επιχειρήσεων, είτε χρηματοδοτούν - συντηρούν παραδοσιακούς κρατικοδίαιτους κλάδους της οικονομίας. Είναι αλήθεια αυτό που έχει ειπωθεί πως από το κράτος πρόνοιας για τον εργαζόμενο, οδεύουμε, αν δεν έχουμε ήδη φθάσει, σε ένα κράτος πρόνοιας για το Κεφάλαιο.

Οι θέσεις και απόψεις που εξυπηρετεί η κυβέρνηση, επενδύονται με όρους οι οποίοι είναι ψευδεπίγραφοι και απατηλοί. Η “ανταγωνιστικότητα”, η “επιχειρηματικότητα” και η “ανάπτυξη” έρχονται να καλύψουν ιδεολογικά τις πιο πάνω επιλογές ώστε να είναι δυνατόν να περιορισθούν οι αντιδράσεις. Τα επιχειρήματα “ποιος δεν είναι με την ανάπτυξη;”, “ποιος δεν επιθυμεί μια ανταγωνιστική οικονομία;” και παλαιότερα “δεν πρέπει να πετύχουμε τους στόχους της ΟΝΕ;” έρχονται για να μας κάνουν συμμέτοχους και συνενόχους στα μεγαλόπνοα οράματα μιας “νέας Ελλάδας”. Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία παράγει ήδη εδώ και πλέον της δεκαπενταετίας, υπερ-κέρδη τα οποία φυσικά δεν καρπούνται οι εργαζόμενοι που τα παράγουν και οι οποίοι ωθούνται να επιβιώνουν με ελαστικά ωράρια και μισθούς των 400 και 600€. Στο ίδιο διάστημα το εργατικό εισόδημα μειώθηκε απόλυτα και πλέον μέσω του τραπεζικού συστήματος, των ποικίλων μορφών δανείων και της αυξομείωσης των επιτοκίων, πραγματοποιείται η μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου που υπήρξε ποτέ στη χώρα μας, οδηγώντας στη φτώχεια και την υποβάθμιση χιλιάδες οικογένειες.

Η ελληνική οικονομία πράγματι παράγει “ανάπτυξη” η οποία καταγράφεται στους δείκτες. “Ανάπτυξη” όμως η οποία οδηγεί στην εξαθλίωση και περιθωριοποίηση μεγάλων στρωμάτων των εργαζομένων και συνταξιούχων, στην περιβαλλοντική υποβάθμιση και απαξίωση του φυσικού περιβάλλοντος, στην αλόγιστη “αξιοποίηση” και αλλοίωση του τοπίου και τελικά σε μεγάλες περιβαλλοντικές καταστροφές όπου ακολουθούνται από μεγαλεπήβολα σχέδια περεταίρω τσιμεντοποίησης.

Ακόμα, ούτε τις ίδιες της τις ρητές δεσμεύσεις, δεν μπορεί να ικανοποιήσει η κυβέρνηση, στην προσπάθειά της να ασκήσει πολιτική προς όφελος της εργοδοσίας. Για παράδειγμα με την άρνησή της να καταβάλει προς το ΙΚΑ το ποσοστό 1% του ΑΕΠ που της αναλογεί βάσει νόμου, υπέκλεψε από το βασικό ταμείο ασφάλισης των μισθωτών περί τα 3,5 δισ. € μόνο για την 5ετία 2003-2008. Παράλληλα, μέσω επιτροπών “σοφών” και άλλων τυχάρπαστων, επισείει την κατάργηση της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδότησης, την αύξηση των εισφορών και των ορίων ηλικίας με λόγο την “διαφαινόμενη οικονομική αδυναμία των ταμείων” από τα οποία όμως, δεκαετίες τώρα υπεξαιρούσε με τη μορφή άτοκων καταθέσεων ή αγοράς μετοχών και δομημένων ομολόγων για να χρηματοδοτήσει την πολιτική παροχών προς το Κεφάλαιο.

Όλα τα παραπάνω προϊδεάζουν ότι θέση της Κυβέρνησης κατά την διαπραγμάτευση της ΕΓΣΣΕ με την ΓΣΣΕ θα βρίσκεται από την μεριά των εργοδοτικών οργανώσεων και αντίθετη σε πραγματικές αυξήσεις και κοινωνικές παροχές. Εμείς, σε αυτό το πλαίσιο θα κληθούμε να υπερασπιστούμε την 1η και να διεκδικήσουμε στην 2η ΣΣΕ.

M.K.


Η κυβέρνηση ας μείνει μόνη στο μονόλογό της

Η κυβέρνηση δεν θέλει διάλογο. Θέλει μια διαδικασία παρωδία που θα την βοηθήσει να υλοποιήσει την αντιασφαλιστική της πολιτική.

Δεν θέλει συνομιλητές. Θέλει συνενόχους από την εργατική πλευρά στην εφαρμογή αντεργατικών μέτρων.

Όποτε ανακινήθηκε θέμα ασφαλιστικού στην Ελλάδα είτε από την κυβέρνηση της ΝΔ είτε του ΠΑΣΟΚ, οι εργαζόμενοι βγήκαν εξαιρετικά ζημιωμένοι με ένα αρνητικό νομοθετικό πλαίσιο (1902/1990, 2084/1992, 3029/2002).

Η κυβέρνηση δεν θέλει να λύσει το ασφαλιστικό, θέλει να εφαρμόσει πιστά τη δημοσιονομική πειθαρχία με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ. Γι’αυτό το λόγο δεν δεσμεύεται για την εισροή νέων πόρων στο ασφαλιστικό σύστημα.

Ο κ. Αλογοσκούφης μάλιστα προτρέπει τα ταμεία να πουλήσουν μέρος του αποθεματικού τους την ίδια ώρα που έχει συμβάλλει στη διόγκωση της ανασφάλιστης εργασίας, που αρνείται να καταβάλει (στην ουσία κλέβει) νομοθετημένους πόρους ύψους 1,5 δις ευρώ.

Πρόκειται για υποκρισία, για αφερεγγυότητα, για καθαρό εμπαιγμό.

Υπό αυτές τις συνθήκες και μ’αυτές τις προθέσεις το σ.κ. δεν έχει κανένα λόγο να εμπλακεί σ’αυτή τη προσχηματική διαδικασία διαλόγου.

Αντίθετα πρέπει από τώρα να δημιουργήσει ένα διεκδικητικό κίνημα υπεράσπισης και αναβάθμισης της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης και των δικαιωμάτων που εδώ και καιρό προτείναμε χωρίς να εισακουστούμε.

Πρέπει να αγωνιστούμε με βάση τους κεντρικούς στόχους για: γενναία χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, κατάργηση ανασφάλιστης εργασίας, προστασία του δημόσιου χαρακτήρα του, κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών διατάξεων, άρση κάθε διάκρισης μεταξύ παλιών και νέων ασφαλισμένων, επιβολή 35ετίας χωρίς όριο ηλικίας, διατήρηση και επέκταση και στους νέους του καθεστώτος πρόωρης συνταξιοδότησης, την πλήρη αναπλήρωση των μισθών στις συντάξεις, τη γενναία αύξηση των κατωτάτων συντάξεων.

Η ΓΣΕΕ οφείλει να πει όχι στον προσχηματικό διάλογο, να οργανώσει από τώρα τους αγώνες των εργαζομένων, να ακυρώσει τον κυβερνητικό αποπροσανατολισμό, να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση στην ελληνική κοινωνία.

Εμείς σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να νομιμοποιήσουμε με την παρουσία μας αυτή την απαράδεκτη διαδικασία «κοινωνικού διαλόγου».

Δήλωση του Αλέκου Καλύβη Αν.Προέδρου της ΓΣΕΕ στις 3.10.2007

2.10.07

Κλέβουν 1,5 δις απ’ το ΙΚΑ!

Δήλωση του Αλέκου Καλύβη Αν.Προέδρου της ΓΣΕΕ

"Η κυβέρνηση με το προσχέδιο του προϋπολογισμού υπόσχεται ότι θα εφαρμόσει μία ακόμη πιο σκληρή οικονομική και κοινωνική πολιτική.
Περισσότεροι φόροι για τους εργαζόμενους, διαρκής λιτότητα, λιγότερες επενδύσεις, χαμηλότερες κοινωνικές δαπάνες. Αυτά είναι τα «δώρα» και αυτού του προϋπολογισμού για τους εργαζόμενους.
Η πιο κραυγαλέα ίσως ενέργεια της κυβέρνησης είναι η νέα κλοπή 1,5 δις € από το ΙΚΑ, αφού προϋπολογίζει 1,9 δις € για το ΙΚΑ παραβιάζοντας έτσι απροκάλυπτα τις νομοθετικές υποχρεώσεις της που την υποχρεώνουν να δώσει στο ΙΚΑ 3.5 δις €.
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει άλλους τρόπους για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση παρά μόνο την οργάνωση των αγώνων των εργαζομένων, οι οποίοι πρέπει να προετοιμαστούν από τώρα."


Σημείωση:

Η υποχρέωση του κράτους για το 2008, με βάση το νόμο απαιτεί τη χορήγηση πρόσθετων πόρων, ώστε σε μέσα επίπεδα το 2003-2008 να χορηγηθεί 1% ετησίως του ΑΕΠ στο ΙΚΑ.

Υπενθυμίζουμε λοιπόν ότι στους προϋπολογισμούς από 2003 έως 2007 κατατέθηκαν τα κάτωθι ποσά:

ΕΤΟΣ

ΑΕΠ ΣΕ ΕΚΑΤ. €

Τρ. Τιμές προ αναθ.

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΣΕ ΕΚΑΤ. €

ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΕΠ

2003 ΠΡΑΓΜ/ΣΕΙΣ

153045

1373

0,90

2004 ΠΡΑΓΜ/ΣΕΙΣ

168417

1450

0,86

2005 ΠΡΑΓΜ/ΣΕΙΣ

181088

1600

0,88

2006 ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

194902

1700

0,87

2007 ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ

208740

1800

0,86

Πηγές: Εισηγητικές εκθέσεις προϋπολογισμών 2004, 2005, 2006, 2007 (επεξεργασία Γ. Δούκας).

Συνεπώς το 2008 πρέπει να χορηγηθεί στο ΙΚΑ το 1,63% του ΑΕΠ, δηλαδή 3,5 δις, αφού το ΑΕΠ για το 2008 είναι 223 δις €.