31.12.07

Προσθέτει χρόνια ο Σιούφας, κόβει συντάξεις ο Ρέππας

"Μποναμάς" με αύξηση των ορίων ηλικίας και μείωση των συντάξεων περιμένει από την 1.1.2008 χιλιάδες ασφαλισμένους, ιδιαίτερα από τους χώρους των τραπεζών, των ΔΕΚΟ και του δημοσίου, απόρροια της υλοποίησης διατάξεων των Νόμων Ρέππα (3029/02) και Σιούφα (2084/92).

Με βάση τον Νόμο Σιούφα αυξάνεται κατά ένα εξάμηνο το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για όσους συμπληρώνουν τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση δικαιώματος έτη ασφάλισης το 2008. Πρόκειται για τα γνωστά εξάμηνα που προστίθενται σταδιακά τα τελευταία 15 χρόνια σε εφαρμογή του νόμου 2084 του 1992. Η συγκεκριμένη αλλαγή αφορά 7 ομάδες ασφαλισμένων από 7 συνολικά ταμεία κύριας ασφάλισης.
Για παράδειγμα, ασφαλισμένη στο ΤΣΠΕΑΘ, μητέρα ανηλίκου που συμπλήρωσε το 2007 τη 15ετία θα συνταξιοδοτηθεί σε ηλικία 49,5 ετών με βάση το όριο που προβλεπόταν το έτος αυτό.
Επίσης προβλέπεται βάσει του ίδιου νόμου αύξηση των ετών ασφάλισης για συνταξιοδότηση. Πρόκειται και στην περίπτωση αυτή για τα γνωστά εξάμηνα που προστίθενται κάθε χρόνο, σε εφαρμογή του νόμου 2084 του 1992, στα έτη ασφάλισης που απαιτούνται για κάποιον ασφαλισμένο ή ασφαλισμένη προκειμένου να θεμελιωθεί το συνταξιοδοτικό δικαίωμα.


Μείωση συντάξεων 1% κάθε χρόνο

Επίσης από την 1.1.2008 θα "τρέξει" η αλλαγή του υπολογισμού των συντάξεων με βάση τον \Νόμο Ρέππα\. Έτσι μέσα σε μια δεκαετία (από το 2008 έως το 2017) το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων θα φθίνει από το 80% στο 70% (δηλαδή το 2017) και αυτό αφορά τους εργαζόμενους σε ΔΕΚΟ, Τράπεζες και Δημόσιο, ενώ η βάση υπολογισμού της σύνταξης αλλάζει και από τον τελευταίο μισθό θα υπολογίζεται στον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Ετσι για κάποιον ασφαλισμένο που θα συνταξιοδοτηθεί μετά την 1/1/2008, τα έτη ασφάλισης που έχουν συμπληρωθεί μέχρι 31/12/2007 θα υπολογισθούν με βάση ό,τι ισχύει σήμερα, δηλαδή με βάση τον τελευταίο μισθό, και με ποσοστό αναπλήρωσης 80%. Για τα χρόνια που θα συμπληρωθούν μετά την 1/1/2008 σταδιακά σε δέκα χρόνια το ποσοστό αναπλήρωσης μειώνεται από το 80% στο 70%.
Ως αποδοχές πάντοτε για τα έτη μετά την 1/1/2008 λαμβάνονται, για όσους αποχωρήσουν από 1/1/2008 έως 31/12/2012, ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών των μηνών που έχουν διανυθεί μέχρι και τον προηγούμενο μήνα από την υποβολή της αίτησης. Από 1/1/2013 και μετά ο υπολογισμός της σύνταξης θα γίνεται με βάση τις αποδοχές της τελευταίας πενταετίας.

Οι ενοποιήσεις

Το νέο ασφαλιστικό τοπίο από το 2008 διαμορφώνεται κυρίως από τις ενοποιήσεις ταμείων που προβλέπεται να ενταχθούν στο ΙΚΑ ΕΤΕΑΜ σύμφωνα με όσα προβλέπει ο Νόμος Ρέππα που η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει.
Τα περισσότερα από τα ταμεία αυτά είναι ελλειμματικά και η ένταξή τους (χωρίς αναλογιστικές μελέτες) προβλέπεται να επιβαρύνει το ΙΚΑ με περισσότερα από 1 δισ. ευρώ!
Οι ενοποιήσεις αφορούν τα ταμεία ΟΤΕ, Εθνικής Τράπεζας, ΕΤΒΑ, εταιρείας "Η Εθνική" και ΗΣΑΠ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΙΚΑ έχει επιβαρυνθεί ήδη από προηγούμενες εντάξεις (με βάση τις ίδιες διατάξεις) των ταμείων της Αγροτικής, του ΤΑΥΣΟ και του ταμείου της Ιονικής με τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ!
Να σημειωθεί ακόμα ότι ο κατάλόγος της χρέωσης του ΙΚΑ δεν σταματάει εδώ.
Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Οικονομίας \Γ. Αλογοσκούφης\ με επείγουσα τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο επιχειρεί να εντάξει το ταμείο Αλληλοβοήθειας της Alpha Bank στο ΕΤΑΤ και στο ΙΚΑ βασιζόμενος σε μελέτη που υποεκτιμά τις υποχρεώσεις της τράπεζας κατά 1,1 δισ. ευρώ, προκαλώντας ακόμα και την παρέμβαση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας.
Το ταμείο όμως της Alpha δεν είναι το πρώτο που εντάσσεται στο ΕΤΑΤ με υποεκτιμημένες τις υποχρεώσεις του. Έχει προηγηθεί το ταμείο της Εμπορικής, της Αγροτικής, ενώ επίκειται και η ένταξη του ταμείου της Εθνικής που, σύμφωνα με πληροφορίες αντί των 2,2 δισ. ευρώ που οφείλει η τράπεζα, η αναλογιστική μελέτη περιορίζει αυτές τις οφειλές στα 500 εκατ. ευρώ!
Συνολικά από τις υποεκτιμημένες μελέτες για την υπαγωγή των ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΑΤ και στο ΙΚΑ η κυβέρνηση χαρίζει 4 δισ. ευρώ στους τραπεζίτες (ή 2% του ΑΕΠ) φορτώνοντας αντίστοιχα το ΙΚΑ και τον προϋπολογισμό, δηλαδή τους ασφαλισμένους και ιδιαίτερα τους χαμηλοσυνταξιούχους για τους οποίους υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται, κάνοντας λόγο για "ανισότητες και αδικίες".
Του Ανδρέα Πετρόπουλου. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 28.12.2007

24.12.07

Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση

Η μεγάλη επιτυχία της απεργίας και οι εκπληκτικές συγκεντρώσεις των συνδικάτων σε όλη τη χώρα, μας υποχρεώνουν όλους να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό στη διαχείριση αυτού του αγώνα, ο οποίος μπορεί να αποβεί νικηφόρος. Ήδη υπάρχουν τα πρώτα δείγματα μιας κυβερνητικής αμηχανίας. Η κυβέρνηση Καραμανλή αισθάνεται τεράστια πίεση και παρότι προσπάθησε να το αποφύγει, εντούτοις συναντά ένα κλίμα αντιπαράθεσης, αντίστοιχο με αυτό της περιόδου Σημίτη-Γιαννίτση, που οδήγησε την τότε κυβέρνηση σε άτακτη υποχώρηση. Ο κόσμος στις 12/12 βγήκε στους δρόμους, όχι γιατί εξήγγειλε κάτι πολύ συγκεκριμένο η κυβέρνηση, αλλά γιατί το αισθητήριο του και η εμπειρία του, από τις διαδοχικές αντιασφαλιστικές παρεμβάσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, τον έκανε να καταλάβει ότι, η οποιαδήποτε ανακίνηση του ασφαλιστικού γίνεται τελικά σε βάρος του.
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε απομόνωση, αφού με την τακτική της πρόκλησης σύγχυσης, των διαρροών, των μισόλογων και της επιλεκτικής επίθεσης σε ορισμένες κατηγορίες, στο όνομα των υπερβολών και των αδικιών, πέτυχε ακριβώς το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα: να τους βάλει όλους απέναντι της.
Σήμερα, η κυβέρνηση και τα διάφορα παπαγαλάκια, επιχειρούν να προκαλέσουν εφησυχασμό, μιλώντας για ήπια σενάρια. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να πέσουν σ' αυτή την παγίδα, που δίνει χρόνο στην κυβέρνηση, να ανασυνταχθεί και να προχωρήσει σε αιφνιδιασμό. Τα συνδικάτα πρέπει να συμβάλλουν με αποφάσεις τους στην συνέχιση του αγώνα, με νέο απεργιακό βήμα στα τέλη Γενάρη ή αρχές Φλεβάρη και να πολλαπλασιάσουν τις δράσεις για την ενημέρωση των εργαζομένων και την ενεργοποίηση τους στους τόπους δουλειάς και κατοικίας. Καθοριστικό στοιχείο επιτυχίας θα είναι η συγκρότηση ενός ευρύτατου κοινωνικού μετώπου εργαζομένων, επιστημόνων, δημοσιογράφων, επαγγελματοβιοτεχνών, αγροτών, το οποίο θα συντονίζεται αγωνιστικά με ένα κοινό πλαίσιο, που θα αφορά τους γενικούς άξονες για ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Με επιθετικούς στόχους το κίνημα

Το συνδικαλιστικό κίνημα, ακόμη και στη θεωρητική περίπτωση που η κυβέρνηση έκανε πίσω και δεν προωθούσε κανένα μέτρο, δε θα ήταν ευχαριστημένο. Θα ήταν μια μερική νίκη. Διότι, ναι μεν δε θα είχαμε καμία επί πλέον νομοθετικού χαρακτήρα επιδείνωση, όμως θα παραμέναμε σε ένα πλαίσιο, που καθορίζεται από τους αντιασφαλιστικούς νόμους \Σιούφα\ και \Ρέππα\, το οποίο συνεχίζει τη διαχρονική επιδείνωση των ασφαλιστικών όρων και δικαιωμάτων. Θα διαιωνιζόταν ένα πλαίσιο υποχρηματοδότησης και υπονόμευσης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Θα συνεχιζόταν επίσης μια κατάσταση κοινωνικής ελλειμματικότητας, αφού οι συντάξεις της πλειονότητας των εργαζομένων, θα παρέμεναν σε εξευτελιστικά χαμηλά επίπεδα.
Οι στόχοι μας πρέπει να είναι επιθετικοί και όχι μόνο αμυντικοί. Αυτό εξασφαλίζεται από το πλαίσιο της ΓΣΕΕ (διακήρυξη της ΓΣΕΕ για την απεργία), το οποίο με σαφήνεια συγκρούεται με το νομοθετικό πλαίσιο Σιούφα-Ρέππα και το οποίο ορισμένες δυνάμεις θα ήθελαν να αποδομήσουν.
Έχει αξία να σταθούμε λίγο στο νόμο Ρέππα, τον οποίο μερικοί παρά την αρχική τους συστολή αρχίζουν τελικά να εκθειάζουν.
Υπενθυμίζουμε ότι, στις τότε διαδικασίες διαμόρφωσης του νόμου Ρέππα, η ΑΔΕΔΥ είχε διαφωνήσει, όπως και η ΓΣΕΕ, η οποία μάλιστα με πλειοψηφία (Αυτόνομη Παρέμβαση-ΠΑΜΕ-ΔΑΚΕ), είχε προκηρύξει 24ώρη απεργία, παρά την αντίθεση της ΠΑΣΚΕ.
Ο νόμος Ρέππα ήταν ο συμβιβασμός, στον οποίο κατέληξε η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ με την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ, μετά τη σύγκρουση επί υπουργίας του κ. \Γιαννίτση\. Ένας συμβιβασμός απαράδεκτος, τον οποίο καταγγείλαμε και τον οποίο επωμίστηκε ο τέως πρόεδρος της ΓΣΕΕ, ο οποίος μάλιστα επαίρεται γι' αυτό.
Η ηγεσία της ΠΑΣΚΕ δέχτηκε τότε να ανταλλάξει μια προσωρινή και επισφαλή εξαίρεση του ΙΚΑ, από μια περαιτέρω υποβάθμιση, αποδεχόμενη όμως μείωση των συντάξεων, σε μια μεγάλη κατηγορία εργαζομένων (περίπου 700.000), καθώς επίσης την εισαγωγή της λειτουργίας της ιδιωτικής ασφάλισης και τη διαδικασία των υποχρεωτικών ενοποιήσεων.

Πού οδηγεί ο νόμος Ρέππα

Στην ουσία και πιο αναλυτικά, ο απαράδεκτος τότε συμβιβασμός της ΠΑΣΚΕ οδήγησε:
1. Στην υιοθέτηση από μερίδα του συνδικαλιστικού κινήματος των αντιασφαλιστικών διατάξεων του νόμου Σιούφα, ιδίως με τις κατηγοριοποιήσεις μεταξύ των ασφαλισμένων, που αφορούν και στο ΙΚΑ.
2. Στη νομιμοποίηση της διαδικασίας αποχαρακτηρισμού των βαρέων και ανθυγιεινών.
3. Στη μείωση από 1/1/2008 των συντάξεων του Δημοσίου, ΔΕΚΟ-Τραπεζών, η οποία στην κατάληξη της οδηγεί σε 12,5% μείωση των συντάξεων. Το απαράδεκτο είναι να βάζει το συνδικάτο την υπογραφή του σε μειώσεις συντάξεων, έστω και αν είναι ένα ευρώ. Το επιχείρημα ότι αυξήθηκε η σύνταξη των ασφαλισμένων μετά το 1992 στο 70% από 60% είναι άτοπο, διότι η εφαρμογή αυτού του μέτρου αρχίζει από το 2025 (μπορεί να μην υπάρχει καν η διάταξη αυτή τότε), ενώ η μείωση των συντάξεων αρχίζει από το 2008.
4.Στην υποχρεωτική ενοποίηση κύριας και επικουρικής ασφάλισης. Ιδιαίτερα για την επικουρική ασφάλιση, δίνεται η ευχέρεια στον εκάστοτε υπουργό, να αλλάζει όλους τους όρους χωρίς νέα νομοθετική ρύθμιση, ενώ υποχρεώνει τα επικουρικά ταμεία ή να ομαδοποιηθούν ή να ενταχθούν εντός 18 μηνών στο ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ. Να ενταχθούν δηλαδή σε ένα ταμείο φάντασμα το οποίο έχει έλλειμμα 6 δισ. ευρώ.
5. Στην εισαγωγή του ατομικού κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην ασφάλιση με τα επαγγελματικά ταμεία, με τα οποία οι νεοφιλελεύθεροι θέλουν να υποκαταστήσουν την επικουρική ασφάλιση και να αποτελέσουν το δεύτερο πυλώνα της ασφάλισης.
Τέλος, και εξαιρετικά σημαντικό είναι ότι, διατηρήθηκε η υποχρηματοδότηση του ΙΚΑ, αφού το 1% του ΑΕΠ δεν αρκεί, ενώ είναι λιγότερο από την κρατική συνεισφορά κατά 3/9 των εισφορών, που διεκδικεί το κίνημα. Σημειωτέον ότι, ταυτόχρονα καταργήθηκε η υποχρέωση του κράτους να χορηγεί το 10% του μισθού για κάθε ασφαλισμένο μετά το 1993. Την ανεπάρκεια αυτής της χρηματοδότησης ομολόγησε, εκ των υστέρων, η ίδια η ΓΣΕΕ, αφού σύμφωνα με μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, εκτιμάται ότι η αναγκαία χρηματοδότηση στο ΙΚΑ, πρέπει να ισοδυναμεί με 2,5% του ΑΕΠ.
Συμπερασματικά λοιπόν, το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να έχει καθαρά στο στόχαστρο του, τους νόμους Ρέππα και Σιούφα και να ζητά την αντικατάσταση αυτού του απαράδεκτου νομοθετικού πλαισίου, με βάση τις διεκδικήσεις του. Οποιαδήποτε παραβίαση αυτής της λογικής, παγιδεύει το συνδικαλιστικό κίνημα και υπονομεύει αυτόν τον μεγάλο αγώνα που εκτυλίσσεται. Άλλωστε, όπως θα έλεγαν και οι πρόγονοι μας: "το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού", και η σοφία μας χρειάζεται πολύ σ' αυτή τη φάση.
Του Αλέκου Καλύβη, Αναπληρωτή προέδρου της ΓΣΕΕ. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 23.12.2007

10.12.07

Γενική Απεργία στις 12 Δεκεμβρίου 2007

Η φορολογική μεταρρύθμιση της ΝΔ και η εναλλακτική πολιτική της Αριστεράς

Κεντρική υπόσχεση του νεοφιλελευθερισμού είναι η μείωση της φορολογίας για όλους. Για τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους η φορολογία κατανοείται ως περιορισμός της ελευθερίας και της ατομικής επιλογής ως προς τη διάθεση των ατομικών εισοδημάτων. Αντίστροφα, η χαμηλή φορολογία θεωρείται παράγοντας ανταγωνιστικότητας, ανάπτυξης και ευημερίας.
Η Ν.Δ. έκανε κεντρική προεκλογική της υπόσχεση τη μείωση της φορολογίας, ήδη από τις εκλογές του 2004. Υιοθέτησε την πολιτική υπέρ του λεγόμενου "επίπεδου φόρου" (flat tax), την ύπαρξη, δηλαδή, ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, περιορίζοντας έτσι την προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος.
Πράγματι, ένα από τα πρώτα μέτρα, που πήρε αμέσως μετά τις εκλογές η κυβέρνηση, ήταν η μείωση των συντελεστών φορολόγησης των κερδών από 35% σε 25%. Ακολούθησαν μια σειρά από απλόχερες φοροαπαλλαγές διαφόρων κοινωνικών ομάδων με τις κυριότερες να είναι υπέρ της εκκλησίας. Στη συνέχεια, έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τα φυσικά πρόσωπα από 33% στο 25% (για εισοδήματα 12.000 έως 30.000 ευρώ) που θα ολοκληρωθεί ως το 2009.
Για να αμβλύνει τις εντυπώσεις, αύξησε το αφορολόγητο όριο στις 12.000 ευρώ από 10.000 ευρώ που το παρέλαβε το 2004. Επίσης, κράτησε προς το παρόν τους φορολογικούς συντελεστές στο 35% για εισοδήματα από 33.000 μέχρι 75.000 ευρώ και στο 40% από 70.000 ευρώ και πάνω.
Το νεοφιλελεύθερο όραμα και η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα
Με αυτές τις εξαιρέσεις πάντως το "όραμα" της Ν.Δ. για έναν ενιαίο και χαμηλό συντελεστή έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Είναι γεγονός ότι η πολιτική της κυβέρνησης υλοποιήθηκε χωρίς αντιστάσεις. Άλλωστε, ποτέ και πουθενά δεν υπήρξαν κοινωνικές αντιστάσεις στις μειώσεις φόρων.
Η φορολογική πολιτική της Ν.Δ. μπορεί να απέφυγε τις μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις, προσέκρουσε όμως στις "ξέρες" της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και στις δικές της ενδογενείς αντιφάσεις. Διότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική από τη μια θέλει να στηρίξει τα κοινωνικά στηρίγματά της, μειώνοντας τους φόρους στις επιχειρήσεις και τα ανώτερα μεσαία στρώματα. Από την άλλη, όμως, και το νεοφιλελεύθερο κράτος έχει ανάγκη από ανθηρά έσοδα.
Ειδικότερα, όμως, στη χώρα μας τα δημόσια οικονομικά πάσχουν από ένα τεράστιο δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με πολύ χαμηλά φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επίσης, το φορολογικό σύστημα χαρακτηρίζεται από μεγάλες ανισότητες, διάχυτη φοροδιαφυγή, αναποτελεσματικότητα και φαινόμενα διαφθοράς του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Η πολιτική της Ν.Δ. δεν προσανατολίστηκε στην αντιμετώπιση κάποιου από αυτά τα χρόνια και διαρθρωτικά προβλήματα. Αντίθετα, με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και τις απλόχερες φοροελαφρύνσεις ήρθε σύντομα σε σύγκρουση με την πραγματικότητα.
Πράγματι, τον Απρίλιο του 2005 η κυβέρνηση, βλέποντας τα έσοδα να βουλιάζουν, προχώρησε στην αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ κατά μια ποσοστιαία μονάδα καθώς και άλλων έμμεσων φόρων. Η υπόσχεση της Ν.Δ. για φορολογική ελάφρυνση όλων αποδείχθηκε μια απάτη αφού, για να μην καταρρεύσουν τα έσοδα, μετά τη μείωση της φορολογίας στα κέρδη και τα μερίσματα, έπρεπε το έλλειμμα να καλυφθεί με αύξηση των έμμεσων φόρων.
Η μεγάλη όμως πρόσκρουση της κυβέρνησης της Ν.Δ. στην πραγματικότητα γίνεται με τον προϋπολογισμό του 2008. Το ιδιαίτερο γνώρισμα του προϋπολογισμού του 2008, η μοναδική καινοτομία του, είναι ότι αυτός για να "ισορροπήσει" απαιτεί αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 6,2 δισ. ευρώ ή 12,9% σε σχέση με το 2007.
Δεδομένου ότι το εθνικό εισόδημα αναμένεται να αυξηθεί κατά 7%, η απαίτηση για αύξηση των φόρων κατά σχεδόν 13% συνιστά μια τεράστια υπερφορολόγηση. Το γεγονός τέλος ότι όλη η αύξηση αυτή πλήττει τα ήδη υπερφορολογούμενα στρώματα της κοινωνίας, καθιστά την "πρόσκρουση" αυτή και επώδυνη και ηχηρή.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι με τον προϋπολογισμό του 2008 ολοκληρώνεται και η "φορολογική μεταρρύθμιση" της Ν.Δ., η στιγμή είναι κατάλληλη για να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση των αποτελεσμάτων της.
Τα αποτελέσματα της φορολογικής μεταρρύθμισης της Ν.Δ.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τη φορολογική πολιτική της επιτυγχάνεται η ανάπτυξη, βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα και 3 εκατομμύρια Έλληνες δεν πληρώνουν καθόλου φόρο.
Όμως, τα 3 αυτά εκατομμύρια, που δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος είναι αυτά που αναλογικά πλήττονται βαρύτερα από τους έμμεσους φόρους που η κυβέρνηση τους αυξάνει. Ακόμη και ένας χαμηλόμισθος ή χαμηλοσυνταξιούχος των 700 ευρώ πληρώνει (αφανώς) τουλάχιστον 100-140 ευρώ το μήνα, με διάφορους έμμεσους φόρους. Σε ό,τι αφορά την αύξηση του ΑΕΠ, αυτή ήταν ισχυρή και μάλιστα ισχυρότερη και πριν από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Σε ό,τι αφορά, τέλος, την ανταγωνιστικότητα η επιδείνωσή της δεν ανακόπηκε, όπως πιστοποιεί η διεύρυνση του εμπορικού ισοζυγίου.
Η αλήθεια είναι ότι τα αποτελέσματα της πολιτικής της Ν.Δ. αποδεικνύονται αρνητικά τόσο στο επίπεδο των συνολικών εσόδων του κράτους όσο και στο επίπεδο της κατανομής των φορολογικών βαρών και σ' εκείνο της προοπτικής
α) Υστέρηση φορολογικών εσόδων του κράτους
Το 2005, για το οποίο υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία, τα φορολογικά έσοδα στην Ε.Ε. ήταν το 27,2% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ήταν το 21,2%. Σε απόλυτα μεγέθη, αυτή η διαφορά αντιστοιχεί σε μια υστέρηση των φορολογικών εσόδων στη χώρα μας της τάξης των 15 δις ευρώ. Δεδομένου του υψηλού δημόσιου χρέους, των υψηλών στρατιωτικών δαπανών, αλλά και του ελλείμματος σε υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες, η χώρα μας θα έπρεπε να διαθέτει υψηλότερα φορολογικά έσοδα σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε. για να ανταποκριθεί σ' αυτές τις αυξημένες ανάγκες. Αλλά ισχύει το αντίθετο. Αυτό οφείλεται στην τεράστια φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, στη δομή δηλαδή και την αναποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος.
Η πολιτική της Ν.Δ. επιδείνωσε το πρόβλημα αυτό, αφού, παρά την αύξηση διάφορων φόρων καθώς και των συντελεστών του ΦΠΑ κατά μία ποσοστιαία μονάδα και παρά τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν ανέκαμψαν. Αντίθετα, έμειναν στάσιμα.
β) Διεύρυνση των φορολογικών ανισοτήτων
Ένα δεύτερο αποτέλεσμα της φορολογικής μεταρρύθμισης της Ν.Δ. είναι η σοβαρή διεύρυνση των φορολογικών ανισοτήτων
Η σχέση έμμεσων-άμεσων φόρων επιδεινώθηκε υπέρ των έμμεσων φόρων. Το 2008 οι έμμεσοι φόροι διαμορφώνονται στο 59,7% του συνόλου των φόρων, όταν το 2004 ήταν 58,3%.
Μια άλλη όψη των αποτελεσμάτων της πολιτικής της κυβέρνησης είναι η αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στους φόρους από φυσικά πρόσωπα και τους φόρους από νομικά πρόσωπα. Μεταξύ 2004 και 2008 οι φόροι φυσικών προσώπων αυξάνουν από 7,6 δις σε 10,8 δισ. ευρώ ή 42%. Την ίδια περίοδο, οι φόροι από νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) μένουν στάσιμοι (4.860 εκ. ευρώ το 2004, 4.865 εκ. ευρώ το 2008) παρά τη μεγάλη αύξηση των κερδών.
Με τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης διαιωνίζεται έτσι η διαχρονικά υψηλή φορολόγηση των εισοδημάτων από εργασία στη χώρα μας (σε σχέση με την Ε.Ε.) και η αντίστοιχα χαμηλή φορολόγηση των εισοδημάτων του κεφαλαίου. Χαρακτηριστική είναι επίσης η υποφορολόγηση της συσσωρευμένης περιουσίας στη χώρα μας. Οι φόροι επί της συσσωρευμένης περιουσίας όχι μόνο είναι πολύ χαμηλότεροι στη χώρα μας, αλλά και μειώνονται από το 2000 και μετά, όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνουν (για εκτενέστερη ανάλυση και τεκμηρίωση, βλ. τη Γραπτή Εισήγηση Γ. Δραγασάκη για τον Προϋπολογισμό έτους 2008 και ειδικότερα τους πίνακες Β1 -10, στην ηλεκτρονική Δ/νση: www.dragasakis.gr).
γ) Μοχλός συντηρητικής αναδιάρθρωσης της κοινωνίας
Η φορολογική μεταρρύθμιση της Νέας Δημοκρατίας δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον. Οι κίνδυνοι αυτοί θα γίνουν ασφυκτικοί σε περίπτωση κάμψης των ρυθμών ανάπτυξης ή και ύφεσης, προοπτική που θα ήταν ανεύθυνο να αποκλειστεί. Βεβαίως, η υστέρηση των εσόδων (ως ποσοστό του ΑΕΠ) ασκεί πιέσεις ήδη από σήμερα, και ενδεικτική από την άποψη αυτή είναι η φοροεπιδρομή την οποία προδιαγράφει ο προϋπολογισμός για το 2008, όπως ήδη σημειώσαμε.
Επίσης, τα χαμηλά φορολογικά έσοδα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) δεν επιτρέπουν τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Έτσι, η εξυπηρέτηση του υψηλού δημόσιου χρέους απορροφά ένα μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων (4,3% του ΑΕΠ το 2008) που είναι το μεγαλύτερο σε όλη την Ε.Ε.
Τα αποτελέσματα της ακολουθούμενης πολιτικής, δηλαδή το υψηλό δημόσιο χρέος και τα χαμηλά κρατικά έσοδα, χρησιμοποιούνται στη συνέχεια ως άλλοθι για την υποχρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους και για τη διεύρυνση των ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή για την εμβάθυνση και τη διεύρυνση των νεοφιλελεύθερων μετασχηματισμών στο κράτος και την κοινωνία. Το επιχείρημα "τόσα έχουμε τόσο δίνουμε" ή η συχνή επίκληση της "αντοχής της οικονομίας", δεν πρέπει να υποτιμάται. Είναι ανάγκη να αποκρουσθεί με όρους ιδεολογικούς, αλλά και πολιτικούς, στη βάση δηλαδή μιας εναλλακτικής πολιτικής.

Εναλλακτικές πολιτικές

(i) Η αντίληψή μας για τα "έσοδα του κράτους". Το ζήτημα των εσόδων του κράτους δεν είναι εισπρακτικό ζήτημα, αλλά ένας κόμβος μεγάλων αναδιαρθρώσεων, όπως ήδη σημειώσαμε.
Το ζήτημα των εσόδων του κράτους, στη δική μας αντίληψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική ανταποδοτικότητα των εσόδων αυτών. Το θέμα δεν είναι απλώς "πώς να αυξήσουμε τα έσοδα", αλλά πώς να στηρίξουμε το κοινωνικό κράτος, πώς να αυξήσουμε τη χρηματοδότηση της παιδείας και της υγείας, πώς να βελτιώσουμε άμεσα τις χαμηλές συντάξεις, πώς να ενισχύσουμε τα προκλητικά χαμηλά επιδόματα ανεργίας και την ασφαλιστική κάλυψη των ανέργων, πώς να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης. Το ζήτημα των εσόδων συνδέεται, συνεπώς, με την ανασυγκρότηση συνολικά του κράτους και με την εφαρμογή μιας πολιτικής που θα διασφαλίζει αυτήν ακριβώς την κοινωνική ανταποδοτικότητα.
Το ζήτημα των εσόδων επίσης, δεν είναι ο παθητικός κρίκος αυτής της σχέσης των εσόδων με το κοινωνικό αποτέλεσμα. Το αναδιαρθρωτικό στοιχείο δεν υπάρχει μόνο στο πού πηγαίνουν τα έσοδα. Η αναδιαρθρωτική σημασία των εσόδων ενυπάρχει και στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται αυτά τα έσοδα, στο ποιοι πληρώνουν γι' αυτά και στο από ποιες πηγές προέρχονται.
Και επειδή τα δυο κρίσιμα προβλήματα της εποχής μας είναι οι διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες και η καταστροφή του περιβάλλοντος, το ερώτημα που τίθεται είναι: Μπορεί μια πολιτική αύξησης των εσόδων να καθιστά ταυτόχρονα και την κατανομή τους δικαιότερη; Και δεύτερον, μπορεί μια πολιτική εσόδων να δρα "οικολογικά"; Μπορούμε δηλαδή να αυξήσουμε τα έσοδα με τρόπο ώστε να παράγουμε μια οικολογική προστιθέμενη αξία;
Τα διλήμματα αυτά πρέπει και, κατά τη γνώμη μας, μπορούν να επιλυθούν σε θετική κατεύθυνση.
Ναι, οι δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και την κοινωνική ασφάλιση μπορούν να αυξηθούν με τρόπο υγιή, χωρίς, δηλαδή, αυτό να οδηγεί σε αύξηση του δημόσιου χρέους, με μια πολιτική που θα στηριχθεί στην αύξηση τόσο των φορολογικών όσο και των μη φορολογικών εσόδων.
Ναι, τα έσοδα μπορούν να αυξηθούν σημαντικά και ταυτόχρονα η κατανομή τους να γίνει δικαιότερη, αν διευρυνθεί η φορολογική βάση προς περιοχές πλούτου και πηγές εισοδημάτων που σήμερα αποφεύγουν τη φορολόγηση ή νομότυπα απαλλάσσονται απ' αυτήν.
Ναι, η οικολογική διάσταση μπορεί και πρέπει να μπει μέσα στο φορολογικό σύστημα με τρόπο όμως μελετημένο και διαφανή, έτσι ώστε οι πράσινοι φόροι να είναι και δίκαιοι φόροι.
(ii) Πολιτικές για την ανάκαμψη των μη φορολογικών εσόδων. Τα τελευταία χρόνια τα έσοδα του κράτους τείνουν να εξαρτώνται αποκλειστικά από τη φορολογία. Συγκεκριμένα τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό των τακτικών εσόδων, αυξάνουν από 92,5% το 2003 σε 94,1% το 2008.
Τα μη φορολογικά έσοδα μπορούν να αποτελούν μια ουσιαστική πηγή τακτικών εσόδων.
Μια πρώτη πηγή τέτοιων εσόδων μπορεί να είναι τα διανεμόμενα κέρδη (μερίσματα) κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων. Αυτό προϋποθέτει μια πολιτική που θα βάλει τέλος στην ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων, θα επιδιώξει την αναβάθμιση και την ανασυγκρότηση, εισάγοντας νέα μοντέλα δημόσιας επιχειρηματικότητας. Αν και το θέμα δεν είναι στενά ταμειακό, πρέπει να σημειωθεί ότι σε μεσοπρόθεσμη βάση τα έσοδα από μερίσματα μπορούν και από ταμειακή άποψη να είναι πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με το εφάπαξ έσοδο από ενδεχόμενη ιδιωτικοποίηση μιας κερδοφόρας επιχείρησης όπως ΟΠΑΠ, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ΟΤΕ κλπ. Μέρος μάλιστα των εσόδων αυτών μπορεί να δεσμεύεται σε ειδικό λογαριασμό υπέρ ενός αποθεματικού για μελλοντικές ανάγκες της κοινωνικής ασφάλισης.
Δεύτερη πηγή αύξησης των μη φορολογικών εσόδων μπορεί να αποτελέσει μια πολιτική αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, κινητής και ακίνητης, καθώς και των δικαιωμάτων από διάφορες αδειοδοτήσεις. Μέρος μάλιστα των πόρων από την αξιοποίηση της ακίνητης, ειδικότερα, περιουσίας μπορεί να δεσμεύεται υπέρ μιας πολιτικής απαλλοτρίωσης ιδιωτικών εκτάσεων, αναπλάσεων και αναβάθμισης περιοχών, για τη δημιουργία ελεύθερων χώρων, εστιών πρασίνου και δημόσιων υποδομών.
Τρίτη πηγή αύξησης των διαθέσιμων πόρων, σημαντική μάλιστα, μπορεί να αποτελέσει η αναδιάρθρωση των δαπανών, η περιστολή της σπατάλης και η βελτίωση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δαπανών.
Από τις ανωτέρω πηγές μπορούν να προκύψουν σημαντικά οφέλη και με την έννοια των ταμειακών εσόδων αλλά και με την έννοια της εξοικονόμησης πόρων, οικονομικών και ανθρώπινων, που θα μπορούσαν να διατεθούν για την ικανοποίηση αναγκών της κοινωνίας.
(iii) Για ένα αποτελεσματικό, οικολογικό και κοινωνικά δίκαιο φορολογικό σύστημα. Υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες για αύξηση των φορολογικών εσόδων, λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και της μεγάλης φοροαποφυγής. Συγκεκριμένα:
1) Πρώτα πρώτα υπάρχουν μορφές κερδών και πλούτου στη χώρα μας που δε φορολογούνται καθόλου, όπως π.χ. τα κέρδη από τις επενδύσεις σε μετοχές και σε άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όταν σε άλλες χώρες συνιστούν μια σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων (με τη μορφή του capital gain tax).
2) Διεθνώς, τα μερίσματα υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος ο οποίος μάλιστα ανέρχεται από 15% (Βέλγιο) έως και 43% (Δανία). Στη χώρα μας ο αντίστοιχος φόρος είναι μηδέν.
3) Σημαντική υστέρηση, επίσης, παρουσιάζουν στη χώρα μας οι φόροι επί της συσσωρευμένης περιουσίας. Στη χώρα μας αποτελούν το 1,6% του ΑΕΠ όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσεγγίζουν το 3%.
4) Στη χώρα μας υπάρχουν ειδικά φορολογικά καθεστώτα τα οποία θεσπίστηκαν σε άλλες εποχές και τα οποία σήμερα πρέπει να επανεξεταστούν. Τέτοιες περιπτώσεις είναι το ειδικό φορολογικό καθεστώς που διέπει τους εφοπλιστές και τα πλοία, καθώς και το ειδικό φορολογικό καθεστώς που διέπει τις εμπορικού χαρακτήρα δραστηριότητες της Εκκλησίας και των ιδρυμάτων της.
Η πρότασή μας είναι ότι τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα και γενικότερα όλες οι φοροαπαλλαγές πρέπει να επανεξεταστούν ως προς τη σκοπιμότητά τους από μηδενική βάση.
5) Τέλος, οι λεγόμενοι πράσινοι φόροι, πέρα και ανεξάρτητα από το εισπρακτικό τους αποτέλεσμα, αποτελούν ένα μέσο πολιτικής που η οικολογική κρίση καθιστά αναγκαίο, στο πλαίσιο βεβαίως ολοκληρωμένων πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος. Είμαστε αντίθετοι με προσπάθειες που επιδιώκουν την αξιοποίηση της οικολογικής διάστασης με τρόπο προσχηματικό για εισπρακτικούς και μόνο λόγους. Αποδεκτοί πράσινοι φόροι είναι εκείνοι που παράγουν ένα ορατό οικολογικό αποτέλεσμα και ταυτόχρονα καθιστούν το φορολογικό σύστημα κοινωνικά δικαιότερο.
6) Οι διαστάσεις της φοροδιαφυγής στη χώρα μας είναι τεράστιες. Όμως, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, ως μέρος μιας στρατηγικής που θα καθιστά το φορολογικό σύστημα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο. Ακριβώς γι' αυτό μια φορολογική μεταρρύθμιση στις παραπάνω γραμμές, καθιστώντας το σύστημα πιο δίκαιο, συνιστά μια θεμελιώδη προϋπόθεση και για τη χάραξη μιας πολιτικής που να αντιμετωπίζει αποφασιστικά και τη φοροδιαφυγή.
Εναλλακτικές, συνεπώς, προτάσεις και υπάρχουν και μάλιστα συγκροτούν μια συνολική πολιτική. Μια πολιτική που δίνει στήριξη και προοπτική σε πολλά από τα αιτήματα των εργαζομένων και των κινημάτων. Ταυτόχρονα, όμως, η δύναμη αυτής της εναλλακτικής πολιτικής είναι συνάρτηση του βαθμού στον οποίο η ίδια θα γίνει στόχος διεκδίκησης και πάλης των συνδικάτων και των κινημάτων.

Του Γιάννη Δραγασάκη. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 9.12.2007

Συνέχεια για το ασφαλιστικό

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. προχωράει στην αλλαγή του ασφαλιστικού με στόχο την περαιτέρω μείωση του κόστους της εργασίας και των δημοσίων δαπανών, μέσω των οποίων τα σύγχρονα κράτη ασκούν την κοινωνική τους πολιτική. Οι στόχοι αυτοί αποτελούν την πιο ακραία εκδήλωση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η οποία θεωρεί το έμμεσο κόστος εργασίας, που αντιπροσωπεύουν οι εισφορές για την συνταξιοδότηση των εργαζομένων, και τις δημόσιες δαπάνες για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής ως μη παραγωγικά έξοδα της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Γι' αυτό και συνδέει τα μέτρα, που προτείνει για το ασφαλιστικό, με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Την καπιταλιστική εννοείται ανάπτυξη, στην οποία έχουν θέση και λόγο ύπαρξης μόνο το κόστος και μόνο οι δαπάνες που παράγουν υπεραξία. Και ως γνωστό οι συντάξεις γήρατος, αναπηρίας και θανάτου δεν παράγουν υπεραξία.
Επειδή όμως δεν είμαστε πια στον 19ο αιώνα και επειδή πολύ αίμα χύθηκε για τη ζωή στην εργασία και μετά την εργασία, κάποια κοινωνική πολιτική πρέπει να εφαρμόζεται και κάποιες συντάξεις να καταβάλλονται. (Είναι και όλοι αυτοί οι καταναγκασμοί της δημοκρατίας στους οποίους πρέπει να υποτασσόμαστε: Η συνοχή, η συναίνεση, οι εκλογές). Με μέτρο βέβαια, για να μην τραυματίσουμε την ανταγωνιστικότητά μας. Με τόσο μέτρο που, στις μέρες μας, η μέση κύρια σύνταξη για 1.400.000 συνταξιούχους είναι 624 ευρώ και για 860.000 συνταξιούχους του ΟΓΑ είναι 360 ευρώ. Λιγότερο από 600 ευρώ παίρνει το 78% του συνόλου των συνταξιούχων.
Και για να πάει πιο πέρα το μέτρο, η κυβέρνηση άνοιξε το ασφαλιστικό με μια καμπάνια απαξίωσης του υπάρχοντος συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και τρομοκράτησης των εργαζομένων. Με ζοφερές περιγραφές για το εγγύς μέλλον και καταστροφικές για το απώτερο. Μπλέκοντας τα πάντα: Την κατάσταση της οικονομίας, το δημογραφικό, το δημοσιονομικό, την Ευρωπαϊκή Ένωση... Επιδεικνύοντας κυρίως την έλλειψη πολιτικής βούλησης για μια άλλη πολιτική στο κοινωνικό πεδίο.
Όμως, όταν δεν μπορούν να υπολογίσουν τα υπάρχοντα οικονομικά μεγέθη (βλ. ΑΕΠ: υπολογιζόμενη αύξηση από την κυβέρνηση 25,7%, διόρθωση από την Γιουροστάτ σε 9,6 %), πώς μπορούν με τόση σιγουριά να μας βομβαρδίζουν για καταστροφικά σενάρια σε βάθος χρόνου; Και αν, μέχρι τότε, κάποια άλλη πολιτική βούληση πετύχει την πάταξη της εισφοροδιαφυγής με την ασφάλιση, έστω τμήματος, της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας (μετανάστες, μερική απασχόληση); Αν μέχρι τότε κάποια άλλη πολιτική βούληση πετύχει την πάταξη της υπεξαίρεσης (της εισφοροκλοπής) στην οποία επιδίδονται οι επιχειρήσεις παρακρατώντας τις εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία; Αν μέχρι τότε κάποια άλλη πολιτική βούληση χρησιμοποιήσει αποτελεσματικότερα και δικαιότερα την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας;
Παρά την καταστροφολογία και τον διαχωρισμό των εργαζομένων σ' αυτούς που δεν θα θιγούν από τις αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, σ' αυτούς που θα θιγούν σε περιορισμένο βαθμό και σ' αυτούς που θα πληρώσουν το μάρμαρο, η αντίδραση των εργαζομένων στις προτεινόμενες αλλαγές είναι καθολική και όλα δείχνουν ότι η αντίστασή τους θα είναι μαζική.
Τα συνδικάτα και οι οργανώσεις της αριστεράς αντιτίθενται, και σωστά, στο τριφασικό σύστημα ασφάλισης με τους τρεις πυλώνες που προωθεί η κυβέρνηση: Τον πυλώνα της κύριας σύνταξης στον οποίο θα υπαχθούν όλα τα ταμεία κύριας ασφάλισης, τον πυλώνα των επαγγελματικών ταμείων και τον πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης. Οι αναλύσεις και η τεκμηρίωση των θέσεων του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής, οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το ασφαλιστικό (Σεπτέμβριος 2007) και πολλά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά είναι μια καλή απάντηση στις επιβουλές της κυβέρνησης.
Όμως για μια ολοκληρωμένη απάντηση θα πρέπει να ξεπεραστεί η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζουμε τη δημιουργία ενιαίου ταμείου κύριας ασφάλισης. Η δημιουργία ενιαίου φορέα θα δημιουργήσει σχέσεις αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζομένους και θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική τους δύναμη για τη θεμελίωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και το ύψος των συντάξεων. Το αίτημα της κοινωνικής αλληλεγγύης έχει και (ή πρωτίστως έχει) ενδοταξικό χαρακτήρα.

Του Μάκη Καβουριάρη. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 8.12.2007

4.12.07

Σταχυολόγηση από την επικαιρότητα της 4.12.2007

· H κρατικοδίαιτη ανάπτυξη δεν οδηγεί πουθενά, δηλώνει ο Κ.Χατζηδάκης

(Ναι είδαμε που οδηγεί η καλή, η ντούρα ανάπτυξη)

· Προσεκτική διαχείριση χαρτοφυλακίων συνιστά ο Ν.Γκαργάνας στις ελληνικές τράπεζες

(γι’ αυτές τις κοινοτυπίες τον πληρώνουν τόσο?)

· Διπλή παρέμβαση, με έμμεσες συστάσεις για ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας αλλά και στους μισθούς και να ευνοηθεί η απασχόληση των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων μέσω και της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού, κάνει το ΔΝΤ

(με άλλα λόγια, μειώστε τους μισθούς και γυμναστείτε στις επικύψεις μια και θα χρειαστεί να σκύβετε πολύ για το... μεροκάματο)

· Ανεπαίσθητη η επίπτωση των αυξήσεων στον πληθωρισμό, ισχυρίζεται η ΔΕΗ

(θα σου ρίξω μια ανεπαίσθητη που θα πεις το Δεσπότη, Παναγιώτη)

· Δεν κινδυνεύουμε άμεσα αλλά… Προσοχή στο ορμητικό πληθωριστικό κύμα από το εξωτερικό συνιστά ο Γ.Αλογοσκούφης

(ο ίδιος κυκλοφορεί με μπρατσάκια, μάσκα και βατραχοπέδιλα)

· «Eίναι η ώρα των πολιτών να αντιδράσουν» λέει για τις μεταρρυθμίσεις το ΠΑΣΟΚ

(τώρα, σε λίγο θα πει και κάτι αριστερό το ΠΑΣΟΚ. Περιμένετε στο ακουστικό σας)

· Απάντηση Ρουσόπουλου: «Το ΠΑΣΟΚ και ο πρόεδρός του τολμούν -διαστρεβλώνοντας, όπως πάντα, την πραγματικότητα- να παρουσιάζουν ως δήθεν 'διάλυση' τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια άρσης των αδιεξόδων, που οι ίδιοι δημιούργησαν.»

(«μεταρρυθμιστική προσπάθεια άρσης αδιεξόδων» εμ.. γιαυτό είναι καλοπληρωμένη η δουλειά του και φτιάχνει βίλες. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να εφεύρει κάτι τόσο καλοδουλεμένο?)

· Πρεμιέρα στο ΥΠΠΟ: Γεγονός οι πρώτες προσλήψεις στο στενό δημόσιο τομέα με διαδικασίες εκτός ΑΣΕΠ

(απτό παράδειγμα «μεταρρυθμιστικής προσπάθειας άρσης των αδιεξόδων»)

· Οι εχέφρονες πολίτες θέλουν λύσεις στο Ασφαλιστικό, δηλώνει η κυβέρνηση

(να φανταστείτε, υπάρχουν πολίτες οι οποίοι εξακολουθούν να θέλουν και ζητούν να έχουν συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη όπως πίστευαν ότι θα έχουν όταν έμπαιναν στην αγορά εργασίας! Τι ανόητοι!!)

· Η κυβέρνηση παίζει το ρόλο του εκπροσώπου της Κομισιόν στο θέμα της ΟΑ, λέει ο ΣΥΡΙΖΑ

(σιγά την είδηση! Αφού όλοι ξέρουμε ότι η κυβέρνηση διεξάγει σκληρό αγώνα για τη «μεταρρυθμιστική προσπάθεια άρσης αδιεξόδων»)

· Για την Ολυμπιακή: «Αγγελτήριο θανάτου» λέει ο ΣΥΡΙΖΑ και «Θέλουν να της κάνουν κηδεία» το ΚΚΕ

(αναμένουμε οσονούπω την καταγγελία του οπορτουνιστικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ από τους προστάτες της λαϊκής οικογένειας)


από το www.in.gr, σε μια μέρα μόνο

21.11.07

Ανακοίνωση της Α.Π. για τα νέα δεδομένα στο Σύλλογο

Φάρσα (ουσ): Κωμωδία που έχει γραφτεί για τη θεατρική σκηνή ή τον κινηματογράφο και αποσκοπεί να ψυχαγωγήσει το κοινό με τη χρήση των εργαλείων του «απίθανου», του «εξωφρενικού», του «υπερβολικού»…

Συνάδελφοι, συναδέλφισσες

Οι τέσσερις παραιτηθέντες του ΔΣ. «ερμηνεύουν» μια απίστευτη φαρσοκωμωδία.

1. Παραιτούνται προφασιζόμενοι ότι θέλουν «ισχυρό ΔΣ» για να αντιμετωπίσουν τα φλέγοντα ζητήματα. Όμως, ενώ το πρόβλημα του συλλόγου είναι αυτό ακριβώς• πως δηλαδή έχουν αποδυναμωθεί οι μαζικές του διαδικασίες εξαιτίας και της κρίσης εκπροσώπησης, εννοώντας «ισχυρό ΔΣ», εννοούν – και ορέγονται – επί της ουσίας, ένα όργανο στο οποίο η πλειοψηφία θα κάνει ότι της αρέσει. Θα συνεδριάζει όποτε αυτοί επιθυμούν, θα ασχολείται κατά προτεραιότητα με τα θέματα που αυτούς απασχολούν κλπ. Για αυτούς, ότι έχει συμβεί στο σύλλογο, είναι καλώς καμωμένο. Όποιος διάβασε τα πρακτικά της βουλής, όποιος άντεξε και εξάντλησε τα πρακτικά του ΔΣ μπορεί να αντιληφθεί ότι το πρόβλημα – πέραν της ανικανότητας – είναι οι καρέκλες και το «καλώς φαίνεσθε» (σε ποιους ακριβώς νομίζουμε ότι είναι πλέον αρκετά σαφές σε όλους)

2. Το ότι οι συγκεκριμένοι συνάδελφοι δεν δεσμεύονται από καμία διαδικασία, φαίνεται και από το γεγονός του ότι έχουν κάνει, κυριολεκτικά, «κουρελόχαρτο» ακόμα και αυτό το προβληματικό «ψηφισμένο – μη κατατεθέν» καταστατικό. Αφού δεν μπορούν να βασιστούν στο άρθρο 15 που απαιτεί συγκρότηση του ΔΣ σε σώμα από τα τέσσερα αναπληρωματικά μέλη και τα πέντε εναπομείναντα και σύγκλιση Γ.Σ. με θέμα «Αρχαιρεσίες για ανάδειξη ΔΣ», χρησιμοποιούν την επιρροή τους για να ζητήσουν συνέλευση και εκλογές. Αναρωτηθείτε για πιο λόγο «ξεπερνούν» το άρθρο 15 που ορίζει ρητά πότε πάμε για «Αρχαιρεσίες για ανάδειξη ΔΣ» και καταφεύγουν στο άρθρο 13 παράγραφος ΙΙΙβ «Περί σύγκλισης της γενικής συνέλευσης από το 1/5 των μελών» που προσδιορίζει πότε και από ποιον συγκαλείται Γ.Σ. για οποιοδήποτε θέμα. Γιατί κάνουν ειδική χρήση ενός γενικού άρθρου και όχι το ίδιο το άρθρο που ρυθμίζει την προσέγγιση του υποτιθέμενου σκοπού τους; Γιατί επικαλούνται άρθρα και παραγράφους και μας έχουν μετατρέψει σε νομικούς; Για έναν απλό λόγο. Γιατί φοβούνται και τη στοιχειώδη λειτουργία του Δ.Σ. Έστω και αυτήν τη «διαδικαστική» συγκρότηση δεν θα την ελέγχουν, δεν θα έχουν την πλειοψηφία. Δέχονται τους θεσμούς μόνο όταν έχουν το πάνω χέρι σε αυτούς!

3. Παραιτούνται και «κραδαίνουν» απειλητικά υπογραφές, οι οποίες μαζεύονται από συναδέλφους οι οποίοι ανησυχούν σε σχέση με την πορεία του συλλόγου, αλλά στην ουσία επισείουν κατηγορίες εναντίον αυτών που τόλμησαν να αμφισβητήσουν τον «θεσμό» του προέδρου. Συνάδελφοι/ισσες, η συμμετοχή και οι δημοκρατικές διαδικασίες είναι εξαιρετικά σοβαρά θέματα για να χρησιμοποιούνται κατ’επίφαση. Αν χρειάζεται αυτή τη στιγμή να διαφυλαχθεί κάτι περισσότερο από όλα, είναι η συγκράτηση σε ένα επίπεδο της ομοψυχίας ανάμεσά μας. Οι συλλογές υπογραφών ένθεν - και ένθεν δεν βοηθούν παρά στο σχηματισμό στρατοπέδων και στρατών χωρίς επικοινωνία. Συνάδελφοι, συναδέλφισσες, δεν είμαστε ούτε εξωραϊστικός σύλλογος, ούτε συνέλευση πολυκατοικίας. Δεν μπορούμε να προχωρούμε και να κυρίως να πετύχουμε στην υπεράσπιση των συμφερόντων μας (ΣΣΕ, ΔΕΚΟ, ΑΟΠ, ΠΕΠ κλπ) με λογικές οπαδών και ιδιοκτησιών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η σημερινή κρίση στον σύλλογο δεν ξεπερνιέται εύκολα γιατί είναι κρίση των θεσμών εκπροσώπησης του. Μοναδικός δρόμος είναι η ήττα όλων των παραγόντων ανυποληψίας και η αλλαγή των συσχετισμών στο σύλλογο. Πρέπει να πάμε σε συνέλευση και αυτή να αποφασίσει για τις εσπευσμένες εκλογές. Να πάμε όμως σε μια νόμιμη συνέλευση! Ή θα πραγματοποιήσουμε μια νομικά αστήρικτη Γ.Σ. και για αυτό πολιτικά αδύναμη με απρόβλεπτες συνέπειες, ή θα πάμε με θεσμικό τρόπο στη διασφάλιση της συνέχειας του συλλόγου. Για το λόγο αυτό, η ελεγκτική επιτροπή πρέπει να κάνει το χρέος της αλλά και οι τρεις συνάδελφοι – αναπληρωματικά μέλη –θα πρέπει από την άλλη μεριά, να συμβάλουν στη συγκρότηση του Δ.Σ. και όχι να ερμηνεύουν, όπως έκαναν εξ αποστάσεως, το καταστατικό. Ψηφίστηκαν για να είναι μέλη οργάνου και όχι επιτροπή «σοφών».

Συνάδελφοι, συναδέλφισσες,

Η στόχευση για «ισχυρό ΔΣ» είναι απατηλή. Η ουσιαστική προσπάθεια πρέπει να είναι προς την κατεύθυνση ενός ισχυρού συλλόγου, ενός συλλόγου με γνώμη. Ειδικά αυτήν την στιγμή, χρειαζόμαστε ένα ΔΣ που θα εκπληρώσει ένα μορατόριουμ καλής συνεργασίας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και για πολύ συγκεκριμένα θέματα. Ένα από αυτά είναι η διασφάλιση της νομιμότητας της Γ.Σ. Ένα άλλο είναι η καταγγελία της ΣΣΕ.

Αυτή την στιγμή, υπάρχουν δύο τρόποι εξασφάλισης της συνέχειας του ΔΣ και της κήρυξης εκλογών. Ο πρώτος καθορίζεται (εφόσον παραιτηθούν όλοι) από το πρωτοδικείο και το κράτος και γι αυτό δεν διασφαλίζει τίποτα στο επίπεδο των χειρισμών των θεμάτων που μας απασχολούν. Ο δεύτερος καθορίζεται από τα προβλεπόμενα του άρθρου 15 του καταστατικού, που έστω και με προβληματικό τρόπο, προσδιορίζει τη μεταβατική λειτουργία του ΔΣ ως συγκροτημένου σώματος και για συγκεκριμένο θέμα και μπορεί να διασφαλίσει, τουλάχιστον, την έναρξη της διεκδίκησης μιας νέας ΣΣΕ. Δηλαδή να δρομολογήσει την καταγγελία της σύμβασης μέχρι στις 31/12, αφήνοντας τη διαπραγμάτευση στα νέα όργανα που θα προκύψουν από τις εκλογές. Ακόμα και αυτή την χρονική στιγμή, της πλήρους απαξίωσης του συλλόγου, η επιλογή του δεύτερου τρόπου αποτελεί πράξης ευθύνης και ωριμότητας.

Αφού αναλάβουμε, ως σύλλογος, αυτή την πολιτική ευθύνη έπειτα πρέπει να δούμε τα πραγματικά ζητήματα που κατά την γνώμη μας είναι:

Α) Αγωνιστική και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία και πλαίσιο διεκδίκησης για την νέα ΣΣΕ

Β) Ριζική ανανέωση στα πρόσωπα που θα μας εκπροσωπούν, στο πλαίσιο υπεράσπισης των συμφερόντων μας. Διερεύνηση του τι είδους συνδικαλισμό θέλουμε και πως αυτός πρέπει να λειτουργεί.

Αυτόνομη Παρέμβαση Σ.Ε.ΜΟΔ

19.11.07

Union revival - Organising oround the world

Ένα ενδιαφέρον κείμενο στρατηγικής οργάνωσης των συνδικάτων και νέου διεθνισμού από το "New Unionism project team" της Αγγλίας
Π.Σ.

16.11.07

ΠΟΣΟ ΚΑΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ; ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΣ

ΜΕΡΟΣ 1ο: ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΠΑΡΑΤΑΞΕΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΣΕΜΟΔ

Συνάδελφοι, τελευταία είμαστε μάρτυρες μιας έντονης κρίσης που ξέσπασε, στο Δ.Σ. του συλλόγου και που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση τεσσάρων μελών του με συνέπεια να οδηγηθούμε στην πιο μεγάλη κρίση εκπροσώπησης στο σύλλογο από την ίδρυσή του (κρίση με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αλλά και με επιτακτική ανάγκη να ξεπεραστεί σε σχέση με τα τρέχοντα και επείγοντα θέματα όπως το Νομοσχέδιο και η ΣΣΕ). Δεν θα σταθούμε στον παραληρηματικό λόγο του πρώην προέδρου αλλά στην εξήγηση που έδωσαν οι άλλοι τρεις παραιτηθέντες (Μπάρδας, Πραμαντιώτης, Καραγιάννης) για τους λόγους της πράξης τους. Οι τρείς με απλό και περιεκτικό τρόπο αλλά και με περισσό θράσος δήλωσαν πως «….μετά τη διαμόρφωση παρατάξεων, οι διαφορές στη φιλοσοφία είναι πλέον εμφανείς και επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργία του ΔΣ. Για τους πιο πάνω λόγους θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρξει άμεσα νέα εντολή από τα μέλη μας, έτσι ώστε να προκύψει ένα νέο ΔΣ που να εκφράζει την πραγματική τους βούληση». Ουσιαστικά δηλαδή, οι παραιτηθέντες επιδιώκοντας νέους συσχετισμούς στο Δ.Σ. και πιστεύοντας ότι θα επικρατήσουν, «τζογάρουν» και προκαλούν σύγκρουση εκβιάζοντας καταστάσεις και επιδιώκοντας την εξάλειψη των αντιπάλων.

Για τους τρεις αυτούς συναδέλφους ο κύριος λόγος παραίτησης τους είναι απλά και μόνο η παραταξιακή έκφραση συναδέλφων, η ενασχόληση τους δηλαδή με τα εργασιακά θέματα της ΜΟΔ μέσα από το πρίσμα ένταξης σε οργανωμένες ομάδες - παρατάξεις. Ενώ οι ίδιοι, αν και πολιτικοποιημένοι, ισχυρίζονται ότι κρατούν στην άκρη τις όποιες πολιτικές και κομματικές «καταβολές» τους και «αγνοί» από άλλα συμφέροντα εκπροσωπούν άμεσα μόνο τους εργαζόμενους και τις ανάγκες τους.

Ας δούμε όμως πιο προσεκτικά τα επιχειρήματα τους και τι προτείνουν, αντί των παρατάξεων, καθώς αυτά που προφασίζονται ως αιτίες της παραίτησης τους είναι υπαρκτές αντιλήψεις μέσα στον ΣΕΜΟΔ και μάλλον, σε αρκετές περιπτώσεις, αυτές πλειοψηφούν.

Οι παραιτηθέντες έχουν την πεποίθηση «…ότι το κάθε μέλος του ΔΣ μπαίνοντας στη συνεδρίαση πρέπει να λογοδοτεί ατομικά μόνο στη συνείδησή του και στα μέλη που τον/την ψήφισαν και όχι σε κάποια παράταξη.» Αν και το παραπάνω σχηματίζει μια καλογραμμένη πρόταση δεν αποτελεί παρά έναν πολύ εύστοχο ορισμό του παραγοντισμού και των παραγοντίσκων. Ο παραγοντίσκος δεν λογοδοτεί πουθενά, παρά μόνο στη συνείδηση του, η «θεσμική» εμφάνιση της οποίας δεν είναι εξασφαλισμένη. Η δε διαδικασία της απολογίας του στη συνείδηση του είναι μια μη ορατή, από τα μέλη του συλλόγου, πρακτική που διεξάγεται κατά τις βραδινές ώρες και πριν αυτός αποκοιμηθεί. Αλλά ούτε και η άλλη διαδικασία, η απολογία του δηλαδή στα μέλη που τον ψήφισαν, είναι θεσμοποιημένη αφού συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις τα μέλη δεν τον καλούν σε απολογία, οπότε αυτός γιατί να πάει. Με λίγα λόγια ο παραγοντίσκος δρα ανεξέλεγκτα και το μόνο που κάνει είναι να επαναλαμβάνει αγοραίες κοινοτοπίες περί «ακομμάτιστης συμπεριφοράς» και άλλα εύηχα ενώ κάνει αισθητή την παρουσία του κυρίως σε «προεκλογικές περιόδους». Εκείνο όμως που ενδιαφέρει τον σύλλογο δεν είναι τόσο αυτός ως πρόσωπο αλλά ο τρόπος που δρα. Οι «παράγοντες» για να διαδίδουν την προσωπικότητα τους στηρίζονται σε μηχανισμούς κινητοποίησης μελών οι οποίοι οργανώνονται κυρίως στη βάση «πελατειακών» σχέσεων. Έτσι, προεκλογικά αραδιάζουν απίστευτα πράγματα, ισχυρίζονται ότι διαχειρίζονται «επαφές» και διαθέτουν «κονέ», θεοποιούν τις επικοινωνιακές διαδικασίες χωρίς ουσία όμως ή πολιτικές δεσμεύσεις. Αυτός είναι ο παραγοντίσκος και αυτή είναι η συλλογικότητα που προτείνει στη θέση των «κακών» παρατάξεων.

Ας εξετάσουμε το κατά πόσο ευσταθεί το κύριο επιχείρημα τους πως για την όποια κρίση που περνά ο σύλλογος ευθύνονται οι παρατάξεις. Αν κωδικοποιούσαμε το παραπάνω επιχείρημα με ιστορικούς - πολιτικούς όρους, τότε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, στο σημείο της ιστορίας του συλλόγου κατά το οποίο εμφανίζονται οι παρατάξεις, εμφανίζεται ταυτόχρονα και η κάμψη της μαχητικότητας του ΣΕΜΟΔ και οι κρίσεις στις σχέσεις των μελών του ΔΣ. Όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι και η ανεπάρκεια εκπροσώπησης του συλλόγου έχει πολιτική αιτία.

Η διαδρομή του συλλόγου μπορεί, χονδρικά, να περιοδολογηθεί σε τρεις φάσεις:

Η πρώτη φάση εκτείνεται από την ίδρυση του ΣΕΜΟΔ μέχρι και τις πρώτες εκλογές και την ανάδειξη του Δ.Σ. Τα πάντα λειτουργούν μέσα σε ένα σχεδόν «αγαπησιάρικο» πνεύμα. Υπάρχουν τα ιδρυτικά μέλη του συλλόγου, τα οποία αποκτούν, αμέσως, μια αναγνωρισιμότητα γιατί είναι αυτοί που έχουν πάρει όλες τις πρωτοβουλίες για τη δημιουργία του συλλόγου. Είναι η εποχή των καλών σχέσεων και της οικειότητας. Η δημιουργία του ΣΕΜΟΔ, η αντιπαράθεση του με τον άλλο σύλλογο των εργαζομένων του ΚΠΣ που θα τον φέρει νικητή στον ανταγωνισμό για την έκφραση των σχέσεων εκπροσώπησης θα αποτελέσουν τους κύριους παράγοντες της ενότητας μας. Οι ιδιαίτερες πολιτικές και κομματικές καταβολές του καθενός δεν ενδιαφέρουν. Οι πρώτες εκλογές γίνονται και οι επιλογές των ψηφοφόρων επηρεάζονται από δυο παράγοντες α) την αναγνωρισιμότητα που αναφέραμε παραπάνω της πρώτης «φουρνιάς» των συναδέλφων και β) την οικειότητα των υποψηφίων για το ΔΣ με τους συναδέλφους τους στις ΕΥΔ.

Η δεύτερη περίοδος ξεκινά με τις πολύ επιτυχημένες απεργίες του ΣΕΜΟΔ, εμπεριέχει την επιτυχία των συμβάσεων αορίστου χρόνου και τελειώνει με την επίσης επιτυχημένη ΣΣΕ που έρχεται να ορθολογικοποιήσει, έως σε ένα βαθμό, τις μισθολογικές διαφορές μιας ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας και να προτείνει έναν θεσμικό τρόπο επίτευξης αυξήσεων, πέρα από το ενιαίο μισθολόγιο του δημοσίου αλλά και πέρα από τη λογική των ατομικών διαπραγματεύσεων. Οι επιτυχίες αυτές δεν οφείλονται όμως στην αναγνωρισιμότητα του εκλεγμένου ΔΣ ούτε στον «ακηδεμόνευτο» χαρακτήρα των προσώπων του. Η μαχητικότητα και οι επιτυχίες δεν οφείλονται στις παρατάξεις. Αυτές δεν έχουν εμφανιστεί ακόμα. Ούτε όμως και στα «αγνά» και ακομμάτιστα πρόσωπα. Οι επιτυχίες οφείλονται στην μαζικότητα και τις συλλογικές διαδικασίες, φαινόμενα που δεν εντάσσονται σε πρακτικές αυστηρής προσήλωσης στα εργασιακά μας (μοντέλο συνδικαλισμού που προτείνουν οι τρεις παραιτηθέντες) αλλά σε πρακτικές ευρύτερης στρατηγικής με πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές άμεσα συνδεδεμένες με συνολικές κοινωνικές και εργασιακές αξίες (συλλογικότητα έναντι ατομικότητας, αλληλεγγύη έναντι προσωπικής ανέλιξης, πολιτική επιχειρηματολογία έναντι «επαφών κορυφής», έξυπνη χρήση του αγωνιστικού οπλοστασίου έναντι απλών παραστάσεων επίδοσης γνώμης).

Η τρίτη περίοδος αρχίζει αμέσως μετά την υπογραφή της 1ης ΣΣΕ. Επακολουθεί μια φυσιολογική κάμψη της αγωνιστικότητας του συλλόγου η οποία πολύ γρήγορα γίνεται παράλυση. Οι συμβάσεις αορίστου μπορεί να ρύθμισαν την επισφάλεια των διετών και τριετών συμβάσεων του Πάχτα αλλά παράλληλα επέφεραν και μια αγωνιστική και πολιτική καθήλωση, Κάποιοι ορίζοντες έκλεισαν, το οραματικό κενό εμφανίστηκε ανησυχητικά και οι συνθήκες στην αγορά εργασίας οξύνθηκαν εις βάρος της μισθωτής εργασίας. Η 4η προγραμματική περίοδος θα επιφέρει μια σειρά από αρνητικές ρυθμίσεις, οι ΣΣΕ βρίσκονται συνολικά στο στόχαστρο της οικονομικής πολιτικής, το ασφαλιστικό καραδοκεί και το γενικότερο πολιτικό κλίμα υπόσχεται αμυντικούς αγώνες. Ο σύλλογος όμως ούτε καν αμυντικούς αγώνες δεν μπορεί να διεξάγει. Στην καλύτερη περίπτωση διατυπώνει «track changes» σε νομοθετήματα. Είναι η εποχή που έχουν εμφανιστεί οι παρατάξεις (αρκετά νωρίς η ΑΚΕ και κατόπιν η Αυτόνομη Παρέμβαση) και παράλληλα έχει ξεσπάσει με ένταση ένα, υποβόσκον όλο το προηγούμενο διάστημα, δυσάρεστο κλίμα στο ΔΣ με προβληματικές προσωπικές συμπεριφορές και νοοτροπίες που αυτονομούνται από τις συλλογικές διαδικασίες. Τα πολιτικά αντανακλαστικά του ΣΕΜΟΔ είναι τόσο χαμηλά που επισκιάζονται από τις εκρηκτικές ιδιοσυγκρασίες των μελών του Δ.Σ. Φταίνε οι παρατάξεις; Όχι βέβαια, στο βαθμό και για τον λόγο που ισχυρίζονται οι τρεις συνάδελφοι. Οι παρατάξεις δεν φταίνε για την χαμηλή αγωνιστικότητα, ούτε για τους σκυλοκαβγάδες. Οι παρατάξεις φταίνε γιατί στάθηκαν ανεπαρκείς να μεταφέρουν τον σύλλογο, με πολιτικό τρόπο, σε μια νέα εποχή. Οι παρατάξεις στάθηκαν ανεπαρκείς να αντικαταστήσουν τα «πρόσωπα» στις σχέσεις εκπροσώπησης. Η ΑΚΕ, πιο συγκεκριμένα, δεν πολιτικοποίησε στο ελάχιστο τις προσωπικές αντιθέσεις των μελών του Δ.Σ. Η Αυτόνομη Παρέμβαση δεν τόνισε όπως θα έπρεπε έγκαιρα, τον ευκαιριακό χαρακτήρα του «ενιαίου» ψηφοδελτίου.

Η ανεπάρκεια όμως ξεκινάει από τον προσωποπαγή συνδικαλισμό. Είναι αυτός που επισκιάζει τις παρατάξεις και όχι το αντίστροφο. Πώς αυτός ο συνδικαλισμός που πιστεύουν οι τρεις συνάδελφοι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις αναδιαρθρώσεις της 4ης προγραμματικής περιόδου; Πώς η κοντόφθαλμη επικέντρωση στα στενά εργασιακά θα αντιμετωπίσει έναν εργοδότη που αλλάζει συνεχώς πρόσωπα και θέσεις (άλλοτε είναι η ΜΟΔ, άλλοτε η διαχειριστική αρχή, άλλοτε το ΥΠΟΙΟ και από τώρα και στο εξής θα είναι και ο ΑΟΠ). Τα οικεία πρόσωπα της πρώτης «φουρνιάς» ξεπεράστηκαν από τις εξελίξεις.

Άρα, δεν πρόκειται για μια «εισβολή» των παρατάξεων στα ακομμάτιστα ήθη και έθιμα του συλλόγου που οδήγησε σε μια αλλοίωση της βούλησης της βάσης. Πρόκειται για μια πτώση της μαζικότητας των διαδικασιών και της αγωνιστικότητας του συλλόγου που οφείλεται α) στην έλλειψη στόχων και στην προσκόλληση στα «κεκτημένα» β) στις νέες πολιτικές συνθήκες που δίνουν και το στίγμα των πρωτοβουλιών αναδιάρθρωσης και γ) στο ξεπέρασμα του συνδικαλιστικού μοντέλου που στηρίζονταν στα «αναγνωρισμένα» πρόσωπα. Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι τα «αναγνωρισμένα» πρόσωπα είναι καταστατικά ανεπαρκή να απαντήσουν επιθετικά στις πρωτοβουλίες των προγραμματικών αρχών και της εργοδοσίας. Τα φαινόμενα παρακμής που βιώνουμε δεν οφείλονται στην επιβολή της παρουσίας των παρατάξεων. Οφείλονται στο ακριβώς αντίθετο. Στη, χαμηλής έντασης, παρουσία των παρατάξεων που δεν κατάφεραν να παρουσιάσουν ένα νέο υπόδειγμα μαζικότητας. Εκεί που διαφωνούμε με την ΑΚΕ είναι στο ότι αυτή πιστεύει εντέλει, σε ένα μοντέλο μαζικότητας που όμως έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο και έχει απέλθει οριστικά, άσχετα με τις επικλήσεις στο αγωνιστικό φιλότιμο των συναδέλφων. Η ΑΚΕ βλέπει «μέτωπα» αλλά δυσκολεύεται να αναγνώσει συσχετισμούς, να εκτιμήσει καταστάσεις και να κάνει συμμαχίες, θεωρώντας τις ως ευκαιριακές συμπράξεις. Τον πολιτικό ελιγμό που η Αυτόνομη Παρέμβαση θεωρεί «ικανότητα» η ΑΚΕ τον θεωρεί «καιροσκοπισμό».

Όμως, η νέα μαζικότητα δεν θα προέλθει από τη διασφάλιση των στοιχειωδών εργασιακών συνθηκών (αυξήσεις, μικροαιτήματα και μίνιμουμ παρεμβάσεις). Οι αμυντικοί αγώνες είναι χρήσιμοι αλλά όχι επαρκείς, ενώ οι συνδικαλιστικές μορφές έκφρασης έχουν συντομότερο κύκλο ζωής από άλλες μορφές συλλογικότητας (π.χ. κόμματα). Για παράδειγμα, ο εργοστασιακός συνδικαλισμός στην Ελλάδα διήρκεσε μια δεκαετία το πολύ. Ο κύκλος του έκλεισε όταν έκλεισαν και οι ευρύτεροι επιχειρηματικοί και τεχνολογικοί κύκλοι στους οποίους αναφέρονταν (π.χ. προβληματικές επιχειρήσεις). Άλλο τόσο διήρκησε και ο συνδικαλισμός των ΔΕΚΟ (ή της ΟΤΟΕ) ενώ και αυτών ο κύκλος κλείνει με τις ιδιωτικοποιήσεις. Ο κύκλος του ΣΕΜΟΔ μοιάζει να εξαρτάται από τους «προγραμματικούς κύκλους» διαχείρισης των Κοινοτικών Πλαισίων. Αν δεν εξετάσουμε που κλείνουν παλιοί κύκλοι και που ανοίγουν ευκαιρίες για νέους συνδικαλιστικούς αγώνες και άρα νέες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης, απλά θα υποστούμε το «μοιραίο». Τελικά, για να διαρρήξουμε αυτόν τον κύκλο φθοράς, απαιτούνται νέες συλλογικότητες και ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές αναφορές και επιρροές (κάτι που οι τρεις συνάδελφοι αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι). Απαιτούνται συμμαχίες μεταξύ διαφορετικών οπτικών, απαιτούνται συμπράξεις και απαιτούνται διαχωριστικές γραμμές. Απαιτείται, τέλος, επιλογή μορφών συλλογικής δράσης και όχι απλά επιλογές προσώπων από καταλόγους ενιαίων ψηφοδελτίων που περιέχουν τα πάντα.

Συνάδελφοι, οι παρατάξεις δεν είναι το απόλυτο κακό ούτε όμως πανάκεια. Αποτελούν κάποιον ελάχιστο όρο ενότητας, ειδικά αυτήν την στιγμή κρίσης εκπροσώπησης, διότι εάν δεν υπήρχαν, δύο ήταν τα ενδεχόμενα: Είτε θα προέκυπταν δύο ή περισσότερα σωματεία, είτε θα υπήρχε ένα σωματείο – σφραγίδα με τον πρόεδρο του να επιδίδει «αγωνιστικά» ψηφίσματα, να κάνει επισκέψεις σε επιτροπές και αρμοδίους και να βγάζει «ενωτικούς» λόγους. Η κρίση στο ΔΣ είναι επικίνδυνη αλλά και ωφέλιμη. Είναι ένας «σπασμός» αντίδρασης που ελπίζουμε να «ξυπνήσει» το υπόλοιπο «σώμα».

Πέτρος Σταύρου

Μάκης Κουτρούκης

Μέλη της Αυτόνομης Παρέμβασης στο ΕΠΑΝ

ΥΓ. Αυτό που αναφέρουν οι παραιτηθέντες «…εμείς πιστεύουμε σε σύλλογο με γενικότερη πολιτική άποψη αλλά με αιτήματα και διεκδικήσεις αποκλειστικά επικεντρωμένες στα εργασιακά θέματα των εργαζομένων ΜΟΔ.» και όχι σε «Σύλλογο στον οποίο τα εργασιακά μας θέματα είναι ενταγμένα σε γενικότερες ιδεολογικές και παραταξιακές κατευθύνσεις» είναι πολιτική τοποθέτηση περιθωριοποίησης του συνδικαλιστικού κινήματος και περαιτέρω παθητικοποίησης των συναδέλφων και του συλλόγου. Εκτός του ότι είναι μια θέση άστοχη και ανεφάρμοστη, καθότι για παράδειγμα, θεωρούν εκτός «βεληνεκούς» της κριτικής του συλλόγου τον Προϋπολογισμό, ή το ΠΔΕ ή το συνταξιοδοτικό (π.χ. των μηχανικών), ή το σε ποια κατεύθυνση διατίθενται οι πόροι του ΕΣΠΑ κ.λ.π., προσφέρει νομιμοποίηση σε όσους θα ήθελαν ένα σύλλογο χωρίς γνώμη.

Εμάς μας ενδιαφέρει και πιστεύουμε ότι μετέχουμε σε ένα σωματείο όπου τα μέλη του σκέφτονται ευρύτερα πολιτικά, ότι τους ενδιαφέρει η "ανάπτυξη", η κατανομή των πόρων και τα προβλήματα της κοινωνίας όπως τα διαχειρίζονται από την μεριά τους και όχι μόνο να διεκπεραιώνουν ή να "ασχολούνται με τα αμιγώς εργασιακά" και να διαβάζουν και espresso για να είναι ενημερωμένοι πολίτες.

10.11.07

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΠΣΕΜΟΔ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΣΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΔΣ

Αγαπητοί συνάδελφοι και συναδέλφισσες.

Με αφορμή τα τελευταία γεγονότα σε σχέση με την εκπροσώπηση του συλλόγου στη Βουλή και το γενικότερο ζήτημα της θεσμικής συγκρότησης του συλλόγου μας, έχουμε να κάνουμε την ακόλουθη τοποθέτηση:

1. Η υπόθεση της εκπροσώπησης του συλλόγου είναι ζήτημα πολιτικό. Αφορά το σύνολο των μελών τόσο του Δ.Σ. όσο και του συλλόγου και δεν αποτελεί οφίτσιο κανενός.

2. Το εύλογο ερώτημα των συναδέλφων «γιατί τώρα τέτοια αμφισβήτηση του Προέδρου» απαντάται με το «γιατί τώρα πύκνωσαν οι αυθαίρετες και επικίνδυνες κινήσεις του» και αναφερόμαστε στην απαράδεκτη ανακοίνωση για την παράσταση στη Βουλή από τον Πρόεδρο, εν είδη προσωπικού ενδιαφέροντος του ιδίου για το μέλλον της ΜΟΔ και προσωπικών γνωριμιών του και όσα το τελευταίο διάστημα συνέβησαν για άλλα κρίσιμα θέματα (π.χ. Θεσσαλία, δικηγόροι κλπ).

3. Η πρόταση μομφής που κατατέθηκε από την Γραμματέα του Δ.Σ. δεν αποτελεί ενέργεια «κατάργησης» του Προέδρου ούτε πραξικοπηματική κίνηση εναντίον της όποιας πλειοψηφίας του Δ.Σ. αλλά έντονη αμφισβήτηση του. Είναι απόλυτο δημοκρατικό δικαίωμα της εφόσον διαβλέπει κινήσεις και λογικές που επιφέρουν πολιτική «ζημιά» στο σύλλογο. Υπεβλήθη στο πλέον αρμόδιο όργανο και πρωτοκολλήθηκε εγκαίρως. Συνάδελφοι - συναδέλφισσες, κανένας δε διαφωνεί με την ανάγκη ενότητας στο σύλλογο αλλά δεν μπορεί η «ενότητα» να αποτελεί την και την δικαιολογία για κάθε έλλειψη σοβαρότητας και κάθε πλεόνασμα πολιτικού αμοραλισμού. Μια τέτοια «ενότητα» δεν αποτελεί εργαλείο στα χέρια ενός μαχητικού συλλόγου.

4. Η ίδια η πρόταση μομφής ακολουθεί μια σειρά γεγονότα που αναδεικνύουν την προβληματική λειτουργία του Δ.Σ. και την άρνηση λήψης μέτρων για την βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης για τα θέματα τα οποία είναι κατεξοχήν της αρμοδιότητάς του. Πιο συγκεκριμένα:

· Υπάρχει πρόβλημα που χρονίζει όσον αφορά στην συγκρότηση του προεδρείου (αντικατάσταση Αντιπροέδρου) το οποίο έχει συζητηθεί και στη γενική συνέλευση.

· Υπάρχει πρόβλημα τακτικών συγκλήσεων του Δ.Σ. Αυτό σήμερα αποκτά ιδιαίτερη σημασία γιατί επίκειται η διαπραγμάτευση της νέας ΣΣΕ και δεν υπάρχει πια χρόνος ανοχής και υπομονής.

· Ιδιαίτερα για την παράσταση στην Βουλή υπήρξε άρνηση σύγκλησης Δ.Σ. απαραίτητο κατά την γνώμη μας για τον ορισμό των εκπροσώπων, την προετοιμασία της επιχειρηματολογίας και αντίστοιχων υπομνημάτων. Αντί αυτού υπήρξε η παρουσία του προέδρου στην επιτροπή με προσωπική του άρνηση να παρευρεθεί οποιοδήποτε άλλο μέλος του Δ.Σ., και με έκθεση απόψεων που όπως φαίνεται και από τα πρακτικά της βουλής απέχουν από τις αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων και τις θέσεις του συλλόγου σε μεγάλο βαθμό. Είναι προφανές ότι οι αστοχίες περί ΑΣΕΠ

5. Η υπόθεση της ΕΥΔ - Θεσσαλίας δεν αποτέλεσε μια ιδιομορφία που λύθηκε στο πλαίσιο ενός καλού πνεύματος συνεννόησης. Αλλά και έτσι να είναι, η συνεννόηση αφορά μόνο την απόσυρση του εσωτερικού κανονισμού της συγκεκριμένης ΕΥΔ. Ο σύλλογος όμως, σε κάθε περίπτωση και ιδιαίτερα όταν εμφανίζονται ανάλογα φαινόμενα θα πρέπει να διασφαλίζει την ΣΣΕ που υπογράφει ως κόρη οφθαλμού και ως κοινή υπόθεση όλων των εργαζομένων και όχι μόνο των συγκεκριμένων που θίγονται από κάποιον εσωτερικό κανονισμό. Γι αυτό και οι ενέργειες του θα πρέπει να είναι προς τη γενική διασφάλιση των ΣΣΕ που υπογράφει, να έχουν παραδειγματικό χαρακτήρα και να μην εξαρτώνται από περιπτωσιολογικές παρεξηγήσεις, θετικές η αρνητικές διαθέσεις .

6. Όσον αφορά στο τι σύλλογος είμαστε και τι συνδικαλιστική λογική ακολουθούμε, αν δηλαδή θα είναι αυτός αποκλειστικά επικεντρωμένος στα αμιγώς εργασιακά μας θέματα ή αν αυτά θα εντάσσονται σε ένα γενικότερο πλαίσιο έχουμε να πούμε τα εξής:Είναι προφανές ότι ο σύλλογος μας δεν μπορεί να είναι αποκομμένος από τις κοινωνικές διεργασίες ιδιαίτερα εφόσον είναι ο κατεξοχήν σύλλογος που τα μέλη του έχουν ως αντικείμενο τις αναπτυξιακές διαδικασίες της χώρας. Από την άλλη είναι προφανές ότι ή ο συγκεντρωτισμός και η αντίστοιχη αποδυνάμωση των περιφερειών επηρεάζουν τον ρόλο και την εργασιακή σχέση των συναδέλφων και ιδιαίτερα των ΠΕΠ. Η πολυπλοκότητα των διαδικασιών, οι διαδικασίες συγκρότησης των ΑΟΠ, είναι και αυτά εργασιακά θέματα καθότι επηρεάζουν τόσο το καθεστώς όσο και την ίδια την φύση της εργασίας μας. Σε αυτά τόσο ο σύλλογος όσο και το Δ.Σ. έχει πάρει θέση και δεν μπορεί να αφαιρούνται ή να παραβλέπονται κατά το δοκούν. Αν όμως μείνουμε αποκλειστικά στα στενά οικονομικά εργασιακά τότε – σε τελευταία ανάλυση - υποβαθμίζεται η ίδια η λειτουργία και ο ρόλος του συλλόγου. Αυτή η αντίληψη οδηγεί στη δημιουργία ad hoc επιτροπών που θα συναντάνε την εργοδοσία κατά περίπτωση και όχι μέσα σε ένα συνολικό εργασιακό πλαίσιο. Αυτή η λογική δημιουργεί μεγαλύτερους κινδύνους ιδιοτελών – παραταξιακών συμφερόντων και καταργεί την έννοια του συλλόγου. Επίσης οδηγεί σε κινδύνους που σχετίζονται με την καλή διάθεση του κάθε καλοθελητή «εκπροσώπου» των εργαζομένων, σε λύσεις στους διαδρόμους κ.λ.π.. Και αυτή την λογική ο σύλλογος την έχει απορρίψει με την μέχρι σήμερα δράση του.

7. Κατά την άποψή μας επειδή τα προκύψαντα ζητήματα είναι κατεξοχήν πολιτικά θέματα δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται πάντα με την καταφυγή σε μια ασαφή έννοια ενότητας. Υπάρχει ανάγκη όλα αυτά να λυθούν τώρα, και τουλάχιστον πριν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για την νέα Σ.Σ.Ε. Δεν μπορεί τα προβλήματα λειτουργίας του Δ.Σ. να εκκρεμούν και να κουκουλώνονται με την επίκληση της Ενιαίας εκπροσώπησης. Γιατί ενιαία έκφραση δεν σημαίνει συνονθύλευμα απόψεων αλλά ΣΥΝΘΕΣΗ μετά από ώριμη και ουσιαστική συζήτηση και διάλογο.

Αυτόνομη Παρέμβαση Σ.Ε. ΜΟΔ.

30.10.07

"Νόμος είναι το δίκιο του καταναλωτή"

Κυριακή πρωί στον πεζόδρομο του Θησείου διάφορες νέες κυρίως, αλλά και νέοι ντυμένοι ομοιόμορφα προχωρούσαν με αργά βήματα φωνάζοντας συνθήματα. Η αστυνομία έσπευσε γρήγορα να δει τι συμβαίνει. Οι φωνές όμως των "διαδηλωτών" αφορούσαν κρέμες προσώπου, καλλυντικά, βαφές και άλλα είδη περιποίησης σε φτηνές τιμές. Γενικό αίτημα του όλου χάπενινγκ η παραφρασμένη πρόταση (εξίσου όμως συζητήσιμη) "νόμος είναι το δίκιο του εργάτη" σε "νόμος είναι το δίκιο του... καταναλωτή".
Συνηθίζεται το τελευταίο διάστημα διάφορες διαφημίσεις μεγάλων καταστημάτων και πολυεθνικών να 'χουν σημείο αναφοράς έννοιες (όπως επανάσταση, αμφισβήτηση), εικόνες (υψωμένη γροθιά, συγκρούσεις με αστυνομία), πρόσωπα (Τσε, Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, Λένιν κ.ά.) και πρακτικές (διαδήλωση κ.λπ.) που έχουν συνδεθεί με συλλογικούς αγώνες και κατακτήσεις. Στον μεταμοντέρνο εξάλλου κόσμο που ζούμε, τα πάντα μπορούν να γίνουν θυσία και εμπόρευμα στο βωμό του κέρδους. Τόσο στη δεκαετία του '60 όσο και του '70 κάτι παρόμοιο θα ήταν αδιανόητο. Το '80 θα θεωρούνταν κάπως τραβηγμένο, ενώ στις αρχές του '90 θα έμοιαζε με καρφωμένο μαχαίρι στην καρδιά ετοιμοθάνατου. Πλέον, μολονότι θέλουμε να πιστεύουμε πως ο κόσμος επανέρχεται στα κινήματα, είναι αλήθεια πως η κάθε κοινωνία με τις ανάλογες κρατικές αρχές και λειτουργίες της επανακτεί πλήρως οτιδήποτε προκατείχε και το οποίο χάθηκε από τις σπίθες ρήξης του προηγούμενου αιώνα. Το χαμένο έδαφος κερδίζεται όλο και περισσότερο οδηγώντας προς έναν παγκόσμιο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, με τεράστια οικολογική καταστροφή. Σύμβολα και αξίες κατασκευασμένα από τους ίδιους τους ανθρώπους, και όχι από την επιβολή των ΜΜΕ, καταβροχθίζονται απ' την αδηφαγία του τεχνοκρατισμού ή μετατρέπονται σε μιντιακού τύπου ακίνδυνες παραστάσεις προς τέρψη του ατόμου - τηλεθεατή. Εξάλλου, στη σύγχρονη πραγματικότητα η αντικατάσταση του "πολίτη" από τον "καταναλωτή" με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τροφοδοτεί και αναπαράγει τις εκμεταλλευτικές κι εξουσιαστικές σχέσεις. Απ' την άλλη, οι μελοδραματισμοί των χαμένων οραμάτων, το ρομαντικό πνεύμα της εποχής και η μελαγχολία των ιδεολογιών που διαψεύστηκαν αντιπροσωπεύουν με τον δικό τους τρόπο γενεές που στρογγυλοκάθησαν στην πολιτική, οικονομική, πολιτιστική και επικοινωνιακή εξουσία του καιρού μας. Οι θολές αναμνήσεις του παρελθόντος επανέρχονται στην επικαιρότητα ως πρότυπα με μουσειακό χαρακτήρα σε μαζική απεύθυνση, όχι για να εμπνεύσουν ιδανικά και αξίες αλλά για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα πάσης φύσεως.
Μέσα στο όλο κλίμα νοσταλγίας, ιδιοποίησης, σφετερισμού συμβόλων, ασέβειας και απαξίωσης καλούμαστε να επαναφέρουμε με όρους σύγχρονους των ημερών μας προτάγματα πεταμένα στα σκοτεινά υπόγεια της Ιστορίας που κάπου- κάπου ανακαλούνται στη μνήμη μας εκ μέρους της κυρίαρχης ιδεολογίας για λόγους κερδοσκοπικούς και ψευδοανοχής στη διαφορετικότητα. Η αλήθεια βεβαίως δεν μπορεί να βρίσκεται στην απάντηση της πρωταρχικότητας της εργατικής τάξης (νόμος = δίκιο του εργάτη), αλλά αντίθετα επιδίωξη μας πρέπει να αποτελεί η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με ενδιάμεσα στρώματα και αγρότες στην κατεύθυνση συγκρότησης ενός συνασπισμού κοινωνικών δυνάμεων με σοσιαλιστική προοπτική. Προς αυτή την πορεία έχουμε τη δυνατότητα να βγούμε από ενδεχόμενα αδιέξοδα, επιλέγοντας έτσι τον αριστερό δρόμο εγκαταλείποντας δεξιά μας τη σταλινική και σοσιαλδημοκρατική κληρονομιά.
Όσο για την προσπάθεια γελοιοποίησης των μέσων κατάκτησης των δικαιωμάτων με χάπενινγκ όπως το παραπάνω οφείλουμε να 'χουμε όλοι κατά νου πως οι διαδηλώσεις και οι πορείες δεν είναι τίποτα περισσότερο μα αποτέλεσμα της ανάγκης που προκύπτει στη ζωή μας όταν αυτή λαμβάνει χαρακτηριστικά που την καθιστούν αφόρητη και αβίωτη. Συνεπώς, με την ίδια λογική εξεγέρσεις θα συνεχίζουν να ξεσπούν, όσο κι αν μερικοί προσπαθούν να τις ευτελίσουν, όχι γιατί κάποιοι πομπώδεις άνθρωποι θα συνεχίζουν να παλεύουν κόντρα στον άνεμο αλλά γιατί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα με τις αντιθέσεις, ανισότητες και κοινωνικές του τάξεις γεννά.
του Κωνσταντίνου Ζαγαρά. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 30.10.2007

26.10.07

Επιλεγόμενα στο βιβλίο που συντάραξε το Ρωμέικο για 400 μέρες

"[...]| Όλοι αυτοί, λοιπόν, αλλά κι εκείνοι που εκκωφαντικά σιώπησαν, θα πρέπει να γνωρίζουν και να έχουν την ειλικρίνεια να το ομολογήσουν --ότι βρέθηκαν σε άλλο τόπο και έδωσαν άλλες φανταστικές μάχες. Και ότι στον πραγματικό πόλεμο που διεξήχθη, στην πραγματική τούτη χώρα, συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στη νίκη των δυνάμεων για τις οποίες μίλησα και οι οποίες ήδη έχουν εκφράσει, και ευλόγως, την ικανοποίηση τους".|
Χριστίνα Αγριαντώνη, "Οι διανοητές συνέβαλαν στην νίκη του σκοταδισμού", |Τα Νέα|, 29-30 Σεπτεμβρίου 2007.

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου "διανοητή", αν αυτός ο όρος πιστοποιεί κάποια προσίδια και διακριτή ιδιότητα της προσωπικότητάς μου. Δεν τελείωσα καμιά πανεπιστημιακή ή άλλη "σχολή διανοητών", κι απ' όσο ξέρω τέτοια σχολή, που να απονέμει, πτυχίο διανοητού (ή διανοούμενου) δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο.
Φυσικά, διανοούμαι, |όπως όλοι οι άνθρωποι.| Δεν ήταν ο Γκράμσι που υποστήριζε ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε φιλόσοφοι; Και όπως όλοι μπορούν να γνωρίζουν, για το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, εγώ ο λαλίστατος, εκεί που διάλεξα και υποχρεούμαι να λαλώ, στην |Αυγή| και το περιοδικό |Πολίτης|, για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, |σιώπησα εκκωφαντικά|, παρόλο που η "συζήτηση" περί αυτό, οι στοιχήσεις υπέρ ή κατά, συντάραξαν το ρωμέικο εδώ κι ένα χρόνο. Όντως, εσίγησα. Και άρα, κατά τη Χριστίνα Αγριαντώνη, "συνέβαλα" στη νίκη του σκοταδισμού, αφού δεν προστέθηκαν και τα δικά μου βόλια για να εξοντωθεί το θηρίο. Μια δήλωση μόνο έκανα, μαζί με τον Στρατή Μπουρνάζο, εδώ στα "Ενθέματα" της |Αυγής|, ότι η κρίση για το βιβλίο της Ιστορίας, όπως και για οποιοδήποτε άλλο διδακτικό βιβλίο, δεν ανήκει στην Εκκλησία και δη στον προκαθήμενό της ούτε στους εθνικιστές υπηρεσίας-- που εξέφρασαν την ικανοποίησή τους μεγαλαυχούντες, γιατί ο αγώνας τους δικαιώθηκε με την απόσυρσή του βιβλίου. Αλλά μια στιγμή, να δούμε: ποιο ήταν το θηρίον;
Συγχωρήστε με, αλλά, πριν από κάθε άλλο, θα διηγηθώ δύο ιστορίες που τυχαία έπεσα επάνω τους, σε μια κυριακάτικη εκδρομή στα ορεινά της Αρκαδίας, αρχές Αυγούστου κι αφού ήδη είχαν αποτεφρωθεί η Β. Πελοπόννησος κι άλλα μέρη της Ελλάδας.
Σε ένα μοναστήρι, λοιπόν, ένα βέλος-οδοδείκτης έδειχνε το δρόμο προς το "Κρυφό Σχολειό" --και στα αγγλικά παρακαλώ-- που είχε λειτουργήσει κάποτε σ' αυτά τα μέρη και οι τουρίστες καλούνταν να το επισκεφθούν. Στην αρχή του δρόμου προς το "Κρυφό Σχολειό" σ' ένα παρεκκλήσι του μοναστηριού όπου πλησίασα να ρίξω μια ματιά, ένας ιερωμένος εξηγούσε σε ζεύγος τουριστών τα του ιστορικού Σχολείου - αξιοθέατο της Μονής. Οι άνθρωποι τα άκουσαν προσεκτικά κι ευγενικά, χωρίς κανένα σχόλιο. Έφυγαν. Κι αμέσως ο εντεταλμένος στην ξενάγηση ιερωμένος καταπιάστηκε με μένα. Ξεκίνησε την ομιλία του εις την αγγλικήν παρακινούμενος προφανώς από την τυπικότατη αγγλοσαξωνική θωριά μου. "Έλληνας, είμαι" τον διέκοψα, κι αυτός αμέσως το γύρισε στα ελληνικά. Τον διέκοψα και πάλι, πολύ ευγενικά, ρωτώντας πότε λειτούργησε το Κρυφό Σχολειό της Μονής. "Το 900 τόσο" απάντησε (δεν θυμάμαι την ακριβή χρονολογία που μου είπε, πάντως σίγουρα τον 10ο αιώνα). "Μα τον 10ο αιώνα" αντέτεινα, "δεν έχουμε τουρκοκρατία, βασιλεύουν οι κραταιοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου, κανείς δεν διώκει τα γράμματα, τα ελληνικά, ούτε τον χριστιανισμό. Το αντίθετο, μάλιστα". Ο ιερωμένος ακάθεκτος συνέχισε: "Οι πληροφορίες που έχω, αυτό λένε". Τον ευχαρίστησα και απομακρύνθηκα, ενώ ο φίλος που είμαστε μαζί θαύμαζε το τοπίο και το παρεκκλήσι.
Ιστορία δεύτερη: Λίγο αργότερα με τον φίλο μου, σ' ένα εστιατόριο γευόμαστε ένα πραγματικά υπέροχο κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο. Κάποιος παρατυχών κύριος μας έπιασε κουβέντα, κέρασε μάλιστα κι ένα τσίπουρο. Ο κύριος ήταν δάσκαλος, καταγόταν απ' αυτά τα χωριά και επί είκοσι χρόνια, όπως μας είπε, υπηρετούσε σε σχολείο της Θεσσαλονίκης. Αντιπαρέρχομαι πολλά και διάφορα απ' το λογύδριο, που μονολογώντας, σχεδόν μας έβγαλε επί μια ώρα. Το κύριο όμως που έλεγε ήταν ότι το επάρατο βιβλίο της Ρεπούση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον αφελληνισμό της νέας γενιάς, ώστε τα διευθυντήρια της Ευρώπης να μας κάνουν ότι θέλουν συνεχίζοντας το ολέθριο και ανθελληνικό τους ρόλο όπως στο '21, στην Μικρασιατική Καταστροφή και τον καιρό της Αντίστασης. Το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού είναι σκέτη προδοσία και πρωτομάστορες της προδοσίας, οι συντάκτες του και το υπουργείο. Δεν το κουβεντιάσαμε μαζί του το ζήτημα~ καθώς είχαμε αποφάει, τον χαιρετίσαμε, δια χειραψίας μάλιστα, και φύγαμε.
Αλλά αν σας διηγούμαι αυτές τις βιαστικές ταξιδιωτικές συναντήσεις δεν είναι επειδή αποτελούν τουριστικά παράδοξα με κάποιους ιθαγενείς που συναντήσαμε. Τις ίδιες απόψεις είχαν τουλάχιστον δυόμισι εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες που στο "δημοψήφισμα" του κ. Χριστόδουλου εψήφισαν υπέρ της αναγραφής της ορθοδόξου ιδιότητός τους στις καινούργιες ταυτότητες γιατί ήταν καθοριστικό στοιχείο της ελληνικότητάς (και της χριστιανικότητάς τους) και η μη αναγραφή του θρησκεύματος θα σήμαινε τον αφελληνισμό τους. Διότι οι πραγματικά σκοταδιστικές (και εθνικιστικές --ξεχνάμε τα ογκωδέστατα συλλαλητήρια για το "Σκοπιανό") απόψεις περί νεοελληνικής ιστορίας είναι ευρύτατα διαδεδομένες, είναι κυρίαρχες. Άρχουν όχι μόνο στα διδασκόμενα βιβλία αλλά και στο κράτος, την νομοθεσία, τα ΜΜΕ, και στις συνειδήσεις της μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού. Στην προκειμένη περίπτωση συμπυκνώθηκαν κυρίως στα εξής σημεία που, αν και φαινομενικά δευτερεύουσας σημασίας, από ιστορική άποψη, λειτούργησαν σαν κόκκινο φως για τους θιασώτες του εθνικισμού και ιδίως του εκκλησιαστικού ζηλωτισμού: α) στο "λάβαρο" της Επαναστάσεως που υποτίθεται ότι σήκωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στην Αγία Λαύρα, την ημέρα του Ευαγγελισμού, στις 25 Μαρτίου 1821, β) στο "Κρυφό Σχολείο" δια του οποίου η Εκκλησία στη μακρόχρονη περίοδό της Οθωμανικής Κατάκτησης διέσωσε το ελληνικό φρόνημα των κατακτημένων και τη θρησκεία τους, γ) στον εθνεγερτικό ρόλο της Εκκλησίας, για την αφύπνιση του ελληνισμού και την έκρηξη της Επανάστασης, δ) τέλος, εκείνος ο "συνωστισμός" των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στα παράλια της Ιωνίας μετά την ήττα του ελληνικού στρατού, έδινε συγχωροχάρτι στην αγριότητα του Τούρκου και εξευγένιζε, ούτως ειπείν, αυτόν το βάρβαρο ανατολίτη, αυτόν που δεν γνώριζε παρά μόνο τη γλώσσα του γιαταγανιού και που οι Έλληνες τόσο οδυνηρά είχαν γνωρίσει επί αιώνες, στο ίδιο τους το κορμί.
Το κρινόμενο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, πράγματι, δεν επανέλαβε, όπως ήταν πάγια η παράδοση των σχολικών βιβλίων και της διδασκαλίας και αποτελούσαν μερικά απ' τα ιδρυτικά μοτίβα της εθνικιστικής νεοελληνικής ιδεολογίας που βασίζονται σε αντίστοιχους μύθους τους οποίους έχουν ανασκευάσει πλήρως οι πλέον έγκριτοι Έλληνες ιστορικοί. Να σημειώσουμε όμως ότι και τα τρία πρώτα στοιχεία --το ζήτημα της έκφρασης "συνωστισμός" είναι διαφορετικό-- έχουν να κάνουν με το ρόλο της Εκκλησίας. Καθώς δεν αναφέρονται στο βιβλίο μοιάζει αυτό να μη συνηγορεί υπέρ του καθοριστικού ρόλου, της εκκλησίας, και επομένως μοιάζει να μην συνηγορεί υπέρ του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα του ελληνισμού. |Και είναι προς τιμήν του. |Εγώ τουλάχιστον δεν έχω λόγο να μην αναγνωρίσω αυτή την αρετή του βιβλίου και των συντακτών του. Όμως και παρόλο που "σιώπησα εκκωφαντικά" περί του βιβλίου, γι' αυτά και άλλα παρόμοια θέματα, ακολουθώντας τους μεγάλους δασκάλους μας, συχνά εμίλησα, στο πρόσφατο παρελθόν ουδέποτε κρυπτόμενος πίσω απ' το δάκτυλό μου. Scripta manent κι άλλα πολλά, ως "διανοητής", ως αρθρογράφος, ως αριστερός, και ειδικότερα ως ουδετερόθρησκος πολίτης, μαχόμενος υπέρ του ουδετερόθρησκου σχολείου, υπέρ του ουδετερόθρησκου κοσμικού κράτους.
Μόλις όμως εκυκλοφόρησε το εν λόγω βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού πρώτος και καλύτερος ξιφούλκησε κατ' αυτού ο προκαθήμενος της ελληνικής Εκκλησίας κατηγορώντας το ότι βάλλει κατά της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού έθνους ως ελληνοορθοδόξου, ότι απομειώνει ή και εξαφανίζει τον ρόλο της Εκκλησίας συμβάλλοντας έτσι στον αφελληνισμό του ελληνικού λαού. Και προς απόδειξη της εθνικής μειοδοσίας του βιβλίου χρησιμοποίησε τα "τρία στοιχεία" που προανέφερα υπεραμυνόμενος ενός μυθευτικού χαρακτήρα της νεοελληνικής ιστορίας. Έβαλε γραμμή δηλαδή. Μια γραμμή που πλειστάκις είχε βροντοφωνάξει από άμβωνος στο παρελθόν και την οποία το ελληνορθόδοξο ποίμνιο όφειλε να υπηρετήσει. Και το ποίμνιο του --είπαμε, το υπαρκτότατο ποίμνιο-- την υπηρέτησε. Διότι συμβαίνει αυτό με τα ποίμνια. Έτσι, ηγέρθη φωνή μεγάλη και κατακραυγή που τα ΜΜΕ εμεγέθυναν στο έπακρο καθ' όσον το θέμα πιασάρικο, μαζί και οι υπερπατριώτες υπηρεσίας στους οποίους προστέθηκαν και πολλοί "αντιιμπεριαλιστές" καθ' όσον το Βιβλίο υπηρετούσε τη φωνή και τα συμφέροντά των μονοπωλίων της Δύσης και της επάρατης Ε.Ε. Έτσι ήρθε κι έδεσε το πράγμα. Και επειδή η περίοδος ήταν προεκλογική το βιβλίο ανεμείχθη στην πολιτική. Εκείνα τα δυόμισι εκατομμύρια των συμπολιτών μας τα οποία εψήφισαν υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες ελάμβαναν τον λόγο παντοιοτρόπως κατακεραυνώνοντας επί εθνική μειοδοσία τους αυτουργούς της εθνικής ιεροσυλίας μεταξύ των οποίων και το Υπουργείο και η υπουργός κ. Γιαννάκου, διακεκριμένου στελέχους της Ν.Δ. και πολιτικής υπευθύνου της όλης διαδικασίας. Το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά εκώφευσε αν και επί των ημερών του είχε ανατεθεί στη συγκεκριμένη συντακτική ομάδα, η σύνταξη του βιβλίου με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ενώ η ΝΔ ενεπλάκη σε μια διαδικασία ιδιαίτερα στενάχωρη γι' αυτήν μια και εξαιτίας του βιβλίου της έφευγε κόσμος κατά Καρατζαφέρη μεριά. Τέλος η κ. Γιαννάκου, προς τιμήν της, δεν θέλησε να "απεμπλακεί" από τη νόμιμη διαδικασία και επέμεινε ως το τέλος το βιβλίο, διορθωμένο, να διανεμηθεί στα σχολεία. Και γι' αυτό, το νεοδημοκρατικό εκκλησίασμα την ετιμώρησε δεόντως με κοινοβουλευτική υπερορία. Μόνο ο ΣΥΝ, λίγοι δημοσιογράφοι και ορισμένοι ιστορικοί υποστήριξαν και τη διαδικασία σύνταξης του βιβλίου και το περιεχόμενό του, αντιδρώντας σε όλον αυτό τον εθνικιστικό - θρησκευτικό ζηλωτισμό που είχε ξεσπάσει και στον οποίο έριξε τη "σπόντα" του και ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής λίγες μόνο ημέρες προ των εκλογών. Τα αλλεπάλληλα αγκαλιάσματά του με τον κ. Χριστόδουλο δεν ήταν για το θεαθήναι.
Ήταν σαφές ευθύς εξαρχής. Με τέτοιους αγελαίους όρους για την επιστημονική και την παιδαγωγική εγκυρότητα του βιβλίου ουσιαστική συζήτηση δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Το πεδίο της "δημόσιας ιστορίας" ήταν κατειλημμένο από τους οπαδούς και τους κήνσορες μιας αρρωστημένης αντίληψης για το έθνος και την Εκκλησία και από τη σάγκα των ΜΜΕ. Εκεί χάνουμε ζυγά κερδίζουν.
Γι' αυτό και εγώ εσίγησα. Αλλά και για ένα άλλο ουσιωδέστατο λόγο, για τον οποίο, τώρα πια που το θέμα "έληξε", μπορώ να "μιλήσω". Όταν, λοιπόν, ξέσπασε το ζήτημα η Μαρία Ρεπούση μου έστειλε τα τρία σχολικά βιβλία που ήδη είχαν διανεμηθεί για να της πω τη γνώμη μου. Δηλαδή το κυρίως βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, το βιβλίο ασκήσεων του μαθητή και το βιβλίο του δασκάλου. Τα διάβασα προσεκτικά και τα τρία, σαν καλός μαθητής και δάσκαλος του Δημοτικού, είδα βέβαια τα 3-4 σημεία περί των οποίων ο μεγάλος σαματάς, αλλά και ορισμένα άλλα. Θα αναφερθώ σ' αυτά πολύ συνοπτικά.
Κατ' αρχάς, δεν θεωρώ ότι ένα διδακτικό βιβλίο Ιστορίας πρέπει να είναι η ναυαρχίδα της ιστορικής έρευνας (όπως σωστά, παρατήρησε στα |Νέα| ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος). Στα βιβλία αυτά δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί π.χ. το ζήτημα της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους. (Παπαρηγόπουλος, Ζαμπέλιος και όλη έκτοτε εθνικιστική ιστοριογραφία, βάση της νεοελληνικής επίσημης, της κρατικής ιδεολογίας)~ ή αν, η αργόσυρτη ανάδυση του ελληνικού έθνους αρχίζει από τον 10ο - 11ο αιώνα και συντελείται οριστικά στην και από την Επανάσταση του '21 (Σβορώνος), ή αν (και) το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα ελληνικών εθνικιστικών ελίτ των αρχών του 19ου αιώνα, όπως διδάσκει μια ορισμένη αγγλοσαξωνική κοινωνιολογία και την οποία συμμερίζονται πλείστοι όσοι σύγχρονοι Έλληνες ιστορικοί και κοινωνιολόγοι. Μια σχολική ιστορία πρέπει να περιέχει, τουλάχιστον, τους βασικούς κόμβους γεγονότων και κοινωνικών καταστάσεων μιας ορισμένης περιόδου που από μέσα τους πέρασε το δικό μας το έθνος αλλά και --πάντα σε γενικές γραμμές-- τα άλλα έθνη της οικουμένης. Να είναι επιπλέον μια ιστορία της εξέλιξης των πολιτισμών, μια "γραμματική των πολιτισμών" που έλεγε ο Μπρωντέλ, να μαθαίνουν δηλαδή τα παιδιά την περιπέτεια της ζωής των ανθρώπων των προηγούμενων γενεών ως εγνωσμένη ιστορία και όχι ως άθυρμα μυθευμάτων, να μαθαίνουν τα μεγάλα δημιουργήματα αλλά και τα πάθη των ανθρώπων που έζησαν πριν από μας. Επιπλέον ένα βιβλίο σχολικής ιστορίας δεν μπορεί να είναι ένα σύγγραμμα οκτακοσίων σελίδων (Μ. Ρεπούση) "που τα λέει όλα", αλλά καθώς οι μαθητές το τρώνε κατακέφαλα εντέλει δεν μαθαίνουν τίποτε. Μια σύντομη, στοιχειακή, αλλά αφηγηματικά δυνατή εκλαΐκευση πρέπει να είναι το σχολικό εγχειρίδιο. Άρα το μέγα πρόβλημα είναι τι κρατάς, τι αφήνεις απ' έξω και κυρίως πρέπει ο τρόπος της αφήγησης να ανοίγει την όρεξη στου δρόμους της φαντασίας προς την απεραντότητα της ιστορίας. Άρα είναι εξαιρετικά δύσκολο το έργο του ιστορικού. Συνήθως η αφήγηση είναι ξερή, μελοδραματική, μεγαλόστομη, σχολαστική που δεν καταφέρνει να δημιουργήσει το συμπαγές ενός οργανωμένου και συνεκτικού συνόλου, να προκαλέσει τη μέθεξη σε μια ευρύτερη σύλληψη των άπειρων πτυχών των κοινωνικών, των αισθητικών, και των πολιτικών εμβιώσεων περί των οποίων πρέπει να μιλά η ιστορία. Αν τα παραπάνω είναι απαραίτητα για κάθε έργο ιστορίας στην περίπτωση του μαθητικού εγχειριδίου είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ. Πως αλλιώς θ' ανοίξει η περιέργεια των παιδιών στον άγνωστο κόσμο, πως θα παθιαστούν κι αυτά με τα πάθη των ανθρώπων και τα δημιουργήματα τους, πως θα κατανοήσουν τα όσα μαθαίνουν;
Δεν τα κατάφερε καλά απ' αυτή την άποψη το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού. Είναι το ίδιο ξερό και συμβατικής αφήγησης όπως και τόσο άλλα που προηγήθηκαν από συστάσεως ελληνικού κράτους. Η αφηγηματική του βιβλίου κατέληγε στο ίδιο παιδαγωγικό έλλειμμα που εμφανώς ήθελε να ξεπεράσει. Η προσθήκη μερικών φωτογραφιών παραπάνω, μερικών πηγών και πινάκων (αφελέστατων τις περισσότερες φορές) δεν δημιουργούν ένα διάκοσμο που πέρα, από την απαραίτητη γνωσιακή του σημασία, θα ήταν σε θέση να συναρπάσσει. Και πρέπει να συναρπάσσει. Καλά δεν έχει εκείνη την υπερπατριωτική μεγαλαυχία, εκείνα τα |χαίρε, ω Αθανάσιε Διάκε |κ.λπ. Αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι, χαμηλών τόνων τρόποι, να βαρεθεί κανείς ώστε "όταν έχουμε σχολείο βαριέμαι".
Αυτή η γεύση του αφηγηματικά άνυδρου που μου έδωσε η ανάγνωση του βιβλίου δεν μου παρείχε --μιλάω πάντα για τις δικές μου αναγνωστικές ανάγκες-- τη δυνατότητα να συνηγορήσω υπέρ του ήδη βαλλόμενου εγχειριδίου. Ύστερα ήρθαν κι άλλα. Δηλαδή πολλά λάθη πραγματολογικού χαρακτήρα, καθόλου ουδέτερα. π.χ. ότι στον Β? Παγκόσμιο πόλεμο, σύμφωνα με ένα άγγλο ιστορικό, σκοτώθηκαν 85.000 Έλληνες στρατιωτικοί, τη στιγμή που ξέρουμε ότι στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στον ελληνογερμανικό, την άνοιξη του '41, στη μάχη της Κρήτης και στη Μέση Ανατολή το σύνολο των απωλειών δεν ξεπέρασε τους 15.000 νεκρούς (αξιωματικούς και στρατιώτες). Ή ότι αιτία της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ο "πόλεμος των σιτηρών" των αμέσως πριν την επανάσταση ετών. Η αποσιώπηση ότι τη δεκαετία 1940-50 στον τόπο μας ξετυλίχθηκαν σκληρότατες και πολυαίμακτες εμφύλιες συγκρούσεις. Ή ότι η κυβέρνηση το 1946 "δεν κατάφερε ν' αποτρέψει τον Εμφύλιο πόλεμο", τη στιγμή που ξέρουμε ότι η κυβέρνηση και οι Άγγλοι έκαναν τα πάντα για να ξεσπάσει ο Εμφύλιος, ώστε να συντριφτεί το εαμικό κίνημα, και σ' αυτούς ανήκει κυρίως η ευθύνη. Ή ότι τα 400 χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, κατά το βιβλίο, ήταν χρόνια κυριαρχίας κι όχι κατάκτησης και σκλαβιάς με όλα τα επακόλουθα που διατηρήθηκαν ώς το τέλος manu militari. Ή ότι η Καλλιρρόη Παρρέν, σπουδαία πράγματι φεμινίστρια, ήταν μια μεγάλη λογοτέχνης του 19ου αι. όπως τη θέλει το βιβλίο σαν τον Κάλβο, το Σολωμό, τον Παλαμά. Ή ότι αποσιωπάται ο ελληνογερμανικός πόλεμος της άνοιξης του 1941 πού ήταν και η ουσιαστική εμπλοκή της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο που ρήμαξε την Ελλάδα όπως κι όλη την Ευρώπη. Ή ότι δεν υπήρξαν γενίτσαροι και γενιτσαρισμός. Ή ότι για τον Μεσοπόλεμο δεν αναφέρεται ότι υπήρξε μια διαδοχή πραξικοπημάτων, προνουτσιαμέντων και δικτατοριών με μερικά μόνο διαλείμματα δημοκρατίας. Ή εκείνος ο συνωστισμός: Πράγματι υπάρχει μια υπόδειξη της Ε.Ε. να μην εξάπτονται τα παλαιά μίση μεταξύ των λαών, όλα εκείνα που τους χώρισαν στο παρελθόν, να βοηθιέται η καταλλαγή και η ειρήνευση των πνευμάτων. Να μην γράφουν π.χ. τα γερμανικά εγχειρίδια ότι ο Καρλομάγνος ξεθεμελίωσε 7 πόλεις, παλούκωσε χιλιάδες αντιπάλους κι άλλα πολλά ων ουκ έστι αριθμός. Έστω. Πράγματι, δεν υπάρχει κανείς λόγος να λέμε ότι ο Τούρκος είναι ένας εκ φύσεως βάρβαρος και απολίτιστος ανατολίτης ή ότι οι Φράγκοι είναι ακόλαστα τέκνα της μαλαφράντζας και εκθηλυσμένοι ηδονοθήρες κ.λπ., κ.λπ. Όμως οι σχέσεις μεταξύ των λαών ήταν συγκρουσιακές. Αν απαλείψουμε τη συγκρουσιακότητα της πραγματικής ιστορίας, αν εξωραΐσουμε τις σχέσεις καλύπτοντάς τις με τον αισχυντηλό πέπλο μιας πλαστής αδελφοσύνης και αγαστής συμβίωσης που μόνον πότε-πότε τη χαλάνε κάποιοι σαρακηνοί μαχαιροβγάλτες, κάποιοι παρανοϊκοί SS, τότε δεν κάνουμε ιστορία, αλλά Χάρυ Πότερ σε νέες περιπέτειες. Ή απλώς λέμε ψέματα. Ή ότι: ενώ πράγματι το βιβλίο δεν μνημονεύει το "λάβαρο", "το κρυφό σχολειό" και δεν εξαίρεται ο εθνεγερτικός ρόλος της Εκκλησίας, ωστόσο στο πεδίο της πραγματικής ιστορίας κι όχι στους εκ των υστέρων μύθους που κατασκεύασε η Εκκλησία, το Πατριαρχείο --διότι περί αυτού πρόκειται-- πριν την Επανάσταση απέτρεπε πάσα ανατρεπτική κατά του Σουλτάνου πράξη και στάση --ίδε |Πατρική Διδασκαλία| και συνεβούλευε απειλητικά την υποταγή, "|τύφλωσον κύριε τον λαόν σου"| (Φίλ. Ηλιού) διότι πάσα απείθεια ήταν αμαρτία και εναντίωση στο "θέλημα του θεού". Αλλά και όταν ξέσπασε η Επανάσταση αφόρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και, ύστερα, όλους γενικά τους επαναστάτες. Κι αυτός, ακριβώς είναι ο λόγος που η Εκκλησία, εκ των υστέρων, κατασκεύασε τους δικαιωτικούς υπέρ εαυτής μύθους. Για το Πατριαρχείο μιλάω κι όχι για τον κλήρο, ανώτερο και κατώτερο, της επαναστατημένης Ελλάδας που, αδιαφορώντας για τις ύπερθεν εντολές, έπραξε ότι κι όλοι οι άλλοι επαναστατημένοι έλληνες που μετείχαν στην Επανάσταση. Και γενικότερα: την ιδρυτική σύλληψη του ελληνικού εθνικισμού, τουτέστι τη τρισχιλιετή και αδιατάρακτο συνέχεια του ελληνισμού, Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, Νεότερος Ελληνισμός (των Ζαμπέλιου και Παπαρηγόπουλου) το βιβλίο την αφήνει στη θέση του.
Είπαμε ένα διδακτικό βιβλίο δεν μπορεί να είναι ναυαρχίδα της ιστορικής έρευνας. Δεν μπορεί όμως να μην είναι και κοινωνική ιστορία, να δείχνει κάπως πως έζησαν οι άνθρωποι, ιδιαίτερα της χώρας μας, των χωριών μας και των πόλεων μας. Δεν θα 'πρεπε να αναφερθεί ότι κάποτε άρχισε και στην Ελλάδα η καλλιέργεια του καλαμποκιού, της πατάτας, της ντομάτας, η γραμμική σπορά, ότι η διασπορά ήταν, συνέπεια της αύξησης ενός πληθυσμού που δεν μπορούσε να ζήσει στην Ελλάδα, ότι ανάμεσα 1960 και 1974 ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες, βεβαίως και Ελληνίδες, μετανάστευσαν στη Γερμανία, τη Σουηδία, και του Βελγίου τις στοές και το μεταναστευτικό συνάλλαγμα, μαζί με το ναυτιλιακό δυναμίτισαν την ελληνική οικονομία; Αυτές είναι λίγες αλλά ενδεικτικές παρατηρήσεις από τις πολύ περισσότερες που μπορεί κανείς να κάνει.
Λάθη, αποσιωπήσεις, παραλείψεις, μια άνυδρη αφήγηση, μια γραφή δηλαδή εντελώς ουδέτερη, ασαφείς ερμηνείες και αφελείς πηγές (δεν θα το έλεγα βέβαια για τον "όρκο των Μεσολογγιτών", που περιέχεται στο βιβλίο, και είναι να σου σηκώνεται η τρίχα) δεν συγκροτούν βέβαια μια ιδέα ενός μαχόμενου έθνους από 1453 μέχρι σήμερα, ενός λαού με αντιστασιακή ιστορία (Σβορώνος), δεν παρέχουν την ιδέα μιας βαθιάς ένωσης εκατομμυρίων ανθρώπων του παρελθόντος που συνδέθηκαν, παρά τις συγκρούσεις τους, αν θέλετε και χάρη σ' αυτές, σε ένα συνανήκειν, σε μιαν αλληλεγγύη, σε ένα "εμείς", σε ένα ομοιογενές έθνος. Μια τέτοια ιστορία πρέπει να διδάσκονται οι παίδες που έχουν αυτιά και νου να την ακούσουν και να την κατανοήσουν. Το σχολείο, τα διδακτικά βιβλία, οι δάσκαλοι, οι επιστήμονες, οι μεγαλύτεροι έχουμε υποχρέωση να τους τη διδάξουμε. Διότι διδακτόν η αρετή.
Η τόσο διαφημισμένη από ορισμένους Ιστορία της ΣΤ' Δημοτικού ως άνοιγμα κατά του σκοταδισμού και ως νέα παιδαγωγική μαθητοκεντρική τη θέλει η συντακτική ομάδα, ενάντια στη διδασκαλοκεντρική), το καταδικασμένο από Εκκλησία, εθνικιστές υπηρεσίας και από το κράτος το ίδιο που εντέλει το απέσυρε, δεν ήταν ένα βιβλίο ιστορικής αρετής, μια στρωτή αλλά συνεκτική βάση για την εγκύκλιο ιστορική μόρφωση.
Το ραβαΐσι των 400 ημερών όπου μονά χάνεις, ζυγά κερδίζουν, για το αν τελικά η Ν.Δ. θα χάσει ή δεν θα χάσει μερικές χιλιάδες ψήφους δεν ήταν μάχη για τις αρετές μιας ιστορίας που οφείλουν και δικαιούνται να διδάσκονται οι μαθητές. "Διανοητής" - ξεδιανοητής, εσίγησα~ την ώρα, βέβαια, της σύγκρουσης, μέσα στην προεκλογική συγκυρία δεν βγήκα να χτυπήσω το βιβλίο, πράγμα το οποίο θα εισέπρατταν άλλοι. Στον τόπο που βρέθηκα, στην πραγματική τούτη χώρα το βιβλίο δεν ήταν εκείνο που θα ήθελα να διδάσκονται οι μαθητές~ το "λάβαρο" ήταν λίγο, ελαχιστότατο για να συστρατευτώ, ένα πουκάμισο αδειανό χωρίς καμιάν Ελένη.
Του Άγγελου Ελεφάντη. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 5.10.2007