30.5.08

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΗΣ ΓΣΕΕ

Στον αγωνιστικό δρόμο η ΓΣΕΕ πρέπει να πατά γκάζι, όχι φρένο

1. Η κυβέρνηση αγνοώντας επιδεικτικά την θέληση των εργαζομένων και της κοινωνίας ευρύτερα, αφού προώθησε την πρώτη φάση επίθεση της στο ασφαλιστικό, επιχειρεί τώρα να ολοκληρώσει το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα των αντεργατικών αλλαγών της.
Προχωρά στην πλήρη εκποίηση και εκχώρηση της Διοίκησης στον ΟΤΕ που αποτελεί το πιο σημαντικό φορέα εισαγωγής της χώρας μας στις τεχνολογίες αιχμής. Ξεπουλά λιμάνια και υποδομές, ιδιωτικοποιεί ότι δεν πρόλαβε η προηγούμενη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Διαιωνίζει την λιτότητα με μια απαράδεκτη εισοδηματική πολιτική που κατατρώγει το εργατικό εισόδημα. Ανέχεται και υποθάλπει το γιγαντιαίο κύμα ακρίβειας που εξανεμίζει μισθούς και συντάξεις.
Παρά την αποτυχία της να τροποποιήσει το άρθρο 16 επιχειρεί να ιδιωτικοποιήσει την παιδεία και να εφαρμόσει ένα νόμο που υποβαθμίζει την εκπαίδευση και τη διασυνδέει πιο στενά με τα μεγάλα συμφέροντα.
Προετοιμάζει επίσης μια νέα επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα με την πλήρη απορρύθμιση της εργασίας και την εναρμόνιση του εργατικού δικαίου στα συμφέροντα του κεφαλαίου, στα πλαίσια της διαβόητης flexicurity.
Οι τράπεζες με το έτσι θέλω και με την ενθάρρυνση της κυβέρνησης πρωτοπορούν καταργώντας το κλαδικό επίπεδο διαπραγμάτευσης που προβλέπεται συνταγματικά, δίνο-ντας έτσι σήμα για τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας.
Η κατάσταση αυτή δεν αντιμετωπίζεται με την κατάσταση «ρελαντί» που υπάρχει στη ΓΣΕΕ. Με τις ισορροπίες αδράνειας στις οποίες έχει οδηγήσει το σφιχταγκάλιασμα ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ.
Απαιτείται μια νέα επιλογή καθολικής σύγκρουσης με το νεοφιλελευθερισμό και τις επιλογές του. Απαιτείται η συγκρότηση ενός ισχυρού αντινεοφιλελεύθερου κινήματος που θα συγκρουστεί με την κυβερνητική αντεργατική πολιτική. Σ’ αυτό το κίνημα πρέπει να ενταχθεί και η ΓΣΕΕ σταματώντας τη συμβιβαστική γραμμή που επέδειξε μέχρι σήμερα. Το ερώτημα είναι αν η ηγεσία της θέλει.
2. Το συνδικαλιστικό κίνημα βγαίνει βαριά τραυματισμένο από τις εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος. Η κυβερνητική επίθεση στο ασφαλιστικό έδωσε την ευκαιρία στα συνδικάτα να ανασυνταχθούν και να οργανώσουν μεγάλες και μαζικές κινητοποιήσεις. Παρά τις αδυναμίες που εμφανίστηκαν, η ΓΣΕΕ έπαιξε έναν θετικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτού του αγώνα. Όμως η αρνητική εξέλιξη όσον αφορά την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση, ήταν μια ολέθρια επιλογή η οποία «έχυσε το γάλα από την καρδάρα που γέμιζε». Η επιλογή αυτή σήμανε την αποκλιμάκωση των αγώνων προς μεγάλη ευφορία της κυβέρνησης. Οι άμαζες συγκεντρώσεις την πρωτομαγιά στο σύνολο τους αποδεικνύουν την ζημιά που έχει γίνει. Η επιλογή αυτή άφησε τους εργαζόμενους απροστάτευτους στο κύμα της ακρίβειας το οποίο ήδη αποδεκάτισε τις όποιες αυξήσεις δόθηκαν.
Η διαφωνία μας σ’ αυτές τις επιλογές, όπως και σε πολλές άλλες στο παρελθόν, είναι ριζική και δεδομένη, όπως δεδομένες είναι οι ευθύνες των δυνάμεων ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ. Αυτές υπάρχουν και θα καταλογίζονται. Υπάρχει ανάγκη όμως να προχωρήσουμε. Η κυβερνητική επίθεση περνά σε νέα φάση κλιμάκωσης της. Συνεπώς υπάρχει η ανάγκη να εκπονήσουμε ένα νέο σχεδιασμό αγωνιστικής δράσης με στόχο να αποκρούσουμε την κυβερνητική επίθεση και την αυθαιρεσία των εργοδοτών η οποία γιγαντώνεται.
Εκτιμούμε ότι στη ΓΣΕΕ απαιτούνται ριζικές αλλαγές στο προσανατολισμό και τη λειτουργία της και θα αγωνιστούμε γι’ αυτές. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν να επιλέξουν μεταξύ του συμβιβασμένου συνδικαλισμού και της διασπαστικής πρακτικής. Η ανάγκη πάλης από τα μέσα και από τα πάνω και από τα κάτω, για να αλλάξουν τα δεδομένα στο συνδικαλιστικό κίνημα και να κατακτήσει τον αυτόνομο ταξικό ρόλο του είναι ενδεδειγμένη στάση και θα ενταθεί. Καλούμε όλους τους συναδέλφους όπου και αν ανήκουν να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Το βάρος της προσπάθειας μας θα πέσει στους χώρους δουλειάς, ώστε να στηρίξουμε την κίνηση των από κάτω. Όμως δεν εγκαταλείπουμε την προσπάθεια , παρά τις διευρυνόμενες δυσκολίες, ώστε η ΓΣΕΕ να παίξει ουσιαστικά τον ρόλο της και να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα των εργαζομένων.
Συμμετέχουμε σε ένα αντιπροσωπευτικό προεδρείο, ένα προεδρείο μη προγραμματικής συμφωνίας και συνεργασίας και απαιτούμε αυτό το προεδρείο στοιχειωδώς να λειτουργεί και ο καθένας να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Το αντιπροσωπευτικό προεδρείο υπάρχει στη ΓΣΕΕ με τις δυνάμεις που το αποδέχονται, αλλά η λογική του δε λειτουργεί. Εμείς διεκδικούμε τη συλλογική λειτουργία και φυσικά δεν πρόκειται να αποδεχτούμε ή να νομιμοποιήσουμε πρακτικές αποκλεισμού.
3. Η πολυσχιδής διεθνής κρίση αποδεικνύει και την βαρβαρότητα, αλλά και την αποτυχία του καπιταλισμού και υπό την μορφή της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης να καλύψει τις ανθρώπινες ανάγκες. Η υπερεκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και της φύσης παράγει εκρηκτικά αδιέξοδα. Η Ευρώπη βρίσκεται σε φάση οπισθοδρόμησης, οι πολιτικές που ακολουθούν διευρύνουν στο εσωτερικό της τις συνέπειες της κρίσης της Αμερικάνικης οικονομίας. Στην Ελλάδα αναθεωρούνται προς τα κάτω οι στόχοι ενώ η θεαματική ακρίβεια και η λιτότητα, η υπερχρέωση των νοικοκυριών δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα.
Σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο επιχειρούν να αντιμετωπίσουν την κρίση του νεοφιλελευθερισμού με ακόμη μεγαλύτερες δόσεις νεοφιλελευθερισμού. Ο κρατικός παρεμβατισμός για να σωθούν οι Τράπεζες δεν συνιστά επιστροφή στον κενσϋανισμό, αλλά μια προσωρινή επιλογή, ώστε στη συνέχεια να κλιμακωθεί η νεοφιλελεύθερη επίθεση. Η κρίση θα αξιοποιηθεί, ώστε να παραβιαστούν σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση τα εργατικά δικαιώματα.
Το συνδικαλιστικό κίνημα το αμέσως επόμενο διάστημα πρέπει να οργανώσει την αντίθεση του, να απαιτήσει την κρίση να την πληρώσουν τα κέρδη και όχι οι μισθοί, να συγκεντρώσει την προσοχή του στους εξής τομείς:
• Στο εισόδημα των εργαζομένων, στο χτύπημα της ακρίβειας και των επιπτώσεων της υπερχρέωσης των νοικοκυριών.
• Στην απόκρουση των ιδιωτικοποιήσεων.
• Στην απόκρουση της περιβόητης flexicurity και της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων.
• Στην μη εφαρμογή του Νόμου Πετραλιά για το ασφαλιστικό και την ακύρωση όλου του αντιασφαλιστικού πλαισίου.
• Στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων και της δημοκρατίας στους χώρους δουλειάς και την υπεράσπιση της συνδικαλιστικής δράσης.

4. Πιο συγκεκριμένα με βάση αυτά τα μέτωπα πάλης πρέπει να γίνει εξειδίκευση στόχων:
α) Εισόδημα, ακρίβεια, υπερχρέωση νοικοκυριών:
• Διεκδίκηση διορθωτικού ποσού με την μορφή επιδόματος ακρίβειας, που θα δίνεται κάθε μήνα σε μισθούς και συντάξεις. Προτείνουμε να διεκδικήσουμε 200 ευρώ για φέτος και το επίδομα να γίνει 300 ευρώ το 2009. Υπό τις παρούσες συνθήκες η ΓΣΕΕ πρέπει να προετοιμάσει για την πρόωρη καταγγελία της σύμβασης. Στήριξη της μάχης των κλαδικών συμβάσεων. Υποστήριξη ενεργή της ΟΤΟΕ για να μην περάσει η ακύρωση της κλαδικής σύμβασης.
• Χορήγηση κάρτας απεριορίστων διαδρομών για τα μέσα μεταφοράς στους εργαζόμε-νους.
• Αύξηση της επιστροφής φόρου για ενοίκια. Στεγαστικά προγράμματα και πολιτικές για νέα ζευγάρια. Να εκπίπτει όλη η δαπάνη για τόκους δανείων αγοράς πρώτης κατοικίας.
• Άμεση αύξηση του επιδόματος ανεργίας στο 80% ελάφρυνση των προϋποθέσεων χορήγησης και χρονική διεύρυνση του.
• Χρηματοδότηση της Εργατικής Εστίας για πρόσθετα προγράμματα κοινωνικού τουρισμού για την εργατική οικογένεια.
• Κοστολογικός έλεγχος από την πηγή ως την κατανάλωση. Οροφή κέρδους στα βασικά είδη ανάγκης.
• Πάγωμα των τιμολογίων των ΔΕΚΟ και ανάκληση των μεγάλων αυξήσεων που έγιναν σε αυτές και στα διόδια.
• Να σταματήσουν οι κατασχέσεις πρώτης κατοικίας από τις τράπεζες.
• Να μειωθούν τα στεγαστικά επιτόκια και το επιτόκιο καταναλωτικών δανείων και καρτών να μην ξεπερνά το ύψος του νόμιμου εξωτραπεζικού επιτοκίου.
• Να καταργηθούν οι πρόσθετες χρεώσεις των δανείων. (Ψιλά γράμματα των συμβάσεων).
• Να χτυπηθούν τα καρτέλ στις τράπεζες, στα γαλακτοκομικά και αλλού.

β) Απόκρουση ιδιωτικοποιήσεων:
Α) Να σταματήσει το γαϊτανάκι των ιδιωτικοποιήσεων που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και προεκτείνει η σημερινή κυβέρνηση.
Β) Να μην προχωρήσει η συμφωνία ΟΤΕ-Λιμανιών και να ακυρωθεί όλο το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Γ) Να σταματήσει η πρακτική των Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα που οδηγεί σε αφαίρεση ολόκληρων τμημάτων του Δημοσίου Τομέα σε όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου.
Δ) Να περιέλθουν στο δημόσιο έλεγχο άμεσα όλες οι επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας και κοινής ωφελείας. Όπου υπάρχει μειοψηφικό ποσοστό συμμετοχής, να αυξηθεί άμεσα στο 51% με προοπτική τον πλήρη έλεγχο και ιδιοκτησία του δημοσίου.
Ε) Να καθιερωθεί εργατικός και κοινωνικός έλεγχος. Να προωθηθεί ο δημοκρατικός εκσυγχρονισμός και η αποκομματικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων.
ΣΤ) Φθηνές και ποιοτικές υπηρεσίες στο λαό.
Ζ) Αναβάθμιση της θέσης των εργαζομένων σε δικαιώματα και συμμετοχή στην λειτουργία τους.

γ) Δημοκρατική επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων:
1. Αποκρούουμε την αλλαγή του εργατικού δικαίου με βάση την απαράδεκτη λογική της flexicurity. Αυστηροποίηση και όχι απελευθέρωση των απολύσεων. Αύξηση της αποζημίωσης στους εργατοτεχνίτες στο ύψος των υπαλλήλων.
2. Νέα δημοκρατική ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων με στόχο :
• Την ενίσχυση της σύμβασης αορίστου χρόνου σε βάρος όλων των ελαστικών μορφών.
• Την κατάργηση της μαύρης εργασίας, της ενοικίασης εργασίας και της ψευδούς αυτοαπασχόλησης.
• Την αυστηρή εφαρμογή του χρόνου εργασίας και την προώθηση της 35ώρης εργασίας εβδομαδιαίας εργασίας (5ήμερο-7ωρο).
• Τη δραστική ενίσχυση και την αναβάθμιση του ρόλου της επιθεώρησης εργασίας (Δεν μπορεί να υπάρχουν 450 κοινωνικοί επιθεωρητές για 900.000 επιχειρήσεις σε όλη την Ελλάδα).
• Αγωνιζόμαστε για το δραστικό περιορισμό της απορρύθμισης της εργασίας, αλλά ταυτόχρονα απαιτούμε ότι όσοι σήμερα εργάζονται επισφαλώς να έχουν ίσα δικαιώματα.
• Καμία διάκριση μεταξύ παλιών και νέων εργαζομένων.

δ) Ασφαλιστικό:
Ο στόχος μας να μην εφαρμοστεί στην πράξη ο νόμος Πετραλιά απαιτεί συγκεκριμενοποίηση σε δράση. Το «παιχνίδι» θα κριθεί στο θέμα των ενοποιήσεων πέραν της δικαστικής παρέμβασης, απαιτείται συντονισμός κατά ενοποιημένα ταμεία. Η ΓΣΕΕ πρέπει να παίξει ενεργό ρόλο στην οργάνωση του συντονισμού των χώρων.
Η προσπάθεια μας θα είναι ατελής αν δεν συνδυαστεί με ένα πλαίσιο στόχων που θα συνιστούν τη δική μας εναλλακτική πρόταση στο ασφαλιστικό και το οποίο θα ακυρώσει όλο το προηγούμενο αντιασφαλιστικό πλαίσιο (Ν. Πετραλιά, Ρέππα, Σιούφα κ.α.).

ε) Εφαρμογή Συμβάσεων-Δημοκρατία στους χώρους δουλειάς:
Οι παρεμβάσεις των εργοδοτών κλιμακώνονται. Οι συμβάσεις δεν εφαρμόζονται. Θεσμοθετημένα δικαιώματα δεν αναγνωρίζονται. Οι απολύσεις πρωτοπόρων εργαζομένων. Η παρεμπόδιση της δράσης σωματείων, οι απειλές, η τρομοκράτηση των εργαζομένων, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα, είναι στην ημερήσια διάταξη. Πρόσφατα είχαμε διάρρηξη γραφείων σωματείου (πρώην Hays-Logistics), διάλυση σωματείου (Όλυμπος) και δεκάδες άλλες περιπτώσεις.
Πρόκειται για κεντρικό πρόβλημα. Η ΓΣΕΕ πρέπει να καταπνίξει αυτή την αντισυνδικαλιστική δράση των εργοδοτών στη ρίζα της.
Απαιτείται άμεσα να ξεκινήσει μία μεγάλη εκστρατεία συντονισμένη με τα εργατικά κέντρα και τις ομοσπονδίες, ώστε να διασφαλιστεί άμεση νομική και κυρίως κινηματική παρέμβαση σε κάθε κρούσμα. Να ομαδοποιηθούν όλες οι περιπτώσεις. Να φτιαχτεί μαύρη βίβλος των επιχειρήσεων και να γίνουν παρεμβάσεις στην κυβέρνηση και τη δικαιοσύνη.

5. Μορφές δράσης
Εκτός από το συντονισμό των ΔΕΚΟ που πρέπει αταλάντευτα να συνεχιστεί και να σταματήσει η πρακτική αποσπασματικού συντονισμού, απαιτείται η ενεργοποίηση όλης της κλίμακας του συνδικαλιστικού κινήματος με βάση τα αιτήματα που προτείνονται πιο πάνω.
Στόχος μας πρέπει να είναι να υπάρξει μια πρώτη φάση αγωνιστικής δραστηριότητας μέχρι τέλος Ιουνίου η οποία πρέπει να συνεχιστεί με την συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβρη.
Πρέπει επίσης να προετοιμαστούμε για πιθανούς αιφνιδιασμούς μέσα στο κατακαλόκαιρο (ασφαλιστικό, εργασιακά).
Προτείνουμε μέχρι τέλος Ιουνίου να προγραμματιστούν περιφερειακές κινητοποιήσεις, που να συνδυαστούν με μια μεγάλη εξόρμηση στους χώρους δουλειάς.
(Συσκέψεις σωματείων, περιοδείες, υλικό, απεργιακές κινητοποιήσεις και ανοιχτές συγκεντρώσεις κατά περιφέρεια με συμμετοχή κλιμακίων της ΓΣΕΕ κατά νομό). Η ΓΣΕΕ πρέπει να μπει σε όσο γίνεται περισσότερους χώρους δουλειάς και να συνδυάσει αυτές τις ενέργειες με την προσπάθεια εφαρμογής των συμβάσεων και της νομοθεσίας.
Επίσης με πρωτοβουλία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ πρέπει να δημιουργηθεί ένα Δίκτυο κατά της ακρίβειας, με άλλους φορείς και καταναλωτικές οργανώσεις ώστε να διαμορφωθούν ευρύτεροι όροι πάλης για το εξαιρετικά κρίσιμο αυτό θέμα. Αυτό πρέπει να γίνει άμεσα και να οργανωθεί μέσα στον Ιούνιο συλλαλητήριο κατά της ακρίβειας.
Τέλος είναι ανάγκη η ΓΣΕΕ και τα συνδικάτα στο σύνολο τους να συμβάλλουν στις κινητοποιήσεις για την παιδεία και το περιβάλλον. Ιδιαίτερα για τη παιδεία η ΓΣΕΕ οφείλει να συντονιστεί με την ΠΟΣΔΕΠ και τους φοιτητές στην πάλη για την υπεράσπιση και αναβάθμιση Δημοσίου πανεπιστήμιου.

22.5.08

Η γενιά των 600 ευρω, η ΓΣΕΕ και τα κουλούρια

Με φραστικές επιθέσεις και πέταγμα κουλουριών ενάντια στους ομιλητές της ΓΣΕΕ χαρακτηρίστηκε ο εορτασμός της φετινής εργατικής πρωτομαγιάς. Φραστικά «επεισόδια» που βεβαίως σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούν την ακύρωση της πορείας.
Αφορμή;
Η συλλογική σύμβαση εργασίας που υπέγραψε η ΓΣΕΕ.
Με την σύμβαση αυτή, για μια ακόμα φορά οι μισθοί των νέων εργαζομένων, θα συνεχίσουν να βρίσκονται καθηλωμένοι στα εξευτελιστικά ποσά των 680€ μικτών αποδοχών, καθαρά 580€!!
Ποσά πολύ κάτω των ορίων φτώχειας, των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, της παραγωγικότητας και της τεχνολογικής εξέλιξης. Καθώς και της αγωνιστικής διάθεσης των εργαζομένων που ήδη κατά εκατοντάδες χιλιάδες βρίσκονταν στο δρόμο για το ασφαλιστικό.
Η αιτία βέβαια δεν είναι μόνο αυτή και θα είναι λάθος να νομίζουμε πως οι εργαζόμενοι ξαφνικά επιτέθηκαν στους συνδικαλιστές της ΓΣΕΕ εξ αιτίας μόνο της συλλογικής σύμβασης. Τα αίτια είναι πολύ βαθιά, το καζάνι έχει βράσει και απλά τώρα ξεχειλίζει.
Τα φραστικά επεισόδια ενάντια στη ΓΣΕΕ φέρνουν στην επικαιρότητα με τον ποιο δραματικό τρόπο, τα εκρηκτικά προβλήματα των «εκτός των τειχών» εργαζομένων.
Καθημερινά, γίνεται λόγος για την αποσάθρωση των εργασιακών σχέσεων, για μπαράζ εργοδοτικών αυθαιρεσιών, για καταπάτηση στοιχειωδών συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και οι συνδικαλιστές στη ΓΣΕΕ με την στάση τους παριστάνουν τον τροχονόμο.
Είμαστε η μόνη χώρα στην Ε.Ε. των 15, που οι παράνομες μορφές απασχόλησης έχουν γίνει καθεστώς.
 500.000 νέοι εργαζόμενοι σε καθεστώς αδήλωτης «μαύρης» εργασίας.
 350.000 σε καθεστώς επαναλαμβανόμενων παράνομων συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
 150.000 με συμβάσεις μερικής απασχόλησης, ενώ παρέχουν πλήρη εργασία.
 Χιλιάδες εργαζόμενοι με προγράμματα stage, ανασφάλιστοι και χωρίς τα στοιχειώδη εργατικά δικαιώματα.
 Χιλιάδες εργαζόμενοι σε καθεστώς παράνομων συμβάσεων έργου και με δελτία «παροχής υπηρεσιών», ενώ παρέχουν εξαρτημένη εργασία.
 Χιλιάδες εργαζόμενοι σε δουλοκτητικό καθεστώς που ενοικιάζονται όσο-όσο.
Είμαστε η μόνη χώρα στην Ε.Ε. των 15, που η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας είναι ζητούμενο.
 Το 85% των εργαζομένων στον Ιδιωτικό Τομέα βρίσκεται σε καθεστώς απαγορευμένης ζώνης και βιώνουν την εργοδοτική αυθαιρεσία. Είναι έξω από κάθε συνδικαλιστική δραστηριότητα γιατί στις επιχειρήσεις που εργάζονται δεν υπάρχουν σωματεία, καθώς τα συνδικαλιστικά δικαιώματα στον Ιδιωτικό Τομέα, ιδιαίτερα στις επιχειρήσεις που δεν υπάρχουν σωματεία, βρίσκονται ακόμα υπό διωγμών και στην παρανομία.
 Συνεπώς, τα ωράρια εργασίας οι συλλογικές συμβάσεις, για τους 1.700.000 ασυνδικάλιστους εργαζόμενους του Ιδιωτικό Τομέα είναι υπό αμφισβήτηση, αυτά «ρυθμίζονται» με ατομικές συμφωνίες και σπανίως καταβάλλονται στο σύνόλό τους όλα τα μισθολογικά δικαιώματα και οι υπερωρίες.
Είμαστε η μόνη χώρα στην Ε.Ε. των 15, με την μεγαλύτερη ακρίβεια.
• Όλες οι τιμές των ελληνικών προϊόντων, έχουν εκτοξευθεί στα ύψη και αυτή την στιγμή είναι μεγαλύτερες από τις τιμές των ευρωπαϊκών προϊόντων.
• Οι μισθοί, ιδιαίτερα ο κατώτατος μισθός έχουν καθηλωθεί και υπολείπονται κατά 50% του μέσου ευρωπαϊκού μισθού!!
Η ΓΣΕΕ όπως αποδεικνύεται δεν εκφράζει το σύνολο των εργαζομένων. Οι συνδικαλιστές που απαρτίζουν σήμερα τη ΓΣΕΕ δεν καλύπτουν παρά έναν περιορισμένο αριθμό εργαζομένων, κατά βάση τους εργαζομένους στην Κοινή Ωφέλεια καθώς και ελάχιστους (15%) στον Ιδιωτικό Τομέα που έχουν τη δυνατότητα να έχουν σωματεία. Η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων στον ΙΔ.Τ. βρίσκεται έξω από την υπάρχουσα συνδικαλιστική δομή.
Κάτω από αυτή τη σκληρή πραγματικότητα και την εκρηκτική κατάσταση στα εργασιακά και μισθολογικά δικαιώματα, οι επιθέσεις στους συνδικαλιστές τις ΓΣΕΕ ήταν αναμενόμενες. Όσο δεν παίρνονται πρωτοβουλίες και δεν δρομολογούνται λύσεις, τόσο αυτές θα αυξάνονται σε βάρος όλων των συνδικαλιστών της ΓΣΕΕ και όχι μόνο.
Οι εργαζόμενοι, όταν αμείβονται με εξευτελιστικά ποσά των 580€, όταν βιώνουν την εργοδοτική αυθαιρεσία, όταν είναι εγκαταλειμμένοι από την συνδικαλιστική ηγεσία, δεν ξεχωρίζουν καλούς η κακούς γραφειοκράτες. Για αυτούς οι γραφειοκρατία είναι μία.
Όμως παρόλα αυτά, τα γιουχαΐσματα κατά των συνδικαλιστών της ΓΣΕΕ δεν αποτελούν λύση. Η αριστερά δεν θα κριθεί, ούτε από το πέταγμα των κουλουριών, ούτε από την αντιπαράθεση μεταξύ εργαζομένων, ούτε από τις χωριστές συγκεντρώσεις, αυτά είναι αδιέξοδα.
Οι συνδικαλιστές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, θα κριθούν πρώτα απ΄ όλα, από τις δικές τους πρωτοβουλίες που άμεσα οφείλουν να πάρουν, όπως:

1. Διορθωτικό ποσό.

Δεν πρέπει να περιμένουμε 2 χρόνια πότε η ΓΣΣΕ θα ξαναϋπογράψει τη συλλογική σύμβαση εργασίας.
Να κάνουμε κάτι τώρα.
Α) Ανεξάρτητα εάν η συλλογική σύμβαση υπογράφηκε και ισχύει για μία διετία, τα συνδικάτα μπορούν και πρέπει στο διάστημα αυτό, να διεκδικήσουν διορθωτικό ποσό στον κατώτατο μισθού και ημερομίσθιο.
Β) Ο κατώτατος μισθός, δεν πρέπει να αφεθεί ως πρόβλημα μεταξύ της ΓΣΕΕ και του ΣΕΒ μόνο. Αφορά όλη την κοινωνία και απαιτεί ακόμα και νομοθετική παρέμβαση.
Να υπενθυμίσω πως αυτό έχει ξανά γίνει το 1982, όταν ο κατώτατος μισθός ήταν τότε (13.580 δρχ ) και με παρέμβαση της τότε Κυβέρνησης δίνεται διορθωτικό ποσό 5.000 δρχ, για να πάει στις 18.580 δρχ. το ημερομίσθιο ήταν 625 δρχ και δίνεται διορθωτικό ποσό 200 δρχ για να πάει στις 825 δρχ .

2. Συνδικαλιστική δομή.

Ο κύκλος της συγκεκριμένης συνδικαλιστική δομής έκλεισε.
Ούτε οι 119 κλαδικές Ομοσπονδίες, ούτε τα 134 εργατοϋπαλληλικά κέντα, ούτε οι 2 τριτοβάθμιες (ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ), όπως αποδεικνύεται αποτελούν λύση.
Είμαστε η μόνη χώρα με τόσες πολλές Ομοσπονδίες όταν στη Γερμανία υπάρχουν μόνο 8 κλαδικές Ομοσπονδίες.
Είμαστε η μόνη χώρα που οι συνδικαλιστές των ομοσπονδιών & εργατικών κέντρων, ξεπερνούν τους 3.000 τι στιγμή που οι εργοδοτικές αυθαιρεσίες και οι παρανομίες οργιάζουν.
Θα πρέπει να δοθεί ένα τέλος στο καθεστώς αυτό.
Η αριστερά δεν πρέπει να μένει απαθής, οφείλουμε άμεσα και συγκροτημένα να ανοίξουμε το θέμα της συνδικαλιστικής δομής.
Να εγκαταλείψουμε και να αντισταθούμε στις προσωπικές επιλογές για να δομηθεί ένα συνδικαλιστικού κινήματος με λιγοστές Ομοσπονδίες, που θα καλύπτουν όλους τους εργαζομένους, ανεξάρτητα εάν παρέχουν εργασία στο Δημόσιο ή Ιδιωτικό Τομέα ή στην Κοινή Ωφέλεια.

3. Στροφή προς τα κάτω.

Ο αγώνας δεν θα κριθεί μέσα από τα πολυτελή γραφεία.
Οι συνδικαλιστές της Ριζοσπαστικής Αριστεράς να βγουν στους δρόμους, να σπάσουν τα άσυλα της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και τρομοκρατίας.
Να πυκνώσουμε τις επαφές με τους εργαζόμενους, ιδιαίτερα τους νέους που βρίσκονται σήμερα έξω από τα συνδικάτα, τη γενιά των 580€, την γενιά «μαύρης» ανασφάλιστης εργασίας, την γενιά των stage, τους ενοικιαζόμενους, τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου, τους εποχικούς, με συμβάσεις έργου, με δελτία παροχής υπηρεσιών, με μερική απασχόληση κ.τ.λ.
Να πυκνώσουμε την παρουσία μας, εκεί που βασιλεύει η αυθαιρεσία, εκεί που δεν εφαρμόζονται οι συμβάσεις και νόμοι, εκεί που δεν υπάρχουν σωματεία.
Αυτά κατά τη γνώμη μου λέει το μήνυμα των κουλουριών.

Νικολάου Κώστας
Μέλος Εκτελεστικής Επιτροπής
Ομοσπονδίας
ΓΑΛΑΚΤΟΣ–ΤΡΟΦΙΜΩΝ-ΠΟΤΩΝ

29.4.08

Πρωτομαγιά 2008

Όχι υπερκέρδη στο κεφάλαιο
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ

Εργαζόμενοι, -ες, άνεργοι, συνταξιούχοι, νέες και νέοι,
Η φετινή Πρωτομαγιά, έρχεται μετά από τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις και τα μαχητικά συλλαλητήρια όλων των εργαζομένων, ενάντια στον αντιασφαλιστικό νόμο, ο οποίος καταδικάστηκε στη συνείδηση των εργαζομένων. Η κυβερνητική πολιτική δέχτηκε μεγάλο πλήγμα.
Οι εργαζόμενοι, σε μία περίοδο που ο νεοφιλελευθερισμός παρά την κρίση του κυριαρχεί σε ευρωπαϊκό, αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, βλέπουν καθημερινά το εισόδημα, τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματά τους να συρρικνώνονται, την ανεργία, την προσωρινή και επισφαλή εργασία να διογκώνονται, τις κοινωνικές ανισότητες, την ακρίβεια και τη νέα φτώχεια να διευρύνονται, την ίδια ώρα που ο παραγόμενος πλούτος αυξάνεται θεαματικά και τα κέρδη των επιχειρήσεων έχουν εκτιναχθεί στα ύψη. Οι ιδιωτικοποιήσεις επιταχύνονται ραγδαία, σε κρίσιμους τομείς, τα δημόσια αγαθά εμπορευματοποιούνται (παιδεία, υγεία, δημόσιες και κοινωφελείς υπηρεσίες). Όλα είναι υποταγμένα σε μια πολιτική, που στόχο έχει την ανακατανομή του πλούτου, σε βάρος των εργαζομένων και υπέρ του Κεφαλαίου.
Στη χώρα μας, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί να αποτελειώσει στον τομέα των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ότι αντεργατικό δεν πρόλαβε να προωθήσει το ΠΑΣΟΚ.

ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ

Η σημερινή επίθεση της Κυβέρνησης στα ασφαλιστικά δικαιώματα όλων των εργαζομένων, η σταδιακή μετατροπή της ασφάλισης από κοινωνική σε ιδιωτική, είναι το τελευταίο επεισόδιο στο αντεργατικό «σίριαλ», που έχει εμφανιστεί από την δεκαετία του 1990. Έχουν προηγηθεί οι νομοθετικές ρυθμίσεις της ΝΔ το 1990-92, αλλά και οι ρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ το 2002, που σταδιακά αφαιρούσαν δικαιώματα, ιδιαίτερα από τους νέους εργαζόμενους και ταυτόχρονα ανέτρεπαν το χαρακτήρα της ασφάλισης. Την ίδια ώρα, η κοινωνική ασφάλιση υποβαθμίζεται δραματικά, αφού το κράτος αρνείται να τη χρηματοδοτήσει ουσιαστικά, ενώ η μαύρη και ανασφάλιστη εργασία έχει γίνει καθεστώς.
Η κυβέρνηση ταυτόχρονα διατηρεί και επεκτείνει δραματικά τις αντεργατικές επιλογές των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ για την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, ενώ σήμερα με βάση και τις προτάσεις της επιτροπής Κουκιάδη, επιχειρεί να καταργήσει κάθε έννοια συλλογικής σύμβασης, να δώσει στις επιχειρήσεις αναλώσιμους εργαζόμενους, χωρίς καμία προστασία και το δικαίωμα να μετατρέπουν την αγορά εργασίας σε ένα ξέφραγο αμπέλι. Οι εργαζόμενοι σήμερα, πολύ περισσότερο οι νέοι, αντιλαμβάνονται τι σημαίνει να είσαι προσωρινός, επισφαλής και μερικά απασχολούμενος.
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, οι εργαζόμενοι στη χώρα μας προσπαθούν να βρουν διέξοδο, ψάχνουν το στήριγμα που έχουν ανάγκη, μπαίνουν στον αγώνα, όταν αντιληφθούν ότι μπορούν να διεκδικήσουν και να κερδίσουν αυτό που δικαιούνται. Αυτό έδειξε ο μεγάλος αγώνας για το ασφαλιστικό. Οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα μπήκαν στη μάχη. Όμως οι πλειοψηφίες των ηγεσιών τους, όπως έδειξε η απαράδεκτη εξέλιξη της εθνικής συλλογικής σύμβασης, που οδήγησε σε αναδίπλωση και εκτόνωση των αγώνων σε μια κρίσιμη φάση, δε φάνηκαν για μια ακόμη φορά αντάξιες της εμπιστοσύνης των εργαζομένων. Ο κυβερνητικός και εργοδοτικός συνδικαλισμός έχουν πλήξει τα συνδικάτα. Οι διασπαστικές λογικές αποδυναμώνουν το συνδικαλιστικό κίνημα και ανατροφοδοτούν την κρίση και τα αδιέξοδα.

Ενότητα και αγώνας
Με αυτόνομα ταξικά συνδικάτα

Εμείς επιμένουμε παρά τις δυσκολίες. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την οργάνωση και τον ενωμένο εργατικό αγώνα, προκειμένου να σταματήσει η αντεργατική επίθεση, να διατηρηθούν και να διευρυνθούν τα εργατικά δικαιώματα, να βρουν οι εργαζόμενοι την θέση που δικαιούνται σε αυτή την κοινωνία. Τα συνδικάτα πρέπει να γίνουν τα αναντικατάστατα όπλα για την αποτελεσματική πάλη μας. Η ένταξη στα συνδικάτα, η ανατροπή των σημερινών συσχετισμών, σε όφελος του Αυτόνομου Ταξικού συνδικαλισμού, η ανάπτυξη των εργατικών αγώνων, μπορούν να αλλάξουν την σημερινή μίζερη κατάσταση.
Εργαζόμενοι, -ες, άνεργοι, συνταξιούχοι, νέες και νέοι,
Η Αυτόνομη Παρέμβαση απευθύνεται σε όλους σας και σας καλεί να μην το βάλετε κάτω, να μην κάνετε το χατίρι στις επιδιώξεις του κεφαλαίου, που θέλει να μας μετατρέψει σε γρανάζια του συστήματος, χωρίς δικαιώματα και κοινωνική συνείδηση. Να οργανώσουμε όλοι μαζί νέους μεγάλους και μαζικούς αγώνες στις επιχειρήσεις σε κλάδους, σε κεντρικό επίπεδο. Αγώνες μαζικούς, συντονισμένους, αποτελεσματικούς για:
• Κατάργηση στην πράξη του νόμου Πετραλιά κι’ όλου του προηγούμενου αντιασφαλιστικού πλαισίου (Σιούφα-Ρέππα).
• Ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς, σε Δημόσιο και Ιδιωτικό τομέα, συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, γιατί θέλουμε να ζούμε με αξιοπρέπεια. Να σπάσουμε τα εμπόδια της απαράδεκτης ΕΓΣΣΕ 2008-9.
• 35ωρο και σταθερή εργασία χωρίς ελαστικότητες και διαχωρισμούς σε βάρος των νέων.
• Ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων. Να ξαναπεράσουν στο δημόσιο και να λειτουργήσουν σε όφελος του λαού οι επιχειρήσεις, που παρέχουν δημόσια αγαθά, καθώς και οι στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις.
• Δημόσια, αναβαθμισμένη παιδεία, υγεία, πρόνοια.
• Εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
• Να σταματήσει η εργοδοτική τρομοκρατία και η ενοχοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης.
• Όχι στη στρατηγική της Λισσαβόνας και στη νέα ευρωπαϊκή συνθήκη.
• Νομιμοποίηση και πλήρη δικαιώματα στους μετανάστες.
Οι εργάτες στο Σικάγο πριν 122 χρόνια δεν υποτάχτηκαν και με τον αγώνα τους άνοιξαν ένα παράθυρο ελπίδας στον κόσμο της εργασίας. Διεκδίκησαν 8 ώρες δουλειάς, ένα αίτημα που τότε φάνταζε αδύνατο. Το δικαίωμα αυτό κατακτήθηκε σε πολλές χώρες του κόσμου και στη δική μας χώρα. Σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός, οι συντηρητικές αντεργατικές πολιτικές στον κόσμο, την Ευρώπη και τη χώρα μας, ακόμα και αυτό το αυτονόητο το παίρνουν πίσω.
Είναι στο χέρι μας να μην επιτρέψουμε να γυρίσουμε πίσω στον εργασιακό Μεσαίωνα. Είναι στο δικό μας χέρι ο κόσμος τους δουλειάς να μπει μπροστά και να κερδίσει ότι του ανήκει, γιατί αυτός είναι ο παραγωγός του πλούτου. Οι εργάτες του Σικάγου, οι καπνεργάτες στη Θεσσαλονίκη το 36, οι μετέπειτα αγώνες στην Ελλάδα, την Ευρώπη και παγκόσμια μας δείχνουν τον δρόμο.


ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ - ΕΧΟΥΜΕ ΤΟ ΔΙΚΙΟ - ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ

ΟΛΟΙ ΣΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΗΝ 1η του ΜΑΗ

2.4.08

έρχεται νέα ... απορρύθμιση

Ο ΠΡΩΗΝ ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ και καθηγητής εργατικού δικαίου Ι. Κουκιάδης φαίνεται ότι έχει αναλάβει για λογαριασμό της κυβέρνησης τη νέα ... απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Χθες, 30/3/2008, μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1 ως πρόεδρος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τα εργασιακά, η οποία έχει συσταθεί στο υπουργείο Απασχόλησης και έχει ήδη παραδώσει το προσχέδιο του πορίσματος στην υπουργό Απασχόλησης Φ. Πάλλη-Πετραλιά., έριξε «βόμβες» κατά των πάγιων εργατικών θέσεων της πλήρους και σταθερής απασχόλησης, υιοθετώντας πλήρως τις θέσεις του ΣΕΒ για πλήρη ευελιξία, απελευθέρωση των απολύσεων και κατάργηση των εργασιακών δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με τον κ. Κουκιάδη θα πρέπει να τεθούν άμεσα σε διάλογο:
• Η αύξηση του ορίου απολύσεων, που ζητούν επιτακτικά οι εργοδότες.
• Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας (το λεγόμενο ελαστικό οκτάωρο) καθώς η προηγούμενη παρέμβαση Παναγιωτόπουλου δεν λειτούργησε σων πράξη.
• Η μετατροπή των συμβάσεων -σε εθελοντική βάση- από πλήρους σε μερικής απασχόλησης
• Η αναπροσαρμογή των επιδομάτων ανεργίας με στόχο, όπως υποστηρίζεται, την ενίσχυση της απασχόλησης.
• Η μείωση των αποζημιώσεων, προκειμένου να τροφοδοτηθεί η λεγόμενη κινητικότητα και η απασχολησιμότητα, ιδιαίτερα των νέων εργαζόμενων!

Παρακάτω αναδεικνύονται οι "βαθύτερες σκέψεις" του νέου "σοφού" από διάσκεψη στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας στις 13-14 Φεβρουαρίου 2003
http://www.euronem.org.gr/forum/koukiadis.htm


ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
Βασικές προκλήσεις της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Απασχόλησης
Αθήνα, 13 Φεβρουαρίου 2003
Ομιλία του καθηγητή Ι. Δ. Κουκιάδη, ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, με τίτλο: «Η πολιτική ισορροπίας μεταξύ της ευελιξίας της εργασίας και της προστασίας των εργαζομένων»
Α. Η οριοθέτηση των διάφορων μορφών ευελιξίας.
1. Η οικονομική διάσταση της ευελιξίας υποδηλώνει ένα συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης παραγωγικού συστήματος και κατά προέκταση την οργάνωση της επιχείρησης. Σε κάθε περίπτωση συνοψίζεται σε ένα απλό, στην ελευθερία επιλογής. Η ευέλικτη οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης με αυτή την έννοια αφορά κατά πρώτο λόγο το σχεδιασμό, το μάρκετινγκ, την κατασκευή και κατά προέκταση την εσωτερική διάρθρωση του προσωπικού. Το δεδομένο αυτό εκφράζεται με την εγκατάλειψη του τεϊλορισμού που ήταν το πρότυπο της βιομηχανικής παραγωγής και που επιτάχυνε της αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών.
Αυτή η ευελιξία επιβάλλεται από το διεθνή ανταγωνισμό, προκειμένου να ανταποκριθεί στην ανταγωνιστικότητα της και από τις νέες τεχνολογίες που επιβάλλουν ευελιξία στη δεξιότητα και ευελιξία στην κινητικότητα του προσωπικού. Όσοι στρέφονται ανεπιφύλακτα κατά της ευελιξίας αγνοούν ότι αυτή επιβάλλεται από τα κάτω και όχι από τα άνω, όπως ακριβώς και η βιομηχανική επανάσταση και το σύστημα εξαρτημένης εργασίας δεν επιβλήθηκαν από τις κυβερνήσεις.
Η ευελιξία των επιχειρήσεων σημαίνει μετακίνηση της οικονομικής ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις που οδηγεί στην ευελιξία των συμβατικών εργασιακών ρυθμίσεων. Όπως λοιπόν εγκαταλείφθηκε το οικονομικό σχήμα του τεϊλορισμού εγκαταλείπεται και το ενιαίο πρότυπο της εξαρτημένης εργασίας πλήρους απασχόλησης. Οδηγούμεθα σε ένα μοντέλο πολλαπλών μορφών εργασιακών σχέσεων, με αποτέλεσμα έναν πρωτόγνωρο κατακερματισμό της αγοράς εργασίας.
Η ευελιξία στην πρόσληψη, στο χρόνο εργασίας, στους μισθούς, στις απολύσεις μας οδηγούν σε αυτές τις πολλαπλές μορφές των νέων εργασιακών σχέσεων. Θα προσπαθήσω στη συνέχεια να παρουσιάσω κατά ζεύγη τους διάφορους νέους τύπους εργαζομένων απέναντι στους εργαζόμενους με τα παραδοσιακά πρότυπα.
2. Η κατά ζεύγη παρουσίαση έχει το νόημα να καταδείξει πώς απέναντι σε ένα παραδοσιακό τύπο εργαζομένου, που απολάμβανε συγκεκριμένη ασφάλεια, δημιουργείται ένας νέος τύπος εργαζομένου που παράγει ανασφάλεια ως προς κάποια πλευρά της εργασιακής του ή ατομικής του ζωής.
Έτσι, απέναντι στους εργαζόμενους με σύμβαση αορίστου χρόνου, που σημαίνει εξασφάλιση της συνέχειας της εργασίας του, καταγράφεται ο αυξημένος αριθμός εργαζομένων με σύμβαση ορισμένου χρόνου, που παράγει την ανασφάλεια τής κατά διαστήματα απασχόλησης και απομείωσης των ασφαλιστικών του δικαιωμάτων. Στους εργαζόμενους με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, που εξασφαλίζει πλήρες εισόδημα και αποδεκτό ρυθμό εργασίας, οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση χωρίς αυτά τα πλεονεκτήματα.
Με την ίδια λογική μπορούμε να δημιουργήσουμε και άλλα ζεύγη παραδοσιακού εργαζομένου και νέου τύπου εργαζομένου. Έτσι στους εργαζόμενους με ένα προδιαγεγραμμένο σύστημα χρόνου εργασίας αντιπαρατάσσονται οι εργαζόμενοι με σύστημα χρόνου εργασίας a la carte, στους εργαζόμενους ως μισθωτοί, η νέα τάξη των εργαζομένων ως ανεξάρτητοι. Στους εργαζόμενους που είναι συνδεδεμένοι απευθείας με την επιχείρηση, οι εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται από υπεργολάβους. Στους άμεσα συνδεδεμένους με την επιχείρηση, η νέα κατηγορία των ενοικιαζομένων εργαζομένων μέσω των γραφείων προσωρινής απασχόλησης. Στους εργαζόμενους με σταθερό μισθό, οι εργαζόμενοι με βάση την απόδοση και στους εργαζόμενους με εγγυημένο μισθό, οι εργαζόμενοι με καθαρά συμβατικό μισθό. Ακόμη, μπορούμε να αντιπαραθέσουμε απέναντι στους εργαζόμενους με εξασφαλισμένη τη συγκεκριμένη θέση εργασίας, τους ελευθέρως μετακινούμενους εργαζόμενους στο εσωτερικό της επιχείρησης από θέση σε θέση. Τέλος, ευελιξία προκύπτει και από την αποεδαφοποίηση της εργασίας με τη δημιουργία του ζευγαριού εργαζόμενοι μέσα στην επιχείρηση και τηλεργαζόμενοι, είτε στο εσωτερικό μιας χώρας είτε στο εξωτερικό. Με την τελευταία μορφή ευελιξίας, οι πιέσεις για εισαγόμενη ευελιξία είναι ιδιαίτερα έντονες.
Καμία από αυτές τις μορφές ευελιξίας δεν άντεξε στην απαγόρευση. Απέμενε ως μόνη λύση η ρύθμιση τους θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε στο δεύτερο μέρος όπου θα συζητήσουμε το θέμα της αντιμετώπισης των νέων μορφών κοινωνικής ανασφάλειας.
3. Οι νέες τεχνολογίες δεν άνοιξαν μόνο το δρόμο για νέα μορφή οργάνωσης των επιχειρήσεων, αλλά και για αυξημένη κινητικότητα στις δεξιότητες, πίεση δηλαδή για αλλαγή ειδικότητας και δεξιότητας και κατά δεύτερο λόγο για ενίσχυση της πνευματικής εργασίας και του αριθμού υψηλών ειδικοτήτων. Η πρώτη έχει ως συνέπεια να εντείνει την απασχολησιμότητα δια βίου διότι δημιουργεί κενά σε μια σταθερή επαγγελματική σταδιοδρομία. Από αυτό μας προκύπτει η ευελιξία στην επαγγελματική σταδιοδρομία. Η δεύτερη μας οδηγεί στο άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ υψηλών δεξιοτήτων και ανειδίκευτης εργασίας η οποία είναι και το μεγάλο θύμα της ευελιξίας γιατί σε αυτή την κατηγορία των εργαζομένων οι δυνατότητες επιλογής είναι πολύ μικρές.
Η άκρως διεθνοποιημένη ανταγωνιστικότητα, που κατέστησε την ανταγωνιστικότητα πρωτεύουσα οικονομική αξία, στην πραγματικότητα υποδιαιρεί την ανταγωνιστικότητα, σε ανταγωνιστικότητα υψηλής ποιότητας και ανταγωνιστικότητα χαμηλού κόστους εργασίας, με διαφορετική επίπτωση στο βαθμό ανασφάλειας. Έχουμε λοιπόν μια ευελιξία άμεσα συνδεδεμένη με την ανάγκη ανταγωνιστικότητας και μια ευελιξία άμεσα συνδεδεμένη με την αποεδαφοποίηση του κεφαλαίου κατά το μέτρο που η μετακίνηση των επιχειρήσεων της Δύσης σε περιοχές χαμηλού κόστους είναι ιδιαίτερα ευχερής και επιτρέπει άμεσα την αξιοποίηση της εργασίας χωρών με άλλα πρότυπα εργασίας. Πρόκειται λοιπόν για ευελιξία που συνδέεται με την κινητικότητα κεφαλαίου και με έναν διαφαινόμενο νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Κατά αντίστροφη φορά έχουμε και την ευελιξία της προσφοράς εργασίας από τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα.
Β. Η αντιμετώπιση των νέων μορφών ανασφάλειας
1. Ο κατακερματισμός της αγοράς οδηγεί σε διαβαθμισμένα συστήματα εργασιακών σχέσεων από άποψη ασφάλειας του εργαζομένου. Κατά την άποψη της νεοφιλελεύθερης αντίληψης ο κατακερματισμός αυτός δεν έχει νόημα παρά μόνο αν οι νέες μορφές εργασιακών σχέσεων δεν υπόκεινται σε ρυθμίσεις. Σε αυτό το σημείο επικεντρώνεται ο αντίλογος.
Το ερώτημα είναι αν μπορούμε να διακρίνουμε την ελαστικότητα ως αντικειμενικό δεδομένο της οικονομίας από την ελαστικότητα ως πολιτική πρόταση, που προέρχεται από τους νεοφιλελεύθερους. Η φιλελεύθερη εκδοχή εννοεί την ελαστικότητα ως διαρκή απορύθμιση και όταν κάνει λόγο για απελευθέρωση της αγοράς εννοεί αγορά χωρίς ρυθμίσεις κοινωνικού ή περιβαντολλογικού περιεχομένου. Δεν ενδιαφέρεται για οποιοδήποτε ανασφάλεια προκύπτει αλλά θεωρεί ότι με βάση το αυτόματο αποτέλεσμα της αγοράς, η ανασφάλεια θα καλυφθεί μακροχρόνια από τις διάφορες ευκαιρίες επιλογής όλου του ενεργού δυναμικού. Η σύγχρονη σοσιαλιστική πρωτοπορία προσπαθεί να καταδείξει ότι ανασφάλεια και ελαστικότητα δεν ταυτίζονται και ότι δεν είναι ασυμβίβαστη η νέα κοινωνική προστασία απέναντι στις νέες εργασιακές μορφές.
Η απάντηση που μπορούν να δώσουν όσοι πιστεύουν σε ισορροπία ευελιξίας και ασφάλειας είναι ότι οι νέες αυτές μορφές είναι χρήσιμες και συνεπώς δεν μπορούν να απαγορευτούν. Απλώς, όπως συνέβαινε και παλαιά με τη ενιαία μορφή της πλήρους απασχόλησης, είναι αναγκαίες οι ρυθμίσεις. Η ευρωπαϊκή πολιτική έχει αποδεχθεί την πολιτική της ισορροπίας ανάμεσα στην ευελιξία και την ασφάλεια των εργαζομένων. Απέφυγε όμως μέχρι τώρα να προσδιορίσει τις αρχές αυτές της ισορροπίας.
2. Τέτοιες ρυθμίσεις αποσκοπούν στο να προσαρμόσουν την ελαστικότητα στα συμφέροντα της επιχείρησης και στα συμφέροντα των εργαζομένων. Δεν καθιστούν την ελαστική σχέση ανελαστική, όπως πιστεύουν οι νεοφιλελεύθεροι, αλλά προσπαθούν να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία της λειτουργικής χρησιμότητας τους με τη μείωση των κοινωνικών παρενεργειών τους. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή η μεταφορά όλου του οικονομικού κινδύνου σε βάρος της εργασίας, όπως επιθυμούν οι διάφοροι θιασώτες της άνευ όρων ευελιξίας.
Όπως είπαμε και πιο πάνω οι προδιαγραφές κατά της ευελιξίας, που υποστηρίζει μερίδα του συνδικαλιστικού κινήματος δεν οδηγεί πουθενά. Μέριμνα μας είναι να δούμε την ευελιξία ως σύγχρονο οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο με τις πολλές του μορφές, με τις διάφορες ρίζες και τα πολλαπλά αίτια, με επιδράσεις θετικές και αρνητικές. Αντίστοιχα καλούμεθα να σχεδιάσουμε μια πολιτική περιορισμού των αρνητικών αντιδράσεων, εντοπίζοντας κάθε φορά τη συγκεκριμένη ανασφάλεια, επιχειρώντας μια διαφορετική συμμετοχή της ατομικής ευθύνης του εργαζόμενου, της κοινωνικής ευθύνης της επιχείρησης και της συλλογικής ευθύνης, αξιολογώντας το βαθμό αναγκαιότητας μιας ελαστικής μορφής απασχόλησης για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και τη σχέση κόστους και ωφέλειας για κάθε πλευρά.
3. Με βάση την παραπάνω ανάλυση η ευελιξία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί κατά ενιαίο και καθολικό τρόπο, αλλά απαιτείται μια εξειδικευμένη μεταχείριση ανάλογα με τη μορφή και τη ρίζα της. Αυτή η εξειδίκευση δεν έχει αρκούντως μέχρι τώρα προωθηθεί από την ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία σε πολλά σημεία συνεχίζει να διέπεται από το ασαφές του περιεχομένου της προτεινόμενης ασφάλειας. Για παράδειγμα, δεν δίνεται συγκεκριμένη απάντηση στο ερώτημα για το πώς εννοείται η ασφάλεια του απασχολήσιμου.
Ένας άλλος λόγος που δεν έχει αποκατασταθεί η αξιοπιστία ανάμεσα στην ευελιξία και στην ασφάλεια είναι η έλλειψη συγχρονισμού ανάμεσα στην προώθηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και στις αναγκαίες ρυθμίσεις. Αυτό μέχρι ενός σημείου είναι αναπόφευκτο αφού προηγείται η επιβολή μιας ευέλικτης μορφής απασχόλησης από τα κάτω και ακολουθεί μετά από τη συλλογή εμπειριών η ρύθμιση. Όμως, η απόσταση μέχρι την τελική ρύθμιση είναι πολύ μεγάλη και πρέπει να συντομευθεί.
Ακόμη, για την επιτυχία αυτή της πολιτικής ισορροπίας ίσως χρειαστεί και η σταδιακή αναμόρφωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Θα πρέπει να δούμε τη δυνατότητα σταδιακής αναμόρφωσης του συνδικαλιστικού κινήματος. Ο παραδοσιακός τύπος εργασίας μας έδωσε τις μορφές του ομοιεπαγγελματικού, κλαδικού και επιχειρησιακού συνδικαλισμού. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτή η διάρθρωση ανταποκρίνεται στα σύγχρονα συμφέροντα των νέων τύπων εργαζομένων, όπως παρουσιάστηκαν πιο πάνω. Οι ενοικιαζόμενοι π.χ. εργαζόμενοι έχουν μεταξύ τους περισσότερα κοινά συμφέροντα με βάση το καθεστώς της προσωρινής απασχόλησης που τους συνδέει, παρά με βάση το επάγγελμά τους ή τον κλάδο στον οποίο θα εργαστούνε. Οι εργοδότες το κατάλαβαν αυτό και για αυτό και υπάρχει ειδική οργάνωση των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης.
Στην ίδια σειρά σκέψεων θα απαιτηθεί ακόμη και η αναμόρφωση και των λοιπών πλευρών του συστήματος των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Στην μεταπολεμική περίοδο όλο το σύστημα διαπραγματεύσεων στηρίχθηκε σε ένα σιωπηρό κοινωνικό συμβόλαιο αναδιανομής του παραγόμενου προϊόντος και βελτίωσης των όρων εργασίας των εργαζομένων. Είναι καιρός νομίζω, οι κοινωνικοί εταίροι να επεξεργαστούν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο σε μακροχρόνια βάση, περίπου 20 ετών, που προήλθε από την ανατροπή των σχέσεων εργασίας και κεφαλαίου, θα στηρίζεται στα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα. Η μεγαλύτερη ανασφάλεια δεν προκύπτει από τις επιμέρους μορφές ευέλικτης εργασίας αλλά από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένας ορίζοντας που να δεικνύει τα αναγκαία όρια της ευελιξίας. Αυτό επιβεβαιώνεται συχνάκις με τις μεγαλόστομες διακηρύξεις και συνήθως χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο για απελευθέρωση της αγοράς εργασίας ή για μεγαλύτερη ευελιξία της αγοράς εργασίας. Μια τέτοια τακτική επαυξάνει και τις καχυποψίες για τους τελικούς σκοπούς του κεφαλαίου και εμποδίζει την έγκαιρη ρύθμιση. Απαιτείται λοιπόν πρωταρχικά μια συνολική διαπραγμάτευση της ευελιξίας στο πλαίσιο της οποία θα εντάσσονται οι εξειδικευμένες ρυθμίσεις.
Με βάση αυτές τις παρατηρήσεις η συλλογική διαπραγμάτευση αποκτά νέο περιεχόμενο. Σε αυτό εντάσσεται ανάμεσα στα άλλα η κοινή αποδοχή της ανταγωνιστικότητας ως βασικής της αξίας στην αγορά, και η ενσωμάτωση της κοινωνικής διάστασης στην πολιτική του ανταγωνισμού. Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην ανταγωνιστικότητα της ποιότητας και όχι στην ανταγωνιστικότητας της μείωσης του κόστους εργασίας. Η πολιτική της ΕΕ για την ποιότητα της εργασίας είναι σωστή. δεν την έχει όμως ακόμα εντάξει στον κύκλο των γενικών αξιών στην αναπτυσσόμενη οικονομία που θα επιτρέψει την μετατροπή της ανταγωνιστικότητας από βασική αξία της αγοράς και σε βασική αξία στον κοινωνικό τομέα, που με τη σειρά του θα καταστήσει τους θεσμούς της κοινωνικής προστασίας πιο εύληπτους από την αγορά.
Μέρος της νέας διαπραγμάτευσης και η προώθηση της κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων, η νέα κατανομή ευθυνών ανάμεσα σε επιχειρήσεις και συνδικάτα, με επαναπροσδιορισμό το σημείο κοινού συμφέροντος και το σημείο διαφοροποίησης των συμφερόντων τους. Η διάγνωση των προβλημάτων της επιχείρησης, η ανάγκη νέας εσωτερικής οργάνωσης, η προσαρμογή της απασχόλησης στον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων, οι νέοι κανόνες διανομής, είναι μερικά από τα θέματα που μπορούν να αναζωπυρώσουν τον κοινωνικό διάλογο και να του δώσουν μια νέα δυναμική.
Στην ίδια σειρά σκέψεων πρέπει να εντάξουμε και το νέο ρόλο των αναδυόμενων μη κυβερνητικών οργανώσεων με τις μορφές του διαλόγου των πολιτών που προωθούν αυτές και ο οποίος σε κάποια στιγμή θα πρέπει να διασταυρωθεί με τον κοινωνικό διάλογο. Τα προβλήματα π.χ. των ατόμων με ειδικές ανάγκες, των γυναικών, των μεταναστών αφορούν εξίσου μη κυβερνητικές οργανώσεις και συνδικάτα.
Όλα λοιπόν οδηγούν στην αναζήτηση νέων ορίων ανάμεσα στην ατομική ευθύνη των εργαζομένων, την κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων και τη συλλογική ευθύνη κοινωνικών εταίρων και κοινωνικού συνόλου.
Στο πλαίσιο αυτό της πολιτικής ισορροπίας ανάμεσα στην ευελιξία και την ασφάλεια θα αναζητηθεί η υιοθέτηση νέων δικαιωμάτων απέναντι στην ελευθερία επιλογής του εργοδότη με τους αναγκαίους όρους, ενδεχόμενες δεσμεύσεις, που θα διευκολύνουν και αντίστοιχη ελευθερία επιλογής από τον εργαζόμενο. Όταν διαμορφωθούν τέτοια δικαιώματα θα έχει λιγότερες αντιστάσεις ο εργαζόμενος στην επιλογή αντίστοιχων μορφών απασχόλησης.
4. Μετά την παρουσίαση βασικών αρχών που πρέπει να διέπουν την πολιτική ισορροπίας ανάμεσα στην ευελιξία της εργασίας και την ασφάλεια των εργαζομένων θα προσπαθήσουμε να δώσουμε δειγματοληπτικά ορισμένες επιμέρους αναγκαίες ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα, η ευελιξία στους ρυθμούς οργάνωσης της εργασίας πρέπει να συνδυαστεί με ρυθμίσεις που διασφαλίζουν τη σχέση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής και τις επιλογές του εργαζόμενου σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Δεν μπορούν π.χ. τα σχολεία, οι βρεφονηπιακοί σταθμοί και άλλο φορείς παροχής υπηρεσιών να συνεχίσουν να λειτουργούν σήμερα με μια μορφή οργάνωσης που είχε ως πρότυπο την πλήρη απασχόληση με δεδομένο ωράριο και σε δεδομένη στιγμή της ημέρας, δηλαδή με βάση ένα παρωχημένο πρότυπο οργάνωσης του οικονομικού βίου. Θα μπορούσαν ακόμη να προσδιοριστούν κατά περίπτωση και ορισμένοι όροι επιλογής από τον εργαζόμενο της μορφής ευελιξίας που επιθυμεί κάθε φορά εφόσον αυτό δεν αντιφάσκει στον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Η ανασφάλεια που προκύπτει κατά τη μετάβαση από την απασχόληση στην απασχολησιμότητα και από την απασχολησιμότητα στην απασχόληση δημιουργεί την ανάγκη αναγνώρισης στον απασχολήσιμο και κυρίως κατά το χρόνο κινητικότητας από τη μια δεξιότητα στην άλλη του δικαιώματος για ορισμένες παροχές και της παροχής κινήτρων. Αυτό ήδη αναφέρεται στην πολιτική απασχόλησης της ΕΕ. Δεν έχουν όμως ακόμα προσδιοριστεί η αναγκαία δοσολογία των σχετικών παροχών, το συγκεκριμένο περιεχόμενο των παροχών και η σύνδεση τους με τα κίνητρα που ωθούν στην κινητικότητα των εργαζομένων. Γεγονός είναι όμως ότι απαιτείται η μείωση της ανασφάλειας από την αλλαγή δεξιοτήτων. Ανάμεσα στα κίνητρα θα πρέπει να συζητηθεί και ο προσδιορισμός του δικαιώματος για επανένταξη στην αγορά.
Συνήθως προτείνεται η δια βίου μάθηση ως αντιστάθμισμα στην επαγγελματική κινητικότητα. Όμως εδώ παρατηρείται ότι όσα λέγονται συνιστούν ως επί το πλείστον θεωρητικές έννοιες παρά πράξη, με αποτέλεσμα ενώ όλοι αναφέρονται στη δια βίου μάθηση, λίγοι την πιστεύουν. Έχουμε ένα φαινόμενο, που πρέπει να προσεχθεί, αυτό της απομείωσης της αξίας ορισμένων προτάσεων. Δια βίου μάθηση σημαίνει μετάβαση από το σημερινό σχολείο, που αφορά τους ανήλικους, σε ένα σύστημα διαρκούς σχολείου με αλλαγή των δομών του Γυμνασίου και του Λυκείου. Το ίδιο ισχύει και για το Πανεπιστήμιο, όπου τα μεταπτυχιακά τμήματα απευθύνονται συνήθως στον 25χρονο πρωτοεισερχόμενο στην αγορά εργασίας, ενώ απαιτείται εκπαίδευση ξεχωριστή για τον 40χρονο και τον 50χρονο. Ο κοινωνικός διάλογος είναι ακόμη σε αυτά τα θέματα ατελής, η συμβολή των επιχειρήσεων μικρή και τα προτεινόμενα σχέδια ανεπαρκή.
Για την ειδικότερη περίπτωση της ανασφάλειας των 55χρονων, για τους οποίους ζητούμε να παρατείνουν τον ενεργό επαγγελματικό βίο, απαιτούνται συγκεκριμένα μέτρα για τον προσανατολισμό τους στις εργασίες της κοινωνικής οικονομίας και στο σημείο αυτό η στέρηση είναι μεγάλη.
Με την ίδια μέθοδο θα πρέπει να αναζητήσουμε τα δικαιώματα του εργαζομένου για συνδυασμό επαγγελματικού και οικογενειακού βίου απέναντι στις ευέλικτες μορφές χρόνου εργασίας, τα δικαιώματά του μεταξύ διακοπής σταδιοδρομίας και ανάληψης οικογενειακών φροντίδων, τα δικαιώματα της νέας κατηγορίας των ανεξάρτητων εργαζομένων, αλλά οικονομικώς πλήρως εξαρτώμενων από συγκεκριμένο εργοδότη, και του τρόπου εξασφάλισης ενός ανεκτού ορίου συντήρησης για την όλο και αυξανόμενοι κατηγορία των ανειδίκευτων εργαζομένων από τους οποίους αναδεικνύεται η νέα κρίσιμη μάζα των φτωχών εργαζομένων.
Τέλος, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ανασφάλειας θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα σε εθνικό, κοινοτικό και παγκόσμιο επίπεδο γιατί όπως είπαμε έχουμε και την εισαγόμενη ανασφάλεια. Για αυτήν ειδικότερα δεν αρκούν οι γενικόλογες ή μακράς πνοής λύσεις αλλά και η αναζήτηση έξυπνων λύσεων που θα αντισταθμίζουν την εισαγωγή φτώχειας. Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες που προσφέρονται από εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες μπορούν να υποβληθούν σε ορισμένες ρυθμίσεις που θα μειώνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό εργασίας. Θα πρέπει να πειστούνε ακόμα οι τρίτες χώρες ότι δεν κινδυνεύουν από τις κοινωνικές ρήτρες αλλά από τον πολλαπλασιασμό του χρέους τους, της βίαιας επιβολής σε αυτές του φιλελεύθερου μοντέλου και από την έλλειψη μέριμνας για τη διοχέτευση της παγκόσμιας βοήθειας, στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού.
Η οποιαδήποτε πολιτική για ισόρροπες λύσεις ανάμεσα σε ευελιξία της εργασίας και διαφύλαξης της ασφάλειας των εργαζομένων είναι μια πολιτική προσαρμογής των αρχών του κοινωνικού κράτους στους νέους τύπους επιχειρήσεων και στους νέους τύπους εργαζομένων. Αλλά για να επιτύχει αυτή πρέπει να είναι ξεκάθαρη η βούλησή μας για το αναντικατάστατο του κοινωνικού κράτους για την ισόρροπη ανάπτυξη των κοινωνιών, κάτι που δεν θεωρείται αυτονόητο.

18.3.08

Για όλα, φταίει η Αριστερά!

Πριν από λίγες μέρες στο κυριακάτικο περιοδικό της εφημερίδας "Καθημερινή" δημοσιεύθηκε συνέντευξη του κυρίου Στάθη Καλύβα, καθηγητή Πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Η συνέντευξη έγινε στο πλαίσιο μιας μόνιμης στήλης με τίτλο "Πατριδογνωσία", με ερωτήσεις κραυγαλέας αναλυτικής ασάφειας. Π.χ. "η ελληνικότητα είναι αίσθημα ή συνείδηση;". "Προσόν ή μειονέκτημα να είσαι Έλληνας σήμερα;". "Παράγει πολιτισμό ο Έλληνας της νέας εποχής;". "Ποια είναι η αδιαπραγμάτευτη ελληνική αλήθεια σας;". Και άλλα παρόμοια ερωτήματα, ελληνόψυχου μεταμοντέρνου lifestyle. Δηλαδή ερωτήσεις εξεζητημένου ύφους της δημοσιογράφου, οι οποίες είναι αδύνατον να απαντηθούν σοβαρά, για τον απλό λόγο ότι δεν προσφέρονται καν προς τούτο. Κοινώς, χαριτωμενιές και άκαπνο πνεύμα, δηλαδή.
Εντούτοις, από τη συνέντευξη αυτή την προσοχή μου κέντρισε η απάντηση του ερωτώμενου στο ερώτημα "τι είναι αυτό που σας χαλάει;". Η απάντηση του κυρίου Σ. Καλύβα ήταν: η γενίκευση της διαφθοράς και, επί λέξει, "η κυριαρχία, εν είδει τοτεμικής σκέψης, μιας απλουστευτικής και πρωτόγονης αριστερόστροφης ιδεολογίας, που ντύνει ό,τι πιο οπισθοδρομικό με τον μανδύα της "προοδευτικότητας", για να συντηρήσει το σημερινό τέλμα, μέσα στο οποίο ανθεί η διαφθορά".
Εάν, λοιπόν, πιστέψει κανείς τα λεγόμενα του κυρίου Σ. Καλύβα, τότε η απώτερη αιτία της κακοδαιμονίας στη χώρα μας είναι η οπισθοδρομικότητα της Αριστεράς! Με ενδιάμεση αιτία, ότι κυρίως η Αριστερά είναι που συντηρεί "το σημερινό τέλμα". Η τοποθέτηση φαίνεται να υπαινίσσεται ότι υπάρχουν μεν πολιτικές δυνάμεις εκσυγχρονισμού στη χώρα, πλην όμως οι ενεργές νοοτροπίες των πολιτών, αλλά και πολλών πολιτικών προσώπων, περιέργως έχουν μολυνθεί από την τοτεμική σκέψη της κυρίαρχης "αριστερόστροφης ιδεολογίας".
Μα την αλήθεια, τέτοια ανάλυση πραγματικότητας ούτε το ΛΑΟΣ δεν επιχειρεί πλέον. Η τοποθέτηση θα μπορούσε να έχει κάποιο νόημα στην (καταφανώς αβάσιμη) υπόθεση ότι η Αριστερά θα βρισκόταν εδώ και χρόνια στο πηδάλιο αυτής της έρμης χώρας. ΄Η έστω ότι ο λόγος ιδεών και αξιών της Αριστεράς θα είχε καταστεί περίπου ηγεμονικός στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Όπερ προδήλως άτοπον.
Θαρρείς ότι στην "ανάλυση" αυτή συναντάται μία αρθρογραφία του είδους της εφημερίδας "Εστίας" με μία σαρωτική "εκσυγχρονιστική" ρητορική νεοφιλελεύθερης ροπής. Κάτι σαν συγκερασμός ιδεών μεταξύ των κυρίων Βασιλείου Κόκκινου, Βύρωνος Πολύδωρα, αφενός, και Ανδρέα Ανδριανόπουλου αφετέρου. Από ποιο ακριβώς πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο θεωρητικού προβληματισμού παράγονται παρόμοιες αξιολογικές εκτιμήσεις; Το ερώτημα καθίσταται ακόμη πιο επιτακτικό, επειδή ο ερωτώμενος δεν είναι κάποιος καφενόβιος. Είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης, άρα κατά μαχητό τεκμήριο επιστημονικά αρμόδιος να τοποθετείται μετά λόγου γνώσεως.
Σ' αυτή την περίπτωση, χρήσιμο θα ήταν ο συνάδελφος να αναρωτηθεί και ο ίδιος για τις αιτίες της πρωτοφανούς κρίσης του πολιτικού δικομματισμού, στην οποία περιδινείται η Ελλάδα το τελευταίο διάστημα. Άραγε, πού στο καλό οφείλεται τούτο; Πάντως, σύμφωνα με την εκτίμηση ολοένα και περισσότερων απαυδισμένων συμπολιτών, ο λόγος είναι σε τελική ανάλυση επώδυνα απλός και ευκρινής. Η χώρα βουλιάζει υπό το ασήκωτο βάρος συσσωρευμένων ανομημάτων των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων που την κυβερνούν ανελλιπώς από τη Μεταπολίτευση και δώθε. Κατά βάθος, μαζί με την κρίση του αμαρτωλού πελατειακού πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης συμπαρασύρεται σε ανυποληψία και ο τύπος οικονομικής ανάπτυξης που εφαρμόζεται προ πολλού και ήδη επιβαρύνεται τρομακτικά από τη νεοφιλελεύθερη κοσμοχαλασιά.
Αλλά, για να τεθεί καν τέτοια προοπτική ανάλυσης, ο κοινωνικός επιστήμονας θα πρέπει να προδιατίθεται προερμηνευτικά και επιστημονικά και ο ίδιος. Μάλλον, όμως, η περίπτωση του κυρίου Σ. Καλύβα δεν είναι ακριβώς τέτοια. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο συνάδελφος επιρρίπτει στην ελληνική Αριστερά ευθύνες για πράξεις και παραλείψεις, ενίοτε και για κανονική σειρά εγκλημάτων, εκ μέρους άλλων. Κάτι παρόμοιο διαφαίνεται και σε παλαιότερη μελέτη του γύρω από την περίοδο της γερμανικής κατοχής, σχετικά με τη δράση των διαβόητων ταγμάτων ασφαλείας και των γερμανοτσολιάδων.
Από την εν λόγω πολιτική "ανάλυση", ωστόσο, η επαίσχυντη δράση των ομάδων δωσιλογισμού μοιάζει να απαλλάσσεται από το άγος της γενικευμένης ηθικής και πολιτικής απαξίωσης. Αυτό φαινομενικά γίνεται από τον συγγραφέα εν ονόματι μίας δήθεν περιγραφικής ανάλυσης, στην πραγματικότητα όμως ως εγχείρημα ιστορικού αναθεωρητισμού. Ίδια η υπόθεση εργασίας και για εκείνη την περίοδο: υποτίθεται ότι για όλα φταίει ο ιδεολογικός πρωτογονισμός της κακιάς Αριστεράς! Η οποία εγκαλείται ότι ορθώνει ανυπέρβλητα προσκόμματα στις αγνές και άδολες πατριωτικές ή, αναλόγως, εκσυγχρονιστικές δυνάμεις, προκειμένου να πάνε μπροστά τον τόπο. Έρρωσθε...
Του Κώστα Σταμάτη. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 17.3.2008

9.3.08

Υπάρχουν απεργίες χωρίς... συνέπειες;

Η συμπεριφορά της κυβέρνησης μοιάζει πολύ με εκείνον που... σκότωσε τον πατέρα του και μετά για να αποσπάσει τη συμπάθεια του κόσμου, επικαλούνταν ότι είναι... ορφανός!
Έτσι, αφού πρώτα με τις πολιτικές της επιλογές, προκαλεί μια εκτεταμένη, σχεδόν με καθολικά χαρακτηριστικά, κοινωνική έκρηξη και αναταραχή, που διαλύει κυριολεκτικά τους μηχανισμούς λειτουργίας της χώρας, μετά σαν τον... ορφανό, ζητάει και τα ρέστα! Φταίνε τα «θύματα» της πολιτικής της και όχι η... πολιτική της! Οι απεργίες και οι απεργοί και όχι οι «επιλογές της» που τις προκάλεσαν... Ειρήσθω εν παρόδω ότι σ' αυτές συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι και οι προσκείμενοι στη φιλική προς την κυβέρνηση, παράταξη της ΔΑΚΕ. Αν λέει κι αυτό κάτι...

Το δεύτερο «κόλπο» είναι ο «κοινωνικός αυτοματισμός». Προσπαθούν να στρέψουν τη μια κοινωνική ομάδα κατά της άλλης. Σ αυτό το «παιχνίδι» πρωτοστατούν «στο όνομα της κοινωνίας» (!) η κυβέρνηση, η διοίκηση της ΔΕΗ, οι... «πρωϊνάρχες» και οι... «παραθυράτοι» των 8 κ.λπ. που συστηματικά προωθούν τη λογική της εσωτερικής κοινωνικής αντιπαράθεσης.

Κανείς δεν μιλάει για την ουσία, δηλαδή την κυβερνητική επιχείρηση διάλυσης και «οικειοποίησης» των αποθεματικών του Ασφαλιστικού Οργανισμού της ΔΕΗ, ή των Τραπεζικών και τη μεταφορά τους στο ΙΚΑ και με ποιους όρους γίνεται. Λες και αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν... Αναδεικνύουν μονοσήμαντα τις «συνέπειες» της απεργίας και όχι τις «αιτίες». Και τις «συνέπειες» τις αποδίδουν στους... εργαζόμενους και όχι σε αυτούς που όντως τις προκάλεσαν, δηλαδή την κυβέρνηση, τις διοικήσεις της ΔΕΗ, της Τραπέζης της Ελλάδος κ.λπ.

Ενώ κουβέντα δεν γίνεται για την ανικανότητα των τελευταίων να ασκήσουν αποτελεσματικά «διαχείριση κρίσεων».

Κατά τα λοιπά, και αυτό είναι μια ειρωνεία της ιστορίας, όλοι από τηλεοράσεως κόπτονται υπέρ του δικαιώματος στην απεργία με έναν όρο: Να μην έχει καμιά συνέπεια στην κοινωνία! Κι όλα αυτά τα λένε με σοβαρότητα... εκατό Καρδιναλίων!

Δυστυχώς, πολλοί «ξεχνούν» ότι κυβέρνηση σημαίνει κυρίως οργάνωση και αποτελεσματική διαχείριση της κοινωνικής συναίνεσης και όχι διάλυσή της...

Από την άλλη, στο Μαξίμου, εν όψει της μεγάλης κοινωνικής αναταραχής, που είναι μπροστά μας (κι έτσι όπως τα κανε η κυβέρνηση μοιάζει αναπόφευκτη) έχουν ρίξει το βάρος και τις ελπίδες τους για «ανάταξη» στους... κοινωνικούς αυτοματισμούς και το... veto της Ντόρας. Αρκούν;

του Παναγιώτη Δ. Παναγιώτου, δημοσιεύθηκε στο www.e-go.gr

28.1.08

Νέα δικαστική «ασπίδα» για συμβασιούχους

Τον δρόμο της δικαίωσης δείχνει για τους συμβασιούχους εφετειακή απόφαση, η οποία, ακολουθώντας την παλαιότερη νομολογία του Αρείου Πάγου (πριν από τη μεταστροφή της με την «τηλεφωνική διάσκεψη»), υψώνει ασπίδα προστασίας με στήριγμα την κοινοτική οδηγία, αλλά και τον νόμο 2112/20, που επιτρέπει τις μονιμοποιήσεις όποτε χρησιμοποιούνται προσχηματικά οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.

Νέα δικαστική «ασπίδα» για συμβασιούχους

Η δικαστική απόφαση προκαλεί τριγμούς, εν όψει και της οριστικής επίλυσης του θέματος των συμβασιούχων στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), όπου έχει παραπεμφθεί η υπόθεση με διάφορα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν αποστείλει μερικά Πρωτοδικεία της χώρας, αρνούμενα να εφαρμόσουν «τυφλά» την απόφαση «ταφόπλακα» της «τηλεφωνικής ψηφοφορίας» του ΑΠ.

Στην εφετειακή απόφαση δίνεται σαφές προβάδισμα στην κοινοτική οδηγία 1999/70/ΕΚ και στον ν. 2112/20 και τονίζεται ότι οι προστατευτικές διατάξεις (που επιτρέπουν τις μονιμοποιήσεις) εφαρμόζονται από τον Ιούλιο 2001 και στις ιδιωτικού δικαίου διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτονται από το Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), ή επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών.

Παράλληλα διαπιστώνεται ότι είναι ανεφάρμοστες ως αντίθετες προς την κοινοτική οδηγία νομοθετικές ρυθμίσεις από το 1988 και μετά, που απαγορεύουν τη μετατροπή των συμβάσεων από ορισμένου σε αορίστου χρόνου.

Κατά την εφετειακή απόφαση ο Ν. 2112/20 έχει προβάδισμα για την προστασία των συμβασιούχων, γιατί αποτελεί οπωσδήποτε (όπως έχει δεχτεί και η Ολομέλεια ΑΠ στην 18/06 απόφαση υπέρ των συμβασιούχων) ένα «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» του ελληνικού δικαίου, για να προλαμβάνονται και να αποφεύγονται οι καταχρήσεις σε βάρος των εργαζομένων με τη συνεχή χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ενώ στην πραγματικότητα καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες.

Δικαίωση
Με απόφαση του Εφετείου Αθηνών (14/08) δικαιώνονται δύο εργαζόμενες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στον ΟΤΕ, καθώς κρίνεται ότι με καταστρατήγηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων υπέγραψαν τέτοιες συμβάσεις που ήταν προσχηματικές και οι οποίες ανανεώθηκαν 4-5 φορές, ενώ από την πρώτη στιγμή έκαναν την ίδια ακριβώς εργασία με τους μόνιμους υπαλλήλους και υπό τις ίδιες συνθήκες.

Δέχτηκε, μάλιστα, το δικαστήριο ότι δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν οι διατάξεις του Κανονισμού του ΟΤΕ που ίσχυαν μέχρι το 2005 και απαγόρευαν τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, διότι οι ρυθμίσεις αυτές είναι αντίθετες στην κοινοτική οδηγία, όπως επισημαίνει το Εφετείο.

Οι δικηγόροι Φωτ. Δερμιτζάκη και Δημ. Περπατάρης, που χειρίστηκαν τη συγκεκριμένη υπόθεση, εκφράζουν την ελπίδα ότι μετά την εφετειακή αυτή απόφαση, η δικαστηριακή αντιμετώπιση των θεμάτων των συμβασιούχων θα επιστρέψει στις σωστές της βάσεις, όπως είχε κριθεί με την ομόφωνη απόφαση 18/06 υπέρ των συμβασιούχων της πλήρους Ολομέλειας ΑΠ.

Στην απόφαση επισημαίνεται ακόμα ότι είναι άκυρη η απόλυση όταν δεν καταβάλλεται η νόμιμη αποζημίωση, ενώ αναγνωρίζεται ότι οι δύο εργαζόμενες συνδέονταν στην πραγματικότητα με τον ΟΤΕ με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου συνάφθηκαν αποκλειστικά και μόνο για να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για υποχρεωτική καταγγελία των συμβάσεων αορίστου χρόνου και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.

Το δικαστήριο υποχρεώνει τον ΟΤΕ να συνεχίσει να απασχολεί τις συμβασιούχους με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, στη θέση, την ειδικότητα και με τις παροχές που αντιστοιχούν με την υπηρεσιακή ένταξη και εξέλιξή τους, αφού ληφθούν υπόψη και τα τυπικά τους προσόντα, με απειλή χρηματικής ποινής 300 ευρώ για κάθε ημέρα παραβίασης της δικαστικής απόφασης.

του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΥΛΩΝΙΤΗ, αναδημοσιεύεται από τον ιστοτόπο της εφημερίδας ΕΘΝΟΣ, http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11424&subid=2&pubid=382449&tag=7990

25.1.08

o Νόμος Ρέππα και η Δραματική επιδείνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων

Στην κεντρική ομιλία του, κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού 2008 στη Βουλή και απαντώντας σε σχετική κριτική του Αλέκου Αλαβάνου, ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Γ. Παπανδρέου, αναφέρθηκε στον γνωστό νόμο Ρέππα, υπογραμμίζοντας: «Με τον νόμο Ρέππα, κύριε Αλαβάνο, ωφελήθηκε η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων και των συνταξιούχων, οι νέοι εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι στα βαρέα και ανθυγιεινά, οι γυναίκες, οι μακροχρόνια άνεργοι…» (Πρακτικά της Βουλής, 20/12/2007).

Έχει ενδιαφέρον η αναφορά σε ορισμένες συγκεκριμένες ρυθμίσεις του περιβόητου νόμου Ρέππα και κάτω από το φως αυτών των ρυθμίσεων η εκτίμηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του κ. Παπανδρέου.

1. Νόμος Ρέππα και ζητήματα χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος.

Το μόνο «ενδιαφέρον» του νόμου Ρέππα για τον σημαντικότερο (μαζί με την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων) παράγοντα επιδείνωσης της κατάστασης του ασφαλιστικού συστήματος, αυτόν της χρηματοδότησης, ήταν η κατάργηση της κρατικής εισφοράς (10% ή τα 3/9 του συνόλου) στα πλαίσια της 3μερούς χρηματοδότησης για τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ και η αντικατάστασή της με το 1% του ΑΕΠ, το οποίο υπολείπεται κατά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, έναντι της εισφοράς 10% που προέβλεπε η 3μερής χρηματοδότηση. Η κατάργηση αυτής της εισφοράς (10%), θα ισχύει και για τους κλάδους σύνταξης των Ταμείων που εντάσσονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, από την ημερομηνία ένταξής τους (άρθρο 4 παρ. 4 ν. 3029/02).

2. Νόμος Ρέππα και όρια ηλικίας.

Μετά την δραματική επιδείνωση που επέφερε ο νόμος Σιούφα (ν. 2084/92) στα όρια ηλικίας, ο νόμος Ρέππα προχώρησε παραπέρα μετατρέποντας την 35ετία χωρίς όριο ηλικίας σε 37ετίαάνδρες και γυναίκες, ασφαλίστηκαν μετά την 1/1/1993 ενιαίο όριο ηλικίας τα 65 χρόνια. για όσους ασφαλίστηκαν από 1/1/1983 και διαμορφώνοντας για όσους,

Ιδιαίτερα για τις μητέρες με ανήλικα παιδιά προχώρησε με πιο βίαιο τρόπο κι απ’ αυτόν τον νόμο Σιούφα. Από 24,5 χρόνια ασφάλισης χωρίς όριο ηλικίας ή 17,5 χρόνια και 50 ετών, για τις προ του 1983 και από 25 χρόνια ασφάλισης και 50 ετών, για τις ασφαλισμένες μεταξύ 1983 και 1992, επέβαλε ενιαία ρύθμιση συνταξιοδότησης στα 25 χρόνια ασφάλισης με 60 έτη ηλικίας.

Για τις μητέρες με ανήλικα ή όχι παιδιά που ασφαλίστηκαν από το 1993 και μετά ευθυγραμμίστηκε με τον νόμο Σιούφα επιβάλλοντας το ενιαίο για άνδρες και γυναίκες όριο ηλικίας στα 65 έτη ηλικίας.

3. Νόμος Ρέππα και ύψος συντάξεων.

Ο νόμος Ρέππα του ΠΑΣΟΚ, περιορίζει ως ένα βαθμό την καταστροφική επίδραση που είχε ο νόμος Σιούφα της Ν.Δ. στο ύψος των συντάξεων. Το ποσοστό της σύνταξης από 80% επί των συντάξιμων αποδοχών, ο νόμος Σιούφα το κατέβαζε στο 60% και ο νόμος Ρέππα το πάει στο 70%. Και με τους δύο νόμους, όμως, ως συντάξιμες αποδοχές για τους Δ.Υ. και τους ασφαλισμένους των Ειδικών Ταμείων (ΔΕΚΟ, Τράπεζες κλπ), υπολογίζονται οι μέσες αποδοχές της τελευταίας 5ετίας, αντί των αποδοχών του τελευταίου μήνα. Το ίδιο, η 5ετία δηλαδή, προβλέπεται και για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ, μόνο που ο νόμος Ρέππα, προβλέπει την καλύτερη 5ετία, με επιλογή του ασφαλισμένου, μέσα στην τελευταία 10ετία.

Οι ρυθμίσεις αυτές ισχύουν γενικώς για τους ασφαλισμένους μετά την 1/1/1993.

Για όσους έχουν ασφαλισθεί μέχρι 31/12/1992, ο νόμος Ρέππα προβλέπει μεταβατική περίοδο, που σ’ ότι αφορά στις συντάξιμες αποδοχές ολοκληρώνεται την 31/12/2012 (πρώτη 5ετία εφαρμογής) και σ’ ότι αφορά στο ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης την 31/12/2017 (το ποσοστό μειώνεται από 80% στο 70%, με μία μονάδα κάθε χρόνο από το 2008 έως το 2017).

Η ακριβής εικόνα της αρνητικής επίδρασης που θα έχουν οι δύο αυτές μεταβολές (συντάξιμες αποδοχές και ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης) σε σύγκριση με τις ισχύουσες μέχρι την 31/12/2007 διατάξεις, φαίνεται με τον υπολογισμό της σύνταξης στα δύο κομβικά χρονικά σημεία, που είναι η 31/12/2012 και η 31/12.2017.

Ο υπολογισμός αυτός, αποδείχνει ότι ο νόμος Ρέππα θα επιφέρει μια μείωση των συντάξεων21% στο τέλος του 2012 και της τάξης του 30% στο τέλος του 2017. της τάξης του

4. Ο νόμος Ρέππα και τα κατώτατα όρια συντάξεων.

Δραματική είναι η επιδρομή των δύο νόμων σε βάρος των πιο φτωχών συνταξιούχων, των συνταξιούχων της κατώτερης σύνταξης.

Οι εργαζόμενοι, με πολύχρονους αγώνες, είχαν καταφέρει να κατοχυρωθεί ο θεσμός των κατώτατων ορίων συντάξεων, με βάση τη γενική αρχή ότι η σύνταξη αποτελεί το 80% των αποδοχών του εργαζόμενου στο τέλος του εργασιακού του βίου.

Στη βάση αυτή, συνδέθηκε η κατώτερη σύνταξη με το κατώτερο ημερομίσθιο της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και καθορίστηκε σε 25Χ80% = 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη.

Τον θεσμό αυτόν κατακρεούργησε κυριολεκτικά ο νόμος Σιούφα, ορίζοντας ότι η κατώτερη σύνταξη ορίζεται με βάση το μέσο μηνιαίο κατά κεφαλή ΑΕΠ του 1991, ως συντάξιμες αποδοχές και συντάξιμο χρόνο 15 ετών, που δίνει ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης ίσο με 25,71% (15Χ1,714%=25,71%).

Σε σύγκριση με τη σύνταξη που προέκυπτε με βάση τα 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, η σύνταξη του νόμου Σιούφα αποτελούσε μόλις το 48,5%. Τα επόμενα χρόνια η «σύνταξη» αυτή αναπροσαρμόζεται με το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων.

Ο νόμος Ρέππα, εκφράζοντας παραπλήσιο πνεύμα απέναντι στους συνταξιούχους της απόλυτης φτώχειας, όρισε την κατώτερη σύνταξη ίση με το 70% του κατώτερου μισθού του έγγαμου με πλήρη απασχόληση υπαλλήλου, όπως ο μισθός αυτός ορίζεται από την ΕΓΣΣΕ του 2002. Η σύνταξη αυτή αναπροσαρμόζεται τα επόμενα έτη με βάση το ποσοστό αύξησης των συντάξεων σύμφωνα με την εισοδηματική πολιτική (άρθρο 3 παρ. 4.α. ν. 3029/02).

Με βάση τη ρύθμιση αυτή, η κατώτερη σύνταξη του έτους 2007 ανέρχεται σε 463,18 €, ενώ με βάση το κατώτερο ημερομίσθιο της ΕΓΣΣΕ του 2007, που ανέρχονταν σε 29,39 € η κατώτερη σύνταξη θα έπρεπε να ανέρχεται σε 20Χ29,39=587,80 €. Συμπέρασμα, η φιλεργατική, κατά τον κ. Παπανδρέου, πολιτική του ΠΑΣΟΚ και του νόμου Ρέππα, περιόρισε την κατώτερη σύνταξη κατά 124,62 € τον μήνα ή ποσοστό 26,9%.

5. Ο νόμος Ρέππα και τα Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα.

Το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 3029/02, του «φιλεργατικού» νόμου Ρέππα, προβλέπει ότι «με Π.Δ. που εκδίδεται μέχρι 31-12-2004 (!) μετά πρόταση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και σύμφωνη γνώμη ειδικής επιστημονικής επιτροπής, επανακαθορίζονται τα επαγγέλματα και οι εργασίες που υπάγονται στον Κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων του ΙΚΑ».

Βέβαια 4 χρόνια μετά την προθεσμία του νόμου, η προβλεπόμενη επιστημονική επιτροπή, μπορεί να μην έχει δώσει ακόμη την γνώμη της, αλλά ο δρόμος για την ολική ανατροπή του θεσμού των ΒΑΕ έχει ανοίξει. Οι προτάσεις – σοκ της σχετικής επιτροπής, που περιγράφονται από τον Τύπο επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές.

Ο νόμος Ρέππα έπαιξε και παίζει κι εδώ τον «φιλεργατικό» ρόλο του.

6. Ο νόμος Ρέππα και τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης.

Με την οδηγία 41/2003 της Ε.Ε. καθιερώνονται σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, τα οποία προορίζονται να αποτελέσουν τον 2ο πυλώνα του τριφασικού ασφαλιστικού συστήματος, που προωθούν όλοι οι διεθνείς καπιταλιστικοί οργανισμοί και η Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής.

Ο νόμος Ρέππα με χαρακτηριστική ταχύτητα για τα δεδομένα της ελληνικής νομοθετικής παραγωγής, έσπευσε να θεσμοθετήσει τα εν λόγω Ταμεία και κατοχυρώσει νομοθετικά τις βασικές αρχές του καταστατικού τους.

Εντελώς ενδεικτικά, δύο μόνο προβλέψεις αυτών των καταστατικών διατάξεων, δίνουν το μέτρο του προσανατολισμού και του ενδιαφέροντος με το οποίο θα κινούνται αυτά τα Ταμεία:

Άρθρο 7 παρ. 15 «… ποσοστό μέχρι 70% των τεχνικών αποθεματικών επενδύεται σε μετοχές, μεταβιβάσιμα αξιόγραφα εξομοιούμενα με μετοχές και σε ομολογίες εταιρειών σε αναγνωρισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα, σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και λοιπές χώρες της αλλοδαπής και ποσοστό μέχρι 20% των τεχνικών αποθεματικών τους σε έντοκα γραμμάτια και τραπεζικές καταθέσεις».

Άρθρο 8 παρ. 6 «σε περίπτωση διάλυσης ταμείου επαγγελματικής ασφάλισης το προϊόν της εκκαθάρισης στο οποίο ανήκουν και οι εργοδοτικές εισφορές διανέμεται ανάλογα με την ασφαλιστική προσδοκία στους ασφαλισμένους.».

Αν όλα αυτά θυμίζουν χρηματιστηριακούς τζόγους, δομημένα ομόλογα και ασφαλιστικό μέλλον τύπου ENRON για τους ασφαλισμένους θα είναι μάλλον συμπτωματικό και δεν φταίει σε τίποτα ο νόμος Ρέππα και η νεοφιλελεύθερη πολιτική, που υπηρέτησαν και υπηρετούν οι κυβερνήσεις και του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Με βάση όλα τα παραπάνω, οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι είναι καιρός να βγάλουν τα συμπεράσματά τους.

Η ΝΔ ισχυρίζεται ότι ο νόμος Σιούφα έσωσε το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας και υπηρέτησε τους εργαζόμενους.

Το ΠΑΣΟΚ ισχυρίζεται ότι ο δικός του νόμος, ο νόμος Ρέππα ωφέλησε τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων.

Πώς αλλιώς να το πούμε; Προκαλούν τη νοημοσύνη μας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει πως και οι δύο νόμοι , ο 2084/1992 της ΝΔ και ο 3029/2002 του ΠΑΣΟΚ, που υπερασπίζονται ακόμη και προκλητικά τα δύο κυβερνητικά κόμματα, πρέπει να καταργηθούν και να παγιωθεί ένα ενιαίο για όλους τους εργαζόμενους (παλιούς και νέους) και φιλεργατικό σύστημα δημόσιας και κοινωνικής ασφάλισης.

Το βάρος κατά κύριο λόγο πέφτει στις πλάτες των εργαζομένων, των συνταξιούχων, του συνδικαλιστικού κινήματος και των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που αναφέρονται στην εργατική τάξη και τα δικαιώματά της.

Ο αγώνας αυτός θα είναι σκληρός, αλλά δίκαιος και πρέπει να έχει νικητή. Το εργατικό κίνημα πρέπει και πάλι να νικήσει.

Κι αυτό είναι υπόθεση όλων μας.

24.1.08

Χρονοδιάγραμμα έναρξης του ΕΣΠΑ 2007-2013

Με ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή ο βουλευτής του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς Μιχάλης Παπαγιαννάκης ζητά από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών να ενημερώσει για τον τρόπο που θα διαχειριστεί την καθυστέρηση των δεκατριών (13) μηνών στην έναρξη του ΕΣΠΑ 2007-2013 (Δ’ ΚΠΣ), προκειμένου να προχωρήσει κανονικά η υλοποίηση του Προγράμματος. Το πλήρες κείμενο της ερώτησης έχει ως εξής:

Η υλοποίηση του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) 2007-2013 (Δ’ ΚΠΣ) έχει ήδη παρουσιάσει σημαντική καθυστέρηση στην υλοποίησή του. Η τυπική έναρξη που ήταν 01/01/2007 έχει ήδη μεταφερθεί κατά 13 μήνες. Αυτή η καθυστέρηση που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην υλοποίησή του, οφείλεται ως φαίνεται στην ολιγωρία της Κυβέρνησης να προβεί στις απαραίτητες για την έναρξη διαδικασίες, και ειδικότερα

- Η συγκρότηση των Διαχειριστικών Αρχών στα Τομεακά και Περιφερειακά Προγράμματα.

- Η συγκρότηση των Επιτροπών Παρακολούθησης.

- Η οριστικοποίηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας των έργων.

- Οι προσκλήσεις στους τελικούς δικαιούχους.

ώστε να προχωρήσουν οι αποφάσεις ένταξης τω έργων και οι εισροές κοινοτικών κονδυλίων.

Ερωτάται ο κ. Υπουργός:

- Υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο που να διορθώνει τις έως τώρα καθυστερήσεις και να εγγυάται ότι το ΕΣΠΑ 2007-2013 θα μπορέσει να προχωρήσει κανονικά, και αν υπάρχει ποιο είναι αυτό;

- Αν δεν υπάρχει τέτοιο σχέδιο, ποιες θα είναι, κατά την εκτίμηση της Κυβέρνησης, οι επιπτώσεις από την καθυστέρηση των δεκατριών (13) μηνών και πόσο θα επηρεάσει την υλοποίηση του ΕΣΠΑ 2007-2013 ;

15.1.08

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΣΥΛΛΟΓΟ ΣΑΝ ΤΟΝ ΣΕΜΟΔ

1. Η «προοπτική»

Στο ΣΕΜΟΔ υπάρχουν δυο βασικά άκρα αντιλήψεων που αναφέρονται στις εργασιακές συνθήκες των ΚΠΣ και μια πλειάδα ενδιάμεσων ατομικών απόψεων. Το ένα άκρο αντιλήψεων θεωρεί ότι είμαστε όλοι εργαζόμενοι ΙΔ και για αυτό θα πρέπει να αμειβόμαστε και να δουλεύουμε με όρους που ισχύουν στην αγορά εργασίας. Το άλλο άκρο θεωρεί ότι ουσιαστικά κάνουμε δουλειά δημοσίου υπαλλήλου όποτε άμεσος στόχος μας είναι να μοιάσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο στο καθεστώς αμοιβών των ΔΥ (επιδόματα κλπ) και απώτερος, η πλήρης και κανονική ενσωμάτωση μας στη δημόσια διοίκηση με το καθεστώς του ΔΥ.

Παρόλο που αυτές οι απόψεις δεν έχουν συζητηθεί ποτέ ουσιαστικά στο πλαίσιο των διαδικασιών του συλλόγου, θα διακινδυνεύαμε να πούμε πως «τέμνονται» σε ένα κατά την γνώμη μας προβληματικό σημείο. Και οι δύο ευελπιστούν στη βελτίωση της κατάστασης μας μέσα από την ενσωμάτωση μας σε ένα, υποτίθεται, «δοκιμασμένο» καθεστώς και εκ προοιμίου ωφέλιμο για μας. Η πρώτη θεωρεί ότι οι όροι εργασίας και οι απολαβές που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα ταιριάζουν περισσότερο στο προφίλ των εργαζομένων της ΜΟΔ, ξεχνώντας ότι πολλοί συνάδελφοι δεν ξεκίνησαν την καριέρα τους στην εταιρία αλλά προέρχονται από τον καθαρά ιδιωτικό τομέα (τεχνικές εταιρίες και εταιρίες συμβούλων) στον οποίο οι συνθήκες δεν περιγράφονται και με τόσο ρόδινα χρώματα και γι αυτό άλλωστε και οι ίδιοι είδαν με ενδιαφέρον την προκήρυξη της ΜΟΔ. Από την άλλη, η θέση περί πλήρους ενσωμάτωσης στο δημόσιο τομέα προσπερνά μια σειρά από σοβαρά ζητήματα (ενιαίο μισθολόγιο, επιδοματική πολιτική πολλών ταχυτήτων, ασυμμετρία πολιτικής δύναμης μεταξύ υπουργείων και υπηρεσιών, υδροκέφαλη και αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, πελατειακό σύστημα διαπραγμάτευσης εργασιακών όρων, σημαντικές σχέσεις εξουσίασης μεταξύ πολιτικών και υπηρεσιακών προϊσταμένων και υπαλλήλων κλπ) αλλά κυρίως παραβλέπει το ισχυρό ενδεχόμενο η όποια ενσωμάτωση να γίνει μεν με τους όρους που επιθυμούμε αλλά να αφορά μια μικρή μειοψηφία συναδέλφων. Έτσι οι δύο φαινομενικά αντίθετες τοποθετήσεις οδηγούν τον σύλλογο στο ίδιο αδιέξοδο με διαφορετικό τρόπο. Η πρώτη με το να επικαλείται τον ιδιωτικό τομέα υπαινίσσεται ένα «αξιοκρατικό» σύστημα σύνδεσης απολαβών με αποδοτικότητα, μέθοδος που αν ίσχυε (γιατί στην πραγματικότητα δεν έχει υπάρξει ποτέ ένα αντικειμενικό σύστημα μέτρησης της αποδοτικότητας) θα απαιτούσε εφαρμογή σε ατομικές καριέρες και όχι στη συλλογική μοίρα μιας ομάδας εργαζομένων. Εκτός αυτού, δεν μπορεί να υπάρξει σύλλογος στη βάση ενός αθροίσματος ατομικών προσδοκιών, ούτε σε συστήματα πληρωμών με βάση εξατομικευμένες αποδόσεις. Ένα αγωνιστικό σωματείο επιδιώκει μισθούς στη βάση των αναγκών και όχι στη ποσοτικοποίηση του «παραγόμενου προϊόντος». Η δεύτερη αντίληψη, με το να δημιουργεί ιδιότυπα benchmarking με τα «προνόμια» και τα επιδόματα των ΔΥ, οδηγεί τον συνδικαλισμό σε έναν αυτοματισμό παραγωγής αιτημάτων (Να δούμε τι παίρνουν αυτοί για να το πάρουμε και εμείς) που μετατρέπουν το σωματείο σε ομάδα πίεσης, το κοινώς λεγόμενο λόμπι, με αιτήματα που όσο δίκαια και αν είναι, έχουν προδιαγεγραμμένη εξέλιξη.

Η άποψη της Αυτόνομης Παρέμβασης είναι ξεκάθαρη: Η κατάσταση μας δεν θα βελτιωθεί με την πλήρη ενσωμάτωση μας, είτε στις συνθήκες του ιδιωτικού τομέα, είτε στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου. Γιατί αφενός ιδιωτικός τομέας δεν υπάρχει ένας αλλά πολλοί με άλλες τόσες αγορές εργασίας και μάλιστα με ιδιαιτέρως αποκρουστικά χαρακτηριστικά ενώ επίσης δεν υπάρχει το κλασσικό δημόσιο που ξέραμε. Δεν μπορεί η βελτίωση των εργασιακών συνθηκών να επέλθει με την ένταξή μας σε κάτι που δεν υπάρχει (ο ιδιωτικός τομέας) έτσι όπως τουλάχιστόν το έχει εξιδανικεύσει η πρώτη άποψη, ούτε σε κάτι που συρρικνώνεται (ο στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας) και που κάποτε υπήρξε (τουλάχιστόν ο ευρύτερος δημόσιος τομέας) το πρωτεύον κομμάτι της αγοράς εργασίας. Αντίθετα, η θέση μας θα μπορούσε να βελτιωθεί εφόσον βρούμε πολιτικές απαντήσεις στα προβλήματα της δικής μας κατάστασης και όχι να προσπαθούμε να «διαφύγουμε» από τις συνέπειες της, «εισερχόμενοι» στην κατάσταση κάποιων άλλων.

Αλλά ποια είναι η κατάσταση μας και ποια τα πραγματικά της προβλήματα; Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 90 μέχρι σήμερα, ολόκληρο το πλέγμα των κυρίαρχων πολιτικών διαχείρισης της οικονομίας έχει αλλάξει προς αυτό το οποίο μπορεί να ονομαστεί ως « “Εξευρωπαϊσμένος” Μονεταρισμός». Μονεταρισμός γιατί προσδοκά τη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και σε αυξήσεις στους μισθούς του δημοσίου που δεν υπερβαίνουν τον πληθωρισμό. “Εξευρωπαϊσμένος” γιατί μέσα στην παραδοσιακή δημόσια διοίκηση παρεμβαίνουν πλέον τα ΚΠΣ και τα διαρθρωτικά ταμεία αντικαθιστώντας τις κλασσικές έννοιες της αναπτυξιακής πολιτικής με την σύγχρονη έννοια της σύγκλισης. Στο πλαίσιο αυτού του εξευρωπαϊσμένου μονεταρισμού αλλάζει και ο ρόλος του δημοσίου ως εργοδότη, όχι μόνο ποσοτικά περιορίζοντας τις προσλήψεις αλλά και ποιοτικά αντικαθιστώντας τις θέσεις των υπαλλήλων καριέρας με θέσεις ελαστικών μορφών εργασίας και συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου. Τα αποτελέσματα αυτού του νέου πλέγματος πολιτικών επί της οικονομίας και όσον αφορά ειδικότερα τις εργασιακές μας σχέσεις είναι τα εξής:

· Η έννοια της «ανταγωνιστικότητας» κατέστησε «αόρατες» τις έννοιες των παγίων και διαρκών αναγκών του δημοσίου. Αφού με τις παρεμβάσεις των διαρθρωτικών ταμείων επιτευχθεί η σύγκλιση θα είναι ο καιρός της ελεύθερης οικονομίας να κάτσει στη θέση του αυτόματου πιλότου της αναπτυξιακής πορείας. Αρά σε τι χρειάζονται οι έννοιες του πάγιου και του διαρκούς, όταν όλα θα είναι με δυναμικό τρόπο προσωρινά;

· Μπροστά στον κίνδυνο που εγκυμονούσαν οι δομικές αδυναμίες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης αλλά και η ανυπαρξία επαρκούς και διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού κάτω από τις εντολές του ιδιωτικού τομέα (γιατί πια ιδιωτική επιχείρηση θα διέθετε το προσωπικό της αποκλειστικά στη διαχείριση των ΚΠΣ έστω και με τις καλύτερες τιμές), επιλέχτηκε η λύση της ΜΟΔ που μόνο τυπικά ομοιάζει με outsourcing και υπενοικίαση εργαζομένων. Το ότι η επιλογή αυτή τυπικά είναι outsourcing ισχύει γιατί ουσιαστικά το δημόσιο δεν αγόρασε υπηρεσίες από κάποιον ιδιώτη αλλά πρόσφερε πιο ανταγωνιστικές απολαβές και συνθήκες εργασίας από τον ιδιωτικό τομέα και κέρδισε μια συγκεκριμένη ομάδα μισθωτής εργασίας με ειδικά επαγγελματικά και ηλικιακά χαρακτηριστικά. Εκτιμάμε ότι όσο μεγαλώνουν οι ανάγκες διαχείρισης αναπτυξιακών διαδικασιών, τόσο θα επιλέγονται λύσεις τύπου ΜΟΔ με όλα τα άλλα δεδομένα σταθερά. Όσο αυξάνονται οι ανάγκες του προγραμματισμού τόσο θα επιλέγεται ο καθαρός ιδιωτικός τομέας (εταιρίες, σύμβουλοι κλπ). Ο προγραμματισμός και κάποιες ρουτίνες του ελέγχου ως δραστηριότητες έχουν δοθεί στο outsourcing ενώ η διαχείριση και η παρακολούθηση τις εκτελεί το δημόσιο με τη μορφή των μεικτών διαχειριστικών.

· Η αυστηρή δημοσιονομική πολιτική επιτρέπει σχετικά υψηλούς μισθούς εισαγωγής σε συνθήκες εργασίας τύπου ΜΟΔ, όμως στο βάθος του χρόνου οι μισθοί αυτοί χάνουν με γρήγορους ρυθμούς την αγοραστική τους δύναμη.

· Το ίδιο συμβαίνει και με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και δεξιότητες της απασχολούμενης εργατικής δύναμης. Την στιγμή της εισαγωγής βρίσκονται σε σχετικά υψηλά standarts, στην πορεία όμως εξανεμίζονται μέσα στην υπηρεσιακή ρουτίνα και καθημερινότητα. Γενικά η πολιτική των προσλήψεων στη βάση των ιδιωτικών συμβολαίων στηρίζεται στις αρχές του προσωπικού «μίας χρήσεως» και όχι στις αρχές της επαγγελματικής κατάρτισης που απαιτούν σταθερές και μακροχρόνιες εργασιακές σχέσεις.

· Η έννοια της εξέλιξης του βαθμού και της μετάταξης δεν υπάρχει, καθυστερώντας ακόμα περισσότερo τη μισθολογική εξέλιξη και επιτείνοντας τα φαινόμενα ρουτίνας και πλήξης.

· Η ποιότητα σχεδιασμού των ΚΠΣ επηρεάζει άμεσα τις εργασιακές μας συνθήκες αφού όλες οι αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης, όλες οι ανεπάρκειες των τελικών δικαιούχων, όλες οι καθυστερήσεις στην απορρόφηση των πόρων, όλες οι αστοχίες του προγραμματισμού εκτονώνονται πάνω στα «σημεία» των θέσεων και αρμοδιοτήτων μας. Αποτελεί φαινόμενο των νέων δομών να κληρονομούν τις ανεπάρκειες που δεν επιλύθηκαν στο παρελθόν. Ορισμένες από αυτές τις ανεπάρκειες είναι ιδιαίτερα «διαβρωτικές» για τα «τοιχώματα» των διαχειριστικών. Χωρίς να θέλουμε να παίξουμε τον ρόλο της Κασσάνδρας, εκτιμάμε πως η 4η Προγραμματική Περίοδος θα αποτελέσει μνημείο «κακοτεχνίας» και αναποτελεσματικότητας, πέρα από τους επιλήψιμους πολιτικούς και ιδεολογικούς της στόχους που ήδη φάνηκαν στο σχέδιο νόμου. Πιστεύουμε ότι θα αποτελέσει μια «Προγραμματική Περίοδο» που θα την πληρώσουμε πολύ ακριβά ως εργαζόμενοι.

Πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να απαντήσουμε, ως σύλλογος στις παραπάνω προκλήσεις;

2. Ο δημόσιος χαρακτήρας της ΜΟΔ ή η διάρκεια και η δομή των δραστηριοτήτων της;

Αποτελεί πλεονασμό που καλύπτει οραματικά κενά η επανάληψη φράσεων όπως «…η ισχυροποίηση του δημόσιου χαρακτήρα της ΜΟΔ…» Ο χαρακτήρας της ΜΟΔ είναι δημόσιος και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Το ζήτημα είναι η εξασφάλιση της συνέχειας μέσα στο πλέγμα των πρακτικών της δημόσιας διοίκησης του συνόλου και της έκτασης των δραστηριοτήτων της ΜΟΔ. Δεν αρκούν μόνο οι επεκτάσεις του καταστατικού χρόνου ζωής της εταιρίας ενώ αποτελεί αρνητική εξέλιξη ο κατακερματισμός των δραστηριοτήτων σε ξεχωριστές διοικητικές πρακτικές. Οι αναπτυξιακές λειτουργίες του δημόσίου είτε με τη μορφή ειδικών σωμάτων είτε με τη μορφή της μη κερδοσκοπικής εταιρικής μορφής δεν έχουν εξασφαλισμένο μέλλον. Με άλλο τρόπο, ολόκληρο το πολιτικό και διοικητικό σύστημα δεν έχει άποψη για το ποια θα είναι η συνέχεια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης μετά την λήξη των προγραμματικών περιόδων ούτε βέβαια γνωρίζει για το πώς θα προγραμματίζεται η ευρύτερη αναπτυξιακή διαδικασία, όταν οι στόχοι και οι παρεμβάσεις των ΚΠΣ θα αφήσουν χώρο για τους αυτοματισμούς της αγοράς. Η άποψη της Α.Π. είναι η εξής: Η προοπτική μας σχετίζεται με δύο συνθήκες: Η πρώτη αφορά στη διατήρηση του συνόλου των δραστηριοτήτων μας (προγραμματισμός, παρακολούθηση, διαχείριση, έλεγχος, υποστήριξη κλπ) ως ενότητας. Εάν υπάρξει κατακερματισμός των δραστηριοτήτων και η διαίρεση τους σε ξεχωριστά «πακέτα», τότε θα είναι πιο εύκολη η απόδοση τμημάτων σε «υπεργολάβους». Οι ΑΟΠ αποτελούν έναν τέτοιον κίνδυνο. Η δεύτερη συνθήκη σχετίζεται με τη δυνατότητα πρόβλεψης και προγραμματισμού σε βάθος χρόνου ώστε να είναι δυνατές πολιτικές παρέμβασης ώστε να εξασφαλίζεται η συνέχεια των αναπτυξιακών παρεμβάσεων του δημοσίου σε αντίθεση με τους αυτοματισμούς της αγοράς. Η ανάγκη της δημόσιας παρέμβασης υπάρχει και θα υπάρξει και στο μέλλον, απλώς δεν υφίσταται αυτή την στιγμή ούτε καν σαν ιδέα, κυρίως γιατί οι δημοσιονομικοί δογματισμοί και οι οικονομικές δοξασίες της αγοράς δεν το επιτρέπουν. Ένα ολόκληρο πεδίο παρέμβασης ανοίγει για το ΣΕΜΟΔ για να αποκτήσει τις πρωτοβουλίες των κινήσεων έναντι των εκάστοτε κρατούντων.

Πάντως, πέρα από τη ΜΟΔ και πέρα από τους αναβαθμούς του δημόσιου χαρακτήρα των αναπτυξιακών διαδικασιών, δεν θα πρέπει να «καθαγιάζουμε» το «καλό» δημόσιο σε σχέση με τον «άγριο» ιδιωτικό τομέα. Εκεί που στην αγορά υπάρχει το απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα, στο δημόσιο υπάρχει ο δεσποτισμός του Υπουργείου (ειδικά του ΥΠΟΙΟ) και η πολιτική επιβολή. Δημόσιο είναι και ο Στρατός, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να δεχόμαστε την όποια σχέση υποταγής επειδή απλά και μόνο εκπορεύεται από το δημόσιο χαρακτήρα της. Στόχος μας δεν θα πρέπει να είναι η ενδυνάμωση αυτού του δημόσιου αλλά αφενός η αναγνώριση του δικαιώματος στη συλλογική αυτονομία των εργαζομένων και αφετέρου η ελεύθερη πρόσβαση σε θεσμούς προστασίας της εργασίας.

3. Η Συλλογική Σύμβαση

Αν προσέξει κανείς τα στατιστικά στοιχεία του ΟΜΕΔ που βρίσκονται στην ιστοσελίδα του, θα διαπιστώσει ότι οι καταρτισθείσες συλλογικές συμβάσεις στο ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι ελάχιστες σε σχέση με αυτές του ιδιωτικού τομέα. Αρκετές μάλιστα από αυτές αποτελούν συναινετικές ρυθμίσεις υπό τον «εκβιασμό» της διαιτητικής απόφασης. Τα στοιχεία αυτά, έρχονται να επιβεβαιώσουν την πραγματικότητα της ανυπαρξίας κουλτούρας συλλογικών διαπραγματεύσεων στο ευρύτερο δημόσιο σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι στον ιδιωτικό. Στο δε «στενό» δημόσιο οι συλλογικές διαπραγματεύσεις παρακάμπτονται εντελώς προς όφελος απευθείας διαπραγματεύσεων με τα υπουργεία και ειδικότερα το υπουργείο οικονομικών. Τα παραπάνω σημαίνουν πως η δημοσιονομική πολιτική είναι αυτή που καθορίζει τις αυξήσεις των μισθών και τα επιδόματα πάνω στους μισθούς είναι ο πελατειακός τρόπος υπέρβασης της δημοσιονομικής πολιτικής. Όμως αυτός ο τρόπος υπέρβασης της δημοσιονομικής πολιτικής δεν μας συμφέρει ταξικά, δηλαδή συλλογικά, διότι μακροπρόθεσμα σαμποτάρει τις αυξήσεις των μισθών και επιπρόσθετα αποδυναμώνει την αναπλήρωση των μισθών από τις συντάξεις. Θα προτείναμε, λοιπόν, την επανεξέταση του τρόπου που διεκδικούμε την συλλογική σύμβαση στη βάση νέων αρχών. Οι αρχές αυτές σκοπό δεν θα έχουν τον υπερθεματισμό στο «Αίτημα» γιατί έτσι καταλήγουμε σε πλαίσια σουρεαλιστικών διεκδικήσεων από απλές αθροίσεις επιθυμιών. Αντίθετα θα πρέπει να υπάρξει επικέντρωση σε μια συνολικότερη πολιτική υπέρβασης της δημοσιονομικής πολιτικής. Ο τρόπος αυτός υπέρβασης δεν θα πρέπει να είναι μακροπρόθεσμα επιζήμιος για τους μισθούς αλλά να τους ισχυροποιεί. Η νέα έννοια που πρέπει να προωθήσουμε, μέσω των συλλογικών συμβάσεων είναι η «σύγκλιση» της αγοραστικής δύναμης των μισθών μας με την αγοραστική δύναμη των ευρωπαϊκών μισθών, εφόσον μιλάμε στη βάση του κοινού νομίσματος. Μόνον έτσι θα συνδέσουμε και μάλιστα με συλλογικό τρόπο τις αυξήσεις με τις ανάγκες αντί των «διαφυγών» είτε στην ανέφικτη αποτίμηση της ατομικής επίδοσης, είτε στα πολιτικώς αυθαίρετα επιδόματα υπέρ τρίτων.

4. Η ενασχόληση με τα «ταπεινά»

Πέρα όμως από τις παραπάνω επιθυμητές στοχεύσεις στρατηγικού χαρακτήρα θα πρέπει να καταλάβουμε πως το σημαντικό στον συνδικαλισμό δεν είναι η κατασκευή ενός φερέγγυου συνομιλητή με την κυβέρνηση και τους εργοδότες αλλά η δημιουργία ενός φερέγγυου εκπροσώπου των συμφερόντων των εργαζομένων. Για το τελευταίο, δεν αρκούν απλά οι στρατηγικές στοχεύσεις ούτε βέβαια η «υπερφόρτωση» της διεκδικούμενης ΣΣΕ με πλήθος από αιτήματα αλλά η ενασχόληση με την «πεζή» καθημερινότητα καθώς, ο προσανατολισμός του σωματείου μονόπλευρα στον αναπτυξιακό του ρόλο θα ακυρώσει την ιδιότητα του ως φορέα διασφάλισης κοινωνικών δικαιωμάτων που σήμερα θίγονται από έναν ωμό οικονομισμό που επιδεικνύουν με άνεση κυβέρνηση και εργοδότες.

Έτσι στη νέα περίοδο θα πρέπει να δώσουμε έμφαση σε «μικρούς» θεσμικούς αγώνες κυρίως για την εισαγωγή προγραμμάτων κατάρτισης, για το επίδομα εξομάλυνσης, για την ενίσχυση του ελεγκτικού ρόλου της επιθεώρησης εργασίας, για την επανεξέταση του θέματος των υπερωριών, για θέματα ωραρίου, για το ζήτημα του εσωτερικού κανονισμού, για τον σχεδιασμό του ΟΠΣ κλπ. Ο προσανατολισμός στα «ταπεινά» αυτά θέματα είναι απολύτως απαραίτητα, παράλληλα με τα μεγάλα ζητήματα της προοπτικής και των μισθολογικών αυξήσεων, γιατί στην κατάσταση που βρίσκεται ο σύλλογος χρειάζεται οπωσδήποτε «μικρές» νίκες, που κινητοποιούν και συσπειρώνουν τον κόσμο σε καθημερινή βάση.

του Πέτρου Σταύρου