9.5.07

10 χρόνια μετά την έκθεση "Σπράου" για το ασφαλιστικό

Αν και έχουν περάσει 10 χρόνια από την περίοδο 1997-1998 όπου εκδόθηκε η έκθεση Σπράου με εντολή της κυβέρνησης Σημίτη για το ασφαλιστικό, η κριτική στην έκθεση που γινόταν τότε, έρχεται να φωτίσει τα τωρινά γεγονότα περί "δομημένων" και να αποκαλύψει ότι όλα αυτά δεν είναι "κεραυνός εν αιθρία" παρά μηχανισμοί οι οποίοι έχουν τεθεί σε λειτουργία εδώ και καιρό για να "αποδομήσουν" την κοινωνική ασφάλιση.
Παρουσιάζεται παρακάτω, κείμενο κριτικής του Γιώργου Σταμάτη για την έκθεση Σπράου το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ τον Απρίλιο του 1998.

Η έκθεση Σπράου: Προς μια ιδιωτικοποίηση και κεφαλαιοποίηση των κοινωνικών ασφαλίσεων

Der Dichter gab uns Seinen Zauberberg zu lesen. Was er da für Geld schrieb War gut geschrieben Was er umsonst verschwieg Die Wahrheit war'es gewesen. Ich sage: Der Mann ist blind Aber nicht bestochen
Bertolt Brecht
Tι ευαγγελίζεται η προσφάτως κατατεθείσα «Έκθεση Σπράου»1 για τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις; Τον «εκσυγχρονισμό» τους! Δηλαδή την αποδόμησή τους μέσω:
α) της συρρίκνωσης τους σε ένα τμήμα μιας ανάξιας λόγου κρατικής κοινωνικής φιλανθρωπίας (μηνιαία «εθνική σύνταξη» 34 χιλ. δραχμών) και σε ένα τμήμα κεφαλαιοποιητικής υποχρεωτικής δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης (που θα δίνει συντάξεις γύρω στις 40 χιλ. μηνιαίως) και,
β) στην ιδιωτικοποίηση του εναπομείναντος μεγαλύτερου τμήματος τους.
Η «Έκθεση Σπράου» κάνει δύο τινά:
α) κατασυκοφαντεί το ισχύον σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και
β) διογκώνει σκοπίμως - χωρίς στοιχεία, με απλές περιπτωσιολογίες - τις υπαρκτές πράγματι αδυναμίες και δυσκολίες του, όχι για να υποβάλει προτάσεις για τη βελτίωση του, αλλά για να προετοιμάσει το έδαφος για την αποδοχή της πρότασης αποδόμησής του και αντικατάστασης του από το σύστημα που υπαινικτικά αναφέραμε παραπάνω και θα αναλύσουμε στα ακόλουθα.
Κατά τα λοιπά, η «Έκθεση» βρίθει ιδεολογημάτων, τα οποία εξυπηρετούν τον σκοπό της απρόσκοπτης αποδοχής της αποδόμησής των Κοινωνικών Ασφαλίσεων εκ μέρους των θιγομένων, δηλαδή εκ μέρους των ιδίων των θυμάτων αυτής της αποδόμησής. Τα ιδεολογήματα αυτά είναι τόσα και η ανταπόκριση που βρίσκουν στον «υγιή κοινό νου», στον οποίο απευθύνονται, είναι τέτοια, που ούτε καν να τα παραθέσουμε, πολλώ δε μάλλον να τα ανασκευάσουμε μπορούμε εδώ.
Για να γίνουν κατανοητές οι προτάσεις της «Επιτροπής Σπράου» είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε με την αναγκαία συντομία πώς λειτουργούν οι Κοινωνικές Ασφαλίσεις σήμερα. Ανεξάρτητα από το γεγονός της ύπαρξης όχι ενός και μοναδικού αλλά πολλών ταμείων κοινωνικής ασφάλισης και της ύπαρξης κύριων και επικουρικών ταμείων, το σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης - θα περιοριστούμε χάριν απλούστευσης του πράγματος στις συντάξεις - λειτουργεί στο σύνολο του ως εξής: Όσοι ασφαλισμένοι δεν εργάζονται πλέον, είναι δηλαδή συνταξιούχοι, ζουν από τη σύνταξη που παίρνουν. Οι συντάξεις και τα εφάπαξ κάθε χρονιάς είναι ένα μέρος του συνολικού εθνικού εισοδήματος της ίδιας αυτής χρονιάς. Στη χώρα μας οι συντάξεις (και τα εφάπαξ) αποτελούν το 12% του ΑΕΠ και τις παίρνουν 2,2 εκατ. συνταξιούχοι. Από ποιους εκχωρείται μέσω της πληρωμής συντάξεων αυτό το μέρος του ΑΕΠ, το οποίο δεν αποτελεί ούτε εισόδημα από εργασία (μισθούς) ούτε εισόδημα από περιουσία (κέρδη), στους συνταξιούχους; Κατά το 9,1% του ΑΕΠ από τους εργαζόμενους ασφαλισμένους μέσω των ασφαλιστικών εισφορών που πληρώνουν (συνυπολογίζουμε την εργοδοτική εισφορά στο μισθό) και κατά το υπόλοιπο 2,9% του ΑΕΠ από το κράτος. Αν - χάριν απλούστευσης - παραβλέψουμε αυτό το 2,9% του ΑΕΠ που αποτελεί την κρατική αρωγή στις κοινωνικές ασφαλίσεις, τότε το πράγμα έχει ως εξής: Όσοι ασφαλισμένοι εργάζονται σε μια ορισμένη περίοδο εκχωρούν ένα μέρος του εισοδήματος τους υπό την μορφήν ασφαλιστικών εισφορών και στη συνέχεια συντάξεων στους μη εργαζόμενους πλέον ασφαλισμένους, δηλαδή στους συνταξιούχους, της ιδίας αυτής περιόδου. Οι συνταξιούχοι αυτής της περιόδου είχαν κάνει και αυτοί ακριβώς το ίδιο παλιότερα, όταν ακόμη εργάζονταν και πλήρωναν ασφαλιστικές εισφορές, για τους τότε συνταξιούχους. Δεν ζουν λοιπόν οι συνταξιούχοι από τις ασφαλιστικές εισφορές που πλήρωναν όταν εργάζονταν. Διότι απ' αυτές τις εισφορές τους ζούσαν οι τότε συνταξιούχοι. Οι συνταξιούχοι κάθε περιόδου ζουν από το εισόδημα που τους εκχωρούν ως σύνταξη μέσω των ασφαλιστικών εισφορών τους οι εργαζόμενοι ασφαλισμένοι της ίδιας αυτής περιόδου.
Τα φλέγοντα ζητήματα του συστήματος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι σήμερα το μέσο όριο συνταξιοδότησης και το ύψος της μέσης σύνταξης2. Από τι εξαρτώνται αυτά τα δύο πράγματα; Ας δούμε πρώτα από τι εξαρτάται το ύψος της μέσης σύνταξης (μέση σύνταξη και μέσο όριο συνταξιοδότησης αλληλεξαρτώνται, όπως θα δούμε στη συνέχεια). Εξαρτάται, σύμφωνα και με την «Έκθεση Σπράου» (σ. 64), από το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών (όπου σ' αυτές τις τελευταίες συμπεριλαμβάνουμε, χάριν απλούστευσης, και την κρατική αρωγή), από το «ποσοστό αναπλήρωσης», δηλαδή το ποσοστό, κατά το οποίο η μέση σύνταξη αναπληροί το μέσο μισθό που έπαιρνε πριν ο μέσος συνταξιούχος και το μέσο όριο συνταξιοδότησης. Ασφαλιστικές εισφορές, «ποσοστό» και μέσο όριο συνταξιοδότησης αλληλεξαρτώνται βέβαια Ενας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας που καθορίζει το ύψος της μέσης σύνταξης, τον οποίο σκοπίμως λησμονεί η «Έκθεση Σπράου», είναι το ύψος του μέσου μισθού! Διότι, δεδομένων όλων των παραγόντων, το ύψος της μέσης σύνταξης εξαρτάται αυτονοήτως από το ύψος του μέσου μισθού. Όσο υψηλότερος είναι ο τελευταίος. τόσο μεγαλύτερη είναι - με σταθερά τα άλλα μεγέθη - η πρώτη.
Ο σημαντικότερος όμως παράγοντας, που καθορίζει - δεδομένων όλων των άλλων παραγόντων - το ύψος της μέσης σύνταξης, είναι η σχέση του αριθμού των εργαζομένων ασφαλισμένων προς τον αριθμό των συνταξιούχων ασφαλισμένων. Και είναι ο σημαντικότερος, επειδή όχι μόνο είναι ανεξάρτητος απ' όλους τους άλλους, αλλά και, όπως θα δούμε, επειδή καθορίζει τους περισσότερους απ' αυτούς και ιδιαιτέρως το μέσο όριο συνταξιοδότησης!
Με τη σειρά της η σχέση του αριθμού των εργαζομένων ασφαλισμένων προς τον αριθμό των συνταξιούχων ασφαλισμένων εξαρτάται:
α) από τη δημογραφική εξέλιξη και συνεπώς την ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού,
β) από το ποσοστό απασχόλησης του εργατικού δυναμικού και, φυσικά,
γ) από το ποσοστό των κοινωνικά ασφαλισμένων εργαζομένων στο σύνολο των εργαζομένων, δηλαδή από το ποσοστό κοινωνικής ασφάλισης.
Για δεδομένο ποσοστό κοινωνικής ασφάλισης ο λόγος του αριθμού των εργαζομένων ασφαλισμένων προς τον αριθμό των συνταξιούχων ασφαλισμένων είναι τόσο μεγαλύτερος, όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των νέων και ικανών προς εργασίαν ανθρώπων και, αντιστοίχως, μικρότερο το ποσοστό των ηλικιωμένων και όχι πλέον ικανών προς εργασίαν ανθρώπων επί του συλλογικού πληθυσμού και όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των πράγματι εργαζομένων επί του συνόλου των δυνάμενων και αναγκασμένων να εργασθούν, δηλαδή το ποσοστό απασχόλησης (και αντιστρόφως).
Τα προβλήματα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη χώρα μας σήμερα είναι πολλών ειδών: Η πολυδιάσπαση των ταμείων, η εισφοροδιαφυγή, οι χαριστικές συντάξεις (οι οποίες δεν αφορούν, όπως θέλει να πιστεύει η «Έκθεση Σπράου», μόνο τις αναπηρικές συντάξεις) κ.ά. Το κύριο όμως πρόβλημα είναι το πρόβλημα της μείωσης της σχέσης του αριθμού των εργαζομένων ασφαλισμένων προς τον αριθμό των συνταξιούχων ασφαλισμένων συνεπεία ανεργίας, γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και μη ασφάλισης ενός μεγάλου μέρους των ημεδαπών εργαζομένων και όλων σχεδόν των αλλοδαπών εργαζομένων.
Αυτά τα προβλήματα η «Έκθεση Σπράου» δεν τα μελετά για να προτείνει λύσεις. Αλλά, χωρίς να τα έχει μελετήσει, τα αναφέρει και, διογκώνοντας τα, τα χρησιμοποιεί τεχνηέντως ως φόβητρο για να πείσει το κοινό, ότι το ισχύον σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι χαμένη ιστορία, διότι μετά το 2005 θα καταρρεύσει και ως εκ τούτου θα πρέπει, το αργότερο μέχρι τότε, να έχει αντικατασταθεί από το ήδη αναφερθέν σύστημα «κοινωνικής» ασφάλισης που θέλει να πλασάρει η ίδια.
Οι εκτιμήσεις της «Έκθεσης Σπράου» για τη βιωσιμότητα του σημερινού συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης είναι ξεκρέμαστες. Δεν βασίζονται σε κανενός είδους στοιχεία. Χάριν παραδείγματος και μόνο, αναφέρουμε ότι οι δημοσιογραφικές εκτιμήσεις της «Έκθεσης» δεν λαμβάνουν υπ' όψη τους το μισό εκατομμύριο νέων στην πλειονότητα των, ανασφάλιστων αλλοδαπών εργαζομένων και ότι οι εκτιμήσεις της για τις δυνατές εισπράξεις των ασφαλιστικών ταμείων δεν λαμβάνουν υπόψη τους ούτε το παραπάνω μισό εκατομμύριο ανασφάλιστων αλλοδαπών εργαζομένων ούτε τους πολυπληθείς ανασφάλιστους ιθαγενείς εργαζόμενους ούτε, τέλος, τις διαπιστωμένες ή μη διαπιστωμένες οφειλές εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι λόγοι είναι ευνόητοι: Όσο χειρότερη και καταστροφικότερη παρουσιάσουμε την κατάσταση της δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης, τόσο ευκολότερο είναι να πείσουμε τον κόσμο για την αναγκαιότητα και τα πλεονεκτήματα της ιδιωτικής «κοινωνικής» ασφάλισης, την οποία - κατ' άνωθεν εντολή - θέλουμε να πλασάρουμε. Οι «άνωθεν» δεν είναι βέβαια η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, αλλά βρίσκονται πολύ ψηλότερα. Είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως οι εκπρόσωποι των συμφερόντων του τραπεζικού συστήματος και της κεφαλαιαγοράς της νέας τάξης πραγμάτων.
Τι προτείνει λοιπόν για λογαριασμό των τελευταίων η «Έκθεση Σπράου»; Μα, ό,τι είναι ήδη γνωστό εδώ και χρόνια από τις συστάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ό,τι έχει ήδη επιβληθεί ή επιβάλλεται σε χώρες, στις οποίες οι εν λόγω οργανισμοί έχουν την επικυριαρχία και τις οποίες η «Έκθεση Σπράου» (σς. 88 και 90) αναφέρει ως σχετικά πρότυπα: Χιλή, Αργεντινή, Βολιβία, Κολομβία. Μεξικό και Ουγγαρία (η Σλοβενία και η Πολωνία είναι στη λίστα αναμονής).
Προτείνει λοιπόν η «Έκθεση Σπράου» κατάργηση του ισχύοντος συστήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αντικατάσταση του από ένα σύστημα, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:
1. Χορήγηση «εθνικής» μηνιαίας σύνταξης 34 χιλ. δραχμών σε όλους, όσοι έχουν υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας τους, κατά το πρότυπο του - και ΕΚΑΣ ονομαζόμενου - φιλοδωρήματος των 15 χιλ. δραχμών μηνιαίως που δόθηκε προσφάτως σε ορισμένους από τους σημερινούς χαμηλοσυνταξιούχους. Την «εθνική» αυτή σύνταξη θα πληρώνει στα τιμημένα γηρατειά το ίδιο το κράτος, χωρίς οι αποδέκτες της να έχουν προηγουμένως πληρώσει οποιεσδήποτε εισφορές. Πρόκειται γι’ αυτό που ονομάσαμε στα προηγούμενα κρατική φιλανθρωπία.
2. Χορήγηση σύνταξης από τα ενοποιημένα δημόσια ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, αμιλλώμενης το ύψος της προειρημένης «εθνικής σύνταξης» (γύρω στις 40 χιλ. δραχμές μηνιαίως).
Αυτή η ασφάλιση θα είναι δημόσια και υποχρεωτική. Το αντίστοιχο δημόσιο ασφαλιστικό ταμείο θα λειτουργεί όμως επί τη βάσει της κεφαλαιοποίησης των εισφορών. Και,
3. Ιδιωτική ασφάλιση. Σε όποιον δεν αρκεί η παχυλή σύνταξη των 70~80 χιλ. δραχμών, ε, αυτός θα πρέπει να ασφαλισθεί επιτέλους ιδιωτικά.
Ας δούμε καθέναν χωριστά αυτούς τους τρεις «πυλώνες», όπως τους ονομάζει η «Έκθεση Σπράου», του νέου συστήματος.
Τι θα κόστιζε σήμερα στο Δημόσιο ο πρώτος «πυλώνας», δηλαδή η εθνική σύνταξη; Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών επί του συνολικού πληθυσμού είναι σήμερα (δες «Έκθεση Σπράου», σ. 7) περίπου 17%. Αν ο συνολικός πληθυσμός είναι 10 εκατομμύρια, το Δημόσιο θα πληρώνει λοιπόν ετησίως σ' αυτούς τους ηλικιωμένους το φοβερό ποσό των 1.700.000 χ 34.000 x 14 = 809.200.000.000 δραχμών, δηλαδή κάτι περισσότερο από 0,8 τρισεκατομμύρια δραχμές. Σήμερα πληρώνει σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο δραχμές ως επιχορηγήσεις στα ασφαλιστικά ταμεία.
Ας δούμε τι συμβαίνει με τον δεύτερο «πυλώνα». Αυτός δεν θα λειτουργεί όπως το σημερινό σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Σύμφωνα με το τελευταίο, οι σημερινοί εργαζόμενοι ασφαλισμένοι πληρώνουν τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων. Ο δεύτερος «πυλώνας», η νέα δηλαδή δημόσια υποχρεωτική ασφάλιση, θα βασίζεται σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ίδια την «Έκθεση Σπράου», στην κεφαλαιοποίηση των ασφαλιστικών εισφορών. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι εισφορές των σημερινών εργαζόμενων ασφαλισμένων δεν θα χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, αλλά θα κεφαλαιοποιούνται, θα τοποθετούνται δηλαδή από το ασφαλιστικό ταμείο στη χρηματαγορά, ώστε όταν αργότερα ο ασφαλισμένος συνταξιοδοτηθεί, να του αποδίδονται επαυξημένες κατά τα κέρδη ή μειωμένες κατά τις ζημίες, που απέφερε η τοποθέτηση τους στην κεφαλαιαγορά, σταδιακά ως μηνιαία σύνταξη. Από πού όμως θα παίρνουν τις συντάξεις τους οι σημερινοί συνταξιούχοι του δεύτερου «πυλώνα»; Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπάρχει προφανώς δυνατότητα χρηματοδότησης αυτών των συντάξεων από τον ίδιο τον δεύτερο «πυλώνα». Κι εδώ έγκειται το μεγάλο πρόβλημα της μετάβασης από το ισχύον σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης στο νέο, συρρικνωμένο και κεφαλαιοποιημένο σύστημα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης.
Ποιος θα πληρώσει αυτές τις συντάξεις; Το Δημόσιο! Όπως αναφέρει και η ίδια η «Έκθεση Σπράου» (δες σ. 87) το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο προωθεί το νέο φιλανθρωπικό, κεφαλαιοποιητικό και ιδιωτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, συνιστά στην Ε.Ε. να αποκλίνει, όσον αφορά αυτό ακριβώς το σημείο, από τον κανόνα που απαιτεί το δημόσιο έλλειμμα να μην ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ. Δηλαδή να δύναται να το ξεπερνά στο βαθμό που το Δημόσιο, για να πληρώσει τις τρέχουσες συντάξεις που, σύμφωνα με τον δεύτερο στυλοβάτη, λόγω της κεφαλαιοποίησης των ασφαλιστικών εισφορών δεν δύνανται να πληρωθούν από τις τρέχουσες εισφορές, είναι αναγκασμένο να αυξήσει αντιστοίχως τις δαπάνες του και πιθανότατα, το έλλειμμα του πέραν του 3% του ΑΕΠ. Όπως βλέπουμε, λοιπόν, το 3% του ΑΕΠ είναι τότε και μόνο ένα απαράβατο όριο του ελλείμματος του Δημοσίου, όταν με το απαράβατο του πρόκειται να στηριχθεί η συνήθης πολιτική λιτότητας κατά των εργαζομένων και των συνταξιούχων. Όταν όμως πρόκειται για τη μετακύλιση του κόστους της μετάβασης από το ισχύον στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στο ίδιο το Δημόσιο, ε, τότε κάνουμε και κάποιο σκόντο.
Το κράτος καλείται λοιπόν να πληρώσει το παραπάνω κόστος μετάβασης. Πόσο θα πληρώνει το κράτος κάθε χρόνο μέχρι να ολοκληρωθεί η μετάβαση; Όλες τις τρέχουσες συντάξεις!!! Τρομερό ποσό!
Γι αυτό και οι προαγωγοί του νέου συστήματος, συνεπώς και η «Έκθεση Σπράου», προτείνουν μια κάπως διαφορετική «λύση».
Η «Έκθεση» προϋποθέτει τρεις γενιές ασφαλισμένων. Τη γενιά εκείνων μέχρι 35 χρόνων, τη γενιά εκείνων μεταξύ 35 και 45 χρόνων και τη γενιά εκείνων μεταξύ 45 και 65 χρόνων. Κάνει σαν να μη γνωρίζει ότι η πρώτη γενιά έχει ήδη ασφαλισθεί στο ισχύον σύστημα και της λέει περίπου να το ξεχάσει και να ασφαλισθεί στο νέο σύστημα, δηλαδή στο δεύτερο «στυλοβάτη» του νέου συστήματος. Προϋποθέτει άρρητα ότι αυτή θα το δεχθεί, δηλαδή ότι θα δεχθεί να ξεχάσει ο.τι μέχρι τώρα πλήρωσε σε ασφαλιστικές εισφορές. Προϋποθέτει επίσης ότι η τρίτη γενιά θα πάρει σύνταξη με το παλιό σύστημα. Και επικεντρώνει το πρόβλημα στη μεσαία γενιά, λέγοντας
ότι αυτό μπορεί να λυθεί με τον τρόπο που αναφέραμε εμείς παραπάνω ότι μπορεί να λυθεί το πρόβλημα και για ης τρεις γενιές συνολικά, δηλαδή με την - άμεση ή έμμεση - ανάληψη της υποχρέωσης καταβολής των αντίστοιχων συντάξεων από το κράτος. Οπότε, οι σχετικές υποχρεώσεις του κράτους θα ήσαν - έτσι χονδρικά ειπωμένο - μειωμένες κατά 2/3.
Δεν απαντά όμως η «Έκθεση Σπράου» στα εξής δύο ερωτήματα: Τα «συνταξιοδοτικά δικαιώματα» που έχει ήδη αποκτήσει η πρώτη γενιά, δηλαδή με τα λόγια των ίδιων των συντακτών της «Έκθεσης Σπράου», το «αφανές χρέος» της κοινωνίας ή του κράτους στην πρώτη γενιά, ποιος θα το πληρώσει; Και το σημαντικότερο: Πώς και από ποιους θα πάρει σύνταξη με το ισχύον σύστημα η τρίτη γενιά, όταν αυτή βγει στη σύνταξη, αφού τότε δεν θα υφίσταται το ισχύον σύστημα, αφού δηλαδή τότε οι εργαζόμενοι ασφαλισμένοι με τις ασφαλιστικές εισφορές τους δεν θα πληρώνουν τις συντάξεις των συνταξιούχων, αλλά θα τις επισωρεύσουν ως κεφάλαιο από το οποίο θα πληρωθούν αργότερα οι ίδιες οι δικές τους συντάξεις;
Συμπέρασμα: Τη νύφη της μετάβασης από το ισχύον στο νέο συρρικνωμένο κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα κληθεί να πληρώσει, όπως εκθέσαμε παραπάνω, το Δημόσιο. Συγχρόνως όμως οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι θα πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα. Δηλαδή, διπλή πληρωμή. Το πρόβλημα είναι τετριμμένο και διεθνώς γνωστό και λυμένο: Η μετάβαση από το ισχύον στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα απαιτεί διπλή καταβολή ασφαλιστικών εισφορών - είτε από τους ίδιους τους ασφαλισμένους είτε και από το Δημόσιο. Η «Επιτροπή Σπράου» θα έπρεπε να το γνωρίζει και μάλλον το γνωρίζει και - για ευνόητους λόγους δεν το λέει με το όνομα του.
Γιατί, όμως, αφού η μετάβαση από το ισχύον στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα απαιτεί διπλές ασφαλιστικές εισφορές (αδιάφορο ποιος θα τις πληρώσει αυτές, το Δημόσιο ή οι ασφαλισμένοι), η «Εκθεση Σπράου» συνηγορεί υπέρ αυτής της μετάβασης; Προφανώς χάριν της κεφαλαιοποίησης των ασφαλιστικών εισφορών! Και ποιος θέλει και ποιον ευνοεί αυτή η κεφαλαιοποίηση; Μα, την κεφαλαιαγορά και τον τζόγο της και όσους κερδίζουν από τον τελευταίο. Και όχι βέβαια τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ή την εξυγίανση τους.
Καίτοι ίσως περιττό, ας συνοψίσουμε το τι σημαίνει η μετάβαση από το ισχύον σύστημα δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα της δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης του δεύτερου «στυλοβάτη». Σημαίνει απλά το εξής: Το Δημόσιο αναλαμβάνει να πληρώνει καθ' όλη τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, όπου αναγκαστικά θα ισχύουν και τα δύο συστήματα, τις συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις του ισχύοντος συστήματος, ενώ οι εισφορές των ασφαλισμένων που διαφορετικά θα εχρησιμοποιούντο για την πληρωμή των τρεχουσών συντάξεων, συσσωρεύονται, κεφαλαιοποιούνται και τοποθετούνται στη χρηματαγορά. Όχι βέβαια σε μετοχές και ομόλογα και τέτοια ξεπερασμένα αστεία πράγματα, αλλά - ρωτήστε να μάθετε τι είναι αυτά - σε «παράγωγα» και «παράγωγα» «παραγώγων».
Ας δούμε τώρα τι είναι ο τρίτος στυλοβάτης της κοινωνικής ασφάλισης. Είναι το μεγαλύτερο και ιδιωτικοποιημένο μέρος της Κοινωνικής Ασφάλισης. Διότι δεν έχουμε μόνο τσιμέντα, ναυπηγεία, τηλεπικοινωνίες και ηλεκτρική ενέργεια, αλλά και κοινωνική ασφάλιση να ιδιωτικοποιήσουμε. Η ιδιωτικοποίηση είναι όμως μία και ενιαία. Μόνο ο τρόπος πραγματοποίησης της είναι διαφορετικός. Εδώ πουλάμε περουσιακά μόνο στοιχεία της, εκεί την ίδια τη δημόσια επιχείρηση, αλλού μόνο μετοχές της και αλλού πάλι αδειάζουμε απλώς τη γωνιά για να μπει σ' αυτήν επιτέλους η λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία. Το τελευταίο είναι η περίπτωση των κοινωνικών ασφαλίσεων. Σε όσους δεν φθάνει η γενναιόδωρη σύνταξη των 7080 χιλ. δραχμών των δύο πρώτων στυλοβατών του νέου εκσυγχρονιστικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, αυτοί μπορούν να ασφαλισθούν ιδιωτικά. Η ίδια η «Έκθεση Σπράου» δεν κάνει βέβαια λόγο για ιδιωτική κοινωνική ασφάλιση. Ομιλεί απλώς ντροπαλά για «κλαδική», «επαγγελματική», «εταιρική» κ.λπ. κοινωνική ασφάλιση.
Είναι αυτονόητο ότι αυτή η ιδιωτική κοινωνική ασφάλιση θα λειτουργεί επί τη βάσει της κεφαλαιοποίησης των ασφαλιστικών εισφορών. Οι τελευταίες θα είναι βέβαια αποκλειστικά και μόνο εισφορές των εργαζομένων. Οι εργοδοτικές εισφορές και οι κρατικές επιδοτήσεις, φυσικά, εκπίπτουν.
Ποιος μπορεί σήμερα, με τους σημερινούς μισθούς, να ασφαλισθεί και για ποιο ύψος σύνταξης ιδιωτικά; Και τι θα κάνουν εκείνοι που μπορούν να ασφαλισθούν ιδιωτικά, αν η ασφαλιστική εταιρεία πτωχεύσει; Στην «Επιτροπή Σπράου» δεν ετέθησαν ασφαλώς τέτοια ασήμαντα ερωτήματα. Γιατί λοιπόν να απαντήσει σ' αυτά;
Σε τι αποσκοπεί λοιπόν και - στο βαθμό που θα πραγματοποιηθεί - σε ποια κατάσταση αντιστοιχεί το παραπάνω νέο εκσυγχρονισμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο προπαγανδίζει η «Εκθεση Σπράου»; Η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι απλή και προφανής για τον καθένα. Το νέο σύστημα, το οποίο προτείνουν και για τη χώρα μας η Παγκόσμια Τράπεζά, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το τραπεζικό σύστημα και η χρηματαγορά μέσω της - δια της «Έκθεσης Σπράου» απευθυνόμενης στο κοινό ελληνικής κυβέρνησης, είναι ένα σύστημα που:
α) ιδιωτικοποιεί στο μεγαλύτερο της μέρος τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση (τρίτος στυλοβάτης), εξασφαλίζει δηλαδή αντίστοιχα κέρδη στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και - επειδή αυτές θα τοποθετούν τις ασφαλιστικές εισφορές στη χρηματαγορά - περισσότερο και φθηνότερο χρήμα και περισσότερα κέρδη στο τζόγο της τελευταίας•
β) οργανώνει τη συρρικνωμένη πλέον δημόσια υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (δεύτερος «στυλοβάτης») στη βάση της κεφαλαιοποίησης των ασφαλιστικών εισφορών και προσφέρει έτσι ακόμη περισσότερο και φθηνότερο χρήμα κι ακόμη περισσότερα κέρδη στη χρηματαγορά - με τίμημα την για την περίοδο μετάβασης ύπαρξη και μιας δεύτερης αναγκαίας κοινωνικής ασφάλισης, το κόστος της οποίας θα κληθούν να φέρουν ή το κράτος ή οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι•
γ) μειώνει στο ελάχιστο την εργοδοτική εισφορά στην κοινωνική ασφάλιση και συνεπώς το κόστος εργασίας και
δ) φορτώνει τόσο τα βάρη της νέας κεφαλαιοποιητικής δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, (δηλαδή της για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ταυτόχρονης ύπαρξης τόσο του ισχύοντος όσο και του νέου κεφαλαιοποιητικού συστήματος δημόσιας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης), όσο και τα βάρη από τα οποία απαλλάχθηκαν μέσω του πρώτου και του τρίτου «στυλοβάτη» («εθνική σύνταξη» και ιδωτική ασφάλιση) οι εργοδότες στο Δημόσιο και στους ίδους τους ασφαλισμένους.
Για να το πούμε απλά και συνοπτικά: Το νέο εκσυγχρονισμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης αποσκοπεί:
α) στη μετάθεση βαρών της κοινωνικής ασφάλισης από τους εργοδότες στο κράτος και τους εργαζόμενους, καθώς επίσης και από το κράτος στους εργαζόμενους, δηλαδή εν τέλει από τους εργοδότες και το κράτος στους εργαζόμενους,
β) στην ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών ασφαλίσεων με ό,τι αυτή συνεπάγεται και,
γ) στην τροφοδότηση της χρηματαγοράς με περισσότερο και φθηνότερο χρήμα.
Όλα αυτά ήσαν όχι μόνο διεθνώς, αλλά και στη χώρα μας, ήδη προ πολλού γνωστά. Σε άρθρα μας που δημοσιεύθηκαν την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού στο Account και στην Εποχή προειδοποιήσαμε για τα όσα προτείνει σήμερα η «Έκθεση Σπράου»3. Και δεν κοινοποιήσαμε τότε κάτι άγνωστο, αλλά ό,τι διεθνώς κελαηδούσαν τα πουλιά στα δέντρα, δηλαδή, ό,τι θα έπρεπε και στη χώρα μας να γνώριζαν όλοι.
Ωστόσο, οι μόνοι που δεν το γνωρίζουν ήσαν τα λεγόμενα κόμματα της Αριστεράς, ή τέλος πάντων, των εργαζομένων και η ΓΣΕΕ. Έτσι το θέμα δεν είναι πλέον τι λένε οι Σπράος και Σία, αλλά τι λένε τα αριστερά κόμματα και η ΓΣΕΕ. Και τι λένε; Τι λέει π.χ. το ΚΜΕ του ΚΚΕ και το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ ; Μα, απολύτως τίποτα!
Ό,τι, τέλος πάντων, συνηθίσαμε να ονομάζουμε Αριστερά και συνδικαλιστικό κίνημα θα έπρεπε να είχε ήδη προ πολλού φροντίσει, κατά μονάς, ή από κοινού, να εκπονήσει μια μελέτη για το ασφαλιστικό. Και με μελέτη για το ασφαλιστικό δεν εννοούμε μια παρόμοια με την «Έκθεση Σπράου» έκθεση ιδεολογημάτων. Εννοούμε, αντιθέτως, τη μελέτη μιας ομάδας ικανών οικονομολόγων, δημογράφων, αναλογιστών και μαθηματικών στατιστικών, οι οποίοι έχουν - χωρίς σχετική ΕΟΚική η όποια άλλη αμοιβή - διάθεση να μας πουν τι συμβαίνει σήμερα και τι θα συμβεί αύριο και μεθαύριο με τις κοινωνικές ασφαλίσεις, για να μπορέσει έτσι κατόπιν η Αριστερά, στην οποία αναθέσαμε το καθήκον να μας λέει ποια από τις εφικτές επιλογές είναι πλέον συμφέρουσα για τους εργαζομένους (όπως ονομάζεται σήμερα το προλεταριάτο), να μας πει επιτέλους ποια εκδοχή να επιλέξουμε. Διαφορετικά, σε λίγα μόνο χρόνια οι προτάσεις της «Έκθεσης Σπράου» για τις κοινωνικές ασφαλίσεις θα αρχίσουν να γίνονται πραγματικότητα.

1. Το κείμενο αυτό αναπαράγει τα βασικά σημεία της εισήγησης του συγγραφέα στο διεθνές Συνέδριο Social Emancipation 150 years after the «Communist Manifesto», που διοργάνωσαν στην Αβάνα, στο διάστημα 1720 Φεβρουαρίου igg8, το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της Κούβας σε συνεργασία με την Κουβανική Εταιρεία Φιλοσοφικής Έρευνας, το Πανεπιστήμιο Las Villas και τις επιθεωρήσεις Marx Ahora και Ciencas Sociales. Όλα τα αποσπάσματα που παρατίθενται από το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι από την ελληνική έκδοση του 1965 (εκδόσεις Α. Παπακώστα, Αθήνα).
2. Δες Επιτροπή για την εξέταση της μακροοικονομικής πολιτικής. Οικονομία και Συντάξείς.Συνεισφοράστον Κοινωνικό Διάλογο. Οκτώβριος 1997. Έτσι για την ιστορία: Η εν λόγω επιτροπή αποτελείται από τους Ιωάννη Σπράο. σύμβουλο διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, ως πρόεδρο. Αναστάσιο Γιαννίτση. οικονομικό σύμβουλο του πρωθυπουργού. Νικόλαο Γκαργκάνα, υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιο Γλυνό. σύμβουλο του υπουργείου Ανάπτυξης, Βασίλειο Δρουκόπουλο. Επιστημονικό διευθυντή του ΚΕΠΕ. Ιωάννη Κουτσουλάκο, γενικό γραμματέα του υπουργείου Οικονομικών, Ιωάννη Στουρνάρα. πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και, Πλάτωνα Τήνιο, ειδικό σύμβουλο του πρωθυπουργού,ως μέλη. Όπως αναφέρεται στην έκθεση ο κ. Δρουκόπουλος δεν συμμετείχε στις συνεδριάσεις.
3. Η αγοραστική αξία των συντάξεων μειώθηκε στο διάστημα 1985-1987 κατά 10% (δες Γιάννης Σπράος. «Μέσα και στόχοι μακροοικονομικής πολιτικής», στο Νίκος Γκαργκάνας κ.ά., Η πολιτική της οικονομικής σταθερότητας. Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1989, σελ. 75) και στο διάστημα 19891993 κατά 25% (δες «Έκθεση Σπράου» σελ. 80).
4. Δες Γιώργος Σταμάτης, «Προς μια "ψυχρή" ιδιωτικοποίηση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων», στου ιδίου, Οικονομικά Μαργκινάλια, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα 1997, σελ. 101 103.

Δεν υπάρχουν σχόλια: