12.10.07

Τι θέλουμε, τι καλύπτει και τι πρέπει να πετύχουμε με την νέα ΣΣΕ

Με την κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού από την Κυβέρνηση, αποκαλύφθηκε η απόσταση λόγων και πράξεων ανάμεσα στις «παροχές» των μπαλκονιών και την μονοδιάστατη οικονομική πολιτική σε βάρος των εργαζομένων και των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων. Όσα αναγκάστηκαν να υποσχεθούν για να εκλεγούν, έρχονται τώρα να τα ζητήσουν πίσω πολλαπλάσια, με ρυθμίσεις που αποδομούν το όποιο κράτος πρόνοιας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η καταβαράθρωση των παρεχομένων υπηρεσιών του ΕΣΥ στην χειρότερη θέση ανάμεσα στις χώρες της ΟΝΕ αλλά και η κρίση του συστήματος ασφάλισης, όπου η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ικανοποιεί τις ίδιες της τις ρυθμίσεις για κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση, αλλά αντίθετα, δεν φείδεται μέτρων και ρυθμίσεων προς όφελος της εργοδοσίας.

Έτσι, με την άρνησή της να καταβάλει προς το ΙΚΑ το ποσοστό 1% του ΑΕΠ που της αναλογεί βάσει νόμου, υπέκλεψε από το βασικό ταμείο ασφάλισης των μισθωτών περί τα 3,5 δισ. € μόνο για την 5ετία 2003-2008 ενώ πρόσθετα, με διαδοχικές «επωφελείς» ρυθμίσεις προς τους εργοδότες και την αδιαφορία για την εισφοροδιαφυγή, ζημιώνει ακόμα περισσότερο. Παράλληλα η κυβέρνηση, καλυπτόμενη από επιτροπές “σοφών” και τραπεζιτών, ανακινεί το ασφαλιστικό, επισείοντας την κατάργηση της δυνατότητας πρόωρης συνταξιοδότησης, την αύξηση των εισφορών και των ορίων ηλικίας λόγω της “διαφαινόμενης οικονομικής αδυναμίας των ταμείων”. Φυσικά δεν έχει να πει τίποτα για την χρηματοδότηση των ταμείων από τα οποία δεκαετίες τώρα, υπεξαιρούσε με τη μορφή άτοκων καταθέσεων ή αγοράς μετοχών (βλ.σκάνδαλο ΔΕΚΑ - Χρηματιστηρίου) και δομημένων ομολόγων για να χρηματοδοτήσει την πολιτική παροχών προς το Κεφάλαιο.

Είναι διαπιστωμένο ότι η ελληνική οικονομία παράγει, ήδη εδώ και πλέον της δεκαπενταετίας, υπερκέρδη από τα οποία φυσικά δεν καρπούνται οι εργαζόμενοι αφού στο ίδιο διάστημα το εργατικό εισόδημα μειώθηκε απόλυτα. Οι εργαζόμενοι ωθούνται να επιβιώνουν με ελαστικά ωράρια και πολλοί με μισθούς κάτω από το όριο της φτώχειας. Παράλληλα, μέσω του φορολογικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, των ποικίλων μορφών δανεισμού και του παιχνιδιού της αυξομείωσης των επιτοκίων, πραγματοποιείται τα τελευταία χρόνια, η μεγαλύτερη ανακατανομή πλούτου που υπήρξε ποτέ στη χώρα μας, οδηγώντας χιλιάδες οικογένειες στη φτώχεια ή στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής τους. Ακριβώς αυτή η ανακατανομή του πλούτου, με διαφεύγοντες πόρους από τα ασφαλιστικά ταμεία και τους εργαζόμενους σε όφελος του Κεφαλαίου, εξυπηρετώντας την εισαγωγή της ιδιωτικής ασφάλισης - αυτασφάλισης και επιδιώκοντας τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών, είναι ο λόγος για τον οποίο ανακύπτει συνεχώς το ασφαλιστικό ζήτημα στην ατζέντα των θεμάτων της επικαιρότητας με προφάσεις όπως η γήρανση του πληθυσμού, η οικονομική αδυναμία των ταμείων κλπ. Μάλιστα, αυτές οι προφάσεις έρχονται (Σπράος – Γιαννίτσης) και επανέρχονται (Ρέπας – Αναλυτής – Γκαργκάνας – Μαγγίνας) ώστε να εμπεδώνεται στη συνείδηση του κόσμου η «κρίση του ασφαλιστικού» και η «ανάγκη μεταρρύθμισης», ώστε να αποκτά αξιοπιστία η «αναγκαστική» λύση που προωθούν. Ο διάλογος επομένως στον οποίο καλεί η κυβέρνηση είναι προσχηματικός καθόσον, η ίδια δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της, είτε αυτήν της χρηματοδότησης είτε αυτή του ελέγχου της ανασφάλιστης εργασίας ενώ αντίθετα, ειδικά αυτήν, την εξαπλώνει όπως π.χ. με τους υπάλληλους “stage” και την υποβάθμιση των γραφείων επιθεωρήσεων εργασίας. Ο διάλογος σε αυτό το πλαίσιο μοιάζει με τον διάλογο που πραγματοποιεί ένας εκβιαζόμενος με τη συμμορία που τον «προστατεύει».

Όλα τα παραπάνω προϊδεάζουν ότι η θέση της Κυβέρνησης κατά την διαπραγμάτευση της ΕΓΣΣΕ με την ΓΣΣΕ θα βρίσκεται από την μεριά των εργοδοτικών οργανώσεων και θα είναι αντίθετη σε πραγματικές αυξήσεις και κοινωνικές παροχές. Εμείς, σε αυτό το πλαίσιο θα κληθούμε να υπερασπιστούμε την 1η και να διεκδικήσουμε στην 2η ΣΣΕ.

Υπάρχον πλαίσιο από την 1η ΣΣΕ

Η 1η ΣΣΕ εμπεριέχει αρκετές θετικές ρυθμίσεις οι οποίες συνοπτικά:

Αναβάθμισαν οικονομικά περί το 30% των ΜΟΔιτών μέσω της ένταξής τους στα μισθολογικά κλιμάκια

Καταργήθηκε ο όρος της αποκλειστικής απασχόλησης

Θεσμοθετήθηκαν θέματα αδειών με κατεύθυνση την εξίσωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στην διαχείριση του ΚΠΣ (γονική, σχολική, μηχανογραφική και προσωπικών λόγων)

Θεσπίσθηκε αποταμιευτικό πρόγραμμα για τα παιδιά.

Σε ότι αφορά τα μισθολογικά κλιμάκια, αυτά κατά την 1η ΣΣΕ, δεν καθορίσθηκαν βάση ενός συστήματος που να συνδυάζει σπουδές και επαγγελματική εμπειρία, αλλά καθορίσθηκαν με βάση την “πραγματικότητα” των τότε μισθών. Ήταν πρακτικά ανέφικτο κατά την 1η ΣΣΕ να εκλογικευθεί η τότε υφιστάμενη κατάσταση, αφήνοντας αυτή την αναγκαιότητα σε διεκδικήσεις των επόμενων ΣΣΕ.

Πλαίσιο αναφοράς και διεκδίκησης για την 2η ΣΣΕ

Οι διεκδικήσεις μας πρέπει να στοχεύουν:

Α. Στην προάσπιση του εισοδήματος όλων των εργαζομένων, στην εκλογίκευση των αποκλίσεων που διαπιστώνονται ανάμεσα στις κατηγορίες των εργαζομένων και σε αυξήσεις ιδιαίτερα στα χαμηλότερα κλιμάκια.

Β. Στην βελτίωση των προνοιακών παροχών στην κατεύθυνση της εξίσωσης των δικαιωμάτων με τους Δ.Υ. και ειδικότερα σε θέματα που αφορούν στην γονική φροντίδα.

Για την επιτυχή διεκδίκηση των παραπάνω είναι απαραίτητη η χάραξη μιας στρατηγικής διαπραγμάτευσης, οριοθέτησης των minimum και κατάστρωσης συνεπών – συνεκτικών επιχειρημάτων.

Όσον αφορά στην προάσπιση των εισοδημάτων, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι το σωματείο είναι από τη φύση του δεσμευμένο στην υπόθεση της διαφύλαξης των συμφερόντων των μελών του. Επομένως λογικές, οι οποίες κυκλοφορούν ανόητα και προκρίνουν αναδιανομές εισοδημάτων εντός των εργαζομένων, είναι a priori απαράδεκτες και εν δυνάμει εξυπηρετούν την εργοδοσία, η οποία μάλιστα είναι αυτή ιστορικά, η οποία τις προτιμά και τις προτείνει. Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία μάλιστα, εμφανίζεται ως «φιλεργατική» υπέρ των χαμηλόμισθων συναδέλφων, εμφανιζόμενη να προκρίνει υψηλότερες παροχές προς τους χαμηλόμισθους και μικρότερες ή και καθόλου για τους υψηλότερα αμειβόμενους. Όμως, έτσι αυτοχειριαζόμαστε, καθώς η εργοδοσία, στηριζόμενη στα ίδια μας τα επιχειρήματα θα διαπραγματεύεται έχοντας ήδη διασφαλίσει την συναίνεσή μας στην «εξομάλυνση» του μέσου όρου μισθού προς τα κάτω, έχοντάς την κιόλας διευκολύνει με το να έχει αυτοπροταθεί από εμάς.

Κατά τη γνώμη μου, μια επιτυχημένη στρατηγική θα πρέπει απ’ αρχής να ορίζει ότι αδιαπραγμάτευτα, κανένας συνάδελφος/ισσα δεν πρέπει να χάσει από το εισόδημά του. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να γνωρίζουμε πως για να διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη του καταβαλλόμενου ονομαστικού μισθού όλων μας σταθερή, θα πρέπει αυτός να αυξάνεται με τον ρυθμό του προσδοκώμενου πληθωρισμού ανά έτος. Επίσης, για να αποτρέψουμε, στο βαθμό που μας αναλογεί, αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας, θα πρέπει οι αυξήσεις, να ενσωματώσουν και την προσδοκώμενη αύξηση της παραγωγικότητας. Άρα οι αυξήσεις θα πρέπει να κινηθούν περί το 5~6% και πλέον ανά έτος για να έχουμε σταθερή αγοραστική δύναμη και σταθερό μερίδιο στο συνολικό εισόδημα (μισθοί και κέρδη). Αν πετύχει κάτι η 2η ΣΣΕ στην κατεύθυνση της θεσμοθέτησης στη ΣΣΕ των αυξήσεών μας συναρτήσει βασικών μακροοικονομικών μεγεθών της οικονομίας (π.χ. πληθωρισμός + ποσοστό παραγωγικότητας όπως προαναφέραμε), θα έχει εξασφαλίσει σε βάθος χρόνου την προστασία των εισοδημάτων μας.

Αν από τα παραπάνω διαφαίνεται, ότι οι αποκλίσεις που προκύπτουν από την μεγέθυνση των εισοδημάτων λόγω ποσοστιαίων αυξήσεων στη διάρκεια του χρόνου αυξανόμενες «δραχμικά» μεγαλώνουν τις διαφορές μεταξύ των εισοδημάτων, τότε, η επιθυμητή σμίκρυνση της διαφοράς, δεν θα πρέπει να γίνει με την περικοπή του δικαιώματος του ψηλότερου μισθού να αυξηθεί, αλλά με πρόσθετη αύξηση στον χαμηλότερο μισθό. Επομένως συνάγεται, ότι δεύτερος στόχος της στρατηγικής μας θα πρέπει να είναι η αναπροσαρμογή των κλιμακίων, εκλογικεύοντας τις διαφορές και βελτιώνοντας το εισόδημα ειδικότερα των χαμηλόμισθων. Υπάρχουν αρκετές προτάσεις απλούστερες ή συνθετότερες. Η γνώμη μου είναι πως θα πρέπει να ορίσουμε και να διαπραγματευόμαστε μόνο στο ποσό του χαμηλότερου μισθού του ΠΕ 0-3 έτη (π.χ. βλέπε ΣΣΕ Επιστημονικού προσωπικού ΔΕΗ) ενώ τα υπόλοιπα κλιμάκια έως την 35ετία να αυξάνονται κατάλληλα με έναν αλγόριθμο π.χ. Κάθε επόμενο κλιμάκιο προσαυξάνεται κατά 8~10% και οι μισθοί των ΤΕ στο 96% των κλιμακίων των ΠΕ.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ιστορικά, η λογική των κλιμακίων έχει έντονα τα στοιχεία κοινωνικού χαρακτήρα (μέσω αγώνων των εργαζομένων κλπ) και αυτό οφείλεται στο ότι ο μισθός στην πραγματικότητα καλύπτει τις βιοτικές - κοινωνικές ανάγκες μας και καθορίζεται από αυτές. Για παράδειγμα, άλλες είναι οι ανάγκες ενός/μιας πρωτοδιόριστου «άγαμου» και άλλες ενός/μιας με οικογένεια και παιδιά που έχουν ανάγκες περισσότερες μεγαλώνοντας με το χρόνο κλπ. Επομένως είναι δίκαιο τα κλιμάκια να υπάρχουν παρά τις «μοντέρνες αντιλήψεις» που προσπαθούν να εισαχθούν στο εργατικό κίνημα από την εργοδοσία (βλέπε μη επιδοματική πολιτική από τη ΜΟΔ), ότι δηλαδή, ο μισθός θα πρέπει να συναρτηθεί αποκλειστικά με την παραγωγικότητα, άρα οι νέοι «δραστήριοι» θα παίρνουν περισσότερα από τους μεγαλύτερους, μοντέλο που έχει εγκατασταθεί και λειτουργεί στις αγγλοσαξονικές χώρες του ανελέητου νεοφιλελευθερισμού εκτός της Ιαπωνίας όπου υπάρχουν ισχυρές παραδόσεις. Φυσικά στη χώρα μας, «χώρα του περίπου, όπου τίποτα δεν λειτουργεί ακριβώς», οι νέοι εξακολουθούν να παίρνουν 600€ καθώς η εργοδοσία δεν είναι διατεθειμένη να αυξήσει τον μισθό τους λόγω της ενδυνάμει μεγαλύτερης παραγωγικότητάς τους, αλλά κυνικά θα επιθυμούσε και οι 50άρηδες να παίρνουν 600€.

Συνάδελφοι/ισσες, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η διαπραγμάτευση είναι μια διαδικασία η οποία περιέχει αρκετούς κινδύνους, στο βαθμό που οι προτάσεις μας δεν έχουν έναν υψηλό βαθμό συνεκτικότητας και σοβαρότητας και με εμάς ανώριμους να τις υπερασπιστούμε. Η προσφυγή σε διαμεσολάβηση – διαιτησία είναι μια πιθανότητα η οποία γενικά, τα τελευταία χρόνια, συστηματικά αποβαίνει σε βάρος των εργαζομένων. Επίσης, ανεξάρτητα από τον βαθμό προηγούμενης συμφωνίας σε ελάσσονα θέματα, η διαμεσολάβηση ξεκινά από tabula rasa με «άγνωστη» κατάληξη.

Όσον αφορά στα λοιπά θέματα όπως η κάλυψη των απωλειών εισοδήματος σε περίπτωση εξωγενούς αιτίας όπως η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των μηχανικών αλλά και τα θέματα προνοιακών παροχών, κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να συζητηθούν σε δεύτερο χρόνο και μόνο εφόσον υπάρξει πεδίο συνεννόησης με τη ΜΟΔ στα οικονομικά θέματα. Δεν έχει νόημα να υπάρχει απόκλιση στο οικονομικό και να δίνονται όσο-όσο «ανταλλάγματα» για να κατασιγάσουν τις αντιδράσεις μας.

Μάκης Κουτρούκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: