26.10.07

Επιλεγόμενα στο βιβλίο που συντάραξε το Ρωμέικο για 400 μέρες

"[...]| Όλοι αυτοί, λοιπόν, αλλά κι εκείνοι που εκκωφαντικά σιώπησαν, θα πρέπει να γνωρίζουν και να έχουν την ειλικρίνεια να το ομολογήσουν --ότι βρέθηκαν σε άλλο τόπο και έδωσαν άλλες φανταστικές μάχες. Και ότι στον πραγματικό πόλεμο που διεξήχθη, στην πραγματική τούτη χώρα, συνέβαλλαν με τον τρόπο τους στη νίκη των δυνάμεων για τις οποίες μίλησα και οι οποίες ήδη έχουν εκφράσει, και ευλόγως, την ικανοποίηση τους".|
Χριστίνα Αγριαντώνη, "Οι διανοητές συνέβαλαν στην νίκη του σκοταδισμού", |Τα Νέα|, 29-30 Σεπτεμβρίου 2007.

Δεν θεωρώ τον εαυτό μου "διανοητή", αν αυτός ο όρος πιστοποιεί κάποια προσίδια και διακριτή ιδιότητα της προσωπικότητάς μου. Δεν τελείωσα καμιά πανεπιστημιακή ή άλλη "σχολή διανοητών", κι απ' όσο ξέρω τέτοια σχολή, που να απονέμει, πτυχίο διανοητού (ή διανοούμενου) δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο.
Φυσικά, διανοούμαι, |όπως όλοι οι άνθρωποι.| Δεν ήταν ο Γκράμσι που υποστήριζε ότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε φιλόσοφοι; Και όπως όλοι μπορούν να γνωρίζουν, για το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, εγώ ο λαλίστατος, εκεί που διάλεξα και υποχρεούμαι να λαλώ, στην |Αυγή| και το περιοδικό |Πολίτης|, για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, |σιώπησα εκκωφαντικά|, παρόλο που η "συζήτηση" περί αυτό, οι στοιχήσεις υπέρ ή κατά, συντάραξαν το ρωμέικο εδώ κι ένα χρόνο. Όντως, εσίγησα. Και άρα, κατά τη Χριστίνα Αγριαντώνη, "συνέβαλα" στη νίκη του σκοταδισμού, αφού δεν προστέθηκαν και τα δικά μου βόλια για να εξοντωθεί το θηρίο. Μια δήλωση μόνο έκανα, μαζί με τον Στρατή Μπουρνάζο, εδώ στα "Ενθέματα" της |Αυγής|, ότι η κρίση για το βιβλίο της Ιστορίας, όπως και για οποιοδήποτε άλλο διδακτικό βιβλίο, δεν ανήκει στην Εκκλησία και δη στον προκαθήμενό της ούτε στους εθνικιστές υπηρεσίας-- που εξέφρασαν την ικανοποίησή τους μεγαλαυχούντες, γιατί ο αγώνας τους δικαιώθηκε με την απόσυρσή του βιβλίου. Αλλά μια στιγμή, να δούμε: ποιο ήταν το θηρίον;
Συγχωρήστε με, αλλά, πριν από κάθε άλλο, θα διηγηθώ δύο ιστορίες που τυχαία έπεσα επάνω τους, σε μια κυριακάτικη εκδρομή στα ορεινά της Αρκαδίας, αρχές Αυγούστου κι αφού ήδη είχαν αποτεφρωθεί η Β. Πελοπόννησος κι άλλα μέρη της Ελλάδας.
Σε ένα μοναστήρι, λοιπόν, ένα βέλος-οδοδείκτης έδειχνε το δρόμο προς το "Κρυφό Σχολειό" --και στα αγγλικά παρακαλώ-- που είχε λειτουργήσει κάποτε σ' αυτά τα μέρη και οι τουρίστες καλούνταν να το επισκεφθούν. Στην αρχή του δρόμου προς το "Κρυφό Σχολειό" σ' ένα παρεκκλήσι του μοναστηριού όπου πλησίασα να ρίξω μια ματιά, ένας ιερωμένος εξηγούσε σε ζεύγος τουριστών τα του ιστορικού Σχολείου - αξιοθέατο της Μονής. Οι άνθρωποι τα άκουσαν προσεκτικά κι ευγενικά, χωρίς κανένα σχόλιο. Έφυγαν. Κι αμέσως ο εντεταλμένος στην ξενάγηση ιερωμένος καταπιάστηκε με μένα. Ξεκίνησε την ομιλία του εις την αγγλικήν παρακινούμενος προφανώς από την τυπικότατη αγγλοσαξωνική θωριά μου. "Έλληνας, είμαι" τον διέκοψα, κι αυτός αμέσως το γύρισε στα ελληνικά. Τον διέκοψα και πάλι, πολύ ευγενικά, ρωτώντας πότε λειτούργησε το Κρυφό Σχολειό της Μονής. "Το 900 τόσο" απάντησε (δεν θυμάμαι την ακριβή χρονολογία που μου είπε, πάντως σίγουρα τον 10ο αιώνα). "Μα τον 10ο αιώνα" αντέτεινα, "δεν έχουμε τουρκοκρατία, βασιλεύουν οι κραταιοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου, κανείς δεν διώκει τα γράμματα, τα ελληνικά, ούτε τον χριστιανισμό. Το αντίθετο, μάλιστα". Ο ιερωμένος ακάθεκτος συνέχισε: "Οι πληροφορίες που έχω, αυτό λένε". Τον ευχαρίστησα και απομακρύνθηκα, ενώ ο φίλος που είμαστε μαζί θαύμαζε το τοπίο και το παρεκκλήσι.
Ιστορία δεύτερη: Λίγο αργότερα με τον φίλο μου, σ' ένα εστιατόριο γευόμαστε ένα πραγματικά υπέροχο κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο. Κάποιος παρατυχών κύριος μας έπιασε κουβέντα, κέρασε μάλιστα κι ένα τσίπουρο. Ο κύριος ήταν δάσκαλος, καταγόταν απ' αυτά τα χωριά και επί είκοσι χρόνια, όπως μας είπε, υπηρετούσε σε σχολείο της Θεσσαλονίκης. Αντιπαρέρχομαι πολλά και διάφορα απ' το λογύδριο, που μονολογώντας, σχεδόν μας έβγαλε επί μια ώρα. Το κύριο όμως που έλεγε ήταν ότι το επάρατο βιβλίο της Ρεπούση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον αφελληνισμό της νέας γενιάς, ώστε τα διευθυντήρια της Ευρώπης να μας κάνουν ότι θέλουν συνεχίζοντας το ολέθριο και ανθελληνικό τους ρόλο όπως στο '21, στην Μικρασιατική Καταστροφή και τον καιρό της Αντίστασης. Το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού είναι σκέτη προδοσία και πρωτομάστορες της προδοσίας, οι συντάκτες του και το υπουργείο. Δεν το κουβεντιάσαμε μαζί του το ζήτημα~ καθώς είχαμε αποφάει, τον χαιρετίσαμε, δια χειραψίας μάλιστα, και φύγαμε.
Αλλά αν σας διηγούμαι αυτές τις βιαστικές ταξιδιωτικές συναντήσεις δεν είναι επειδή αποτελούν τουριστικά παράδοξα με κάποιους ιθαγενείς που συναντήσαμε. Τις ίδιες απόψεις είχαν τουλάχιστον δυόμισι εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες που στο "δημοψήφισμα" του κ. Χριστόδουλου εψήφισαν υπέρ της αναγραφής της ορθοδόξου ιδιότητός τους στις καινούργιες ταυτότητες γιατί ήταν καθοριστικό στοιχείο της ελληνικότητάς (και της χριστιανικότητάς τους) και η μη αναγραφή του θρησκεύματος θα σήμαινε τον αφελληνισμό τους. Διότι οι πραγματικά σκοταδιστικές (και εθνικιστικές --ξεχνάμε τα ογκωδέστατα συλλαλητήρια για το "Σκοπιανό") απόψεις περί νεοελληνικής ιστορίας είναι ευρύτατα διαδεδομένες, είναι κυρίαρχες. Άρχουν όχι μόνο στα διδασκόμενα βιβλία αλλά και στο κράτος, την νομοθεσία, τα ΜΜΕ, και στις συνειδήσεις της μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού. Στην προκειμένη περίπτωση συμπυκνώθηκαν κυρίως στα εξής σημεία που, αν και φαινομενικά δευτερεύουσας σημασίας, από ιστορική άποψη, λειτούργησαν σαν κόκκινο φως για τους θιασώτες του εθνικισμού και ιδίως του εκκλησιαστικού ζηλωτισμού: α) στο "λάβαρο" της Επαναστάσεως που υποτίθεται ότι σήκωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός στην Αγία Λαύρα, την ημέρα του Ευαγγελισμού, στις 25 Μαρτίου 1821, β) στο "Κρυφό Σχολείο" δια του οποίου η Εκκλησία στη μακρόχρονη περίοδό της Οθωμανικής Κατάκτησης διέσωσε το ελληνικό φρόνημα των κατακτημένων και τη θρησκεία τους, γ) στον εθνεγερτικό ρόλο της Εκκλησίας, για την αφύπνιση του ελληνισμού και την έκρηξη της Επανάστασης, δ) τέλος, εκείνος ο "συνωστισμός" των Ελλήνων της Μικράς Ασίας στα παράλια της Ιωνίας μετά την ήττα του ελληνικού στρατού, έδινε συγχωροχάρτι στην αγριότητα του Τούρκου και εξευγένιζε, ούτως ειπείν, αυτόν το βάρβαρο ανατολίτη, αυτόν που δεν γνώριζε παρά μόνο τη γλώσσα του γιαταγανιού και που οι Έλληνες τόσο οδυνηρά είχαν γνωρίσει επί αιώνες, στο ίδιο τους το κορμί.
Το κρινόμενο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, πράγματι, δεν επανέλαβε, όπως ήταν πάγια η παράδοση των σχολικών βιβλίων και της διδασκαλίας και αποτελούσαν μερικά απ' τα ιδρυτικά μοτίβα της εθνικιστικής νεοελληνικής ιδεολογίας που βασίζονται σε αντίστοιχους μύθους τους οποίους έχουν ανασκευάσει πλήρως οι πλέον έγκριτοι Έλληνες ιστορικοί. Να σημειώσουμε όμως ότι και τα τρία πρώτα στοιχεία --το ζήτημα της έκφρασης "συνωστισμός" είναι διαφορετικό-- έχουν να κάνουν με το ρόλο της Εκκλησίας. Καθώς δεν αναφέρονται στο βιβλίο μοιάζει αυτό να μη συνηγορεί υπέρ του καθοριστικού ρόλου, της εκκλησίας, και επομένως μοιάζει να μην συνηγορεί υπέρ του ελληνορθόδοξου χαρακτήρα του ελληνισμού. |Και είναι προς τιμήν του. |Εγώ τουλάχιστον δεν έχω λόγο να μην αναγνωρίσω αυτή την αρετή του βιβλίου και των συντακτών του. Όμως και παρόλο που "σιώπησα εκκωφαντικά" περί του βιβλίου, γι' αυτά και άλλα παρόμοια θέματα, ακολουθώντας τους μεγάλους δασκάλους μας, συχνά εμίλησα, στο πρόσφατο παρελθόν ουδέποτε κρυπτόμενος πίσω απ' το δάκτυλό μου. Scripta manent κι άλλα πολλά, ως "διανοητής", ως αρθρογράφος, ως αριστερός, και ειδικότερα ως ουδετερόθρησκος πολίτης, μαχόμενος υπέρ του ουδετερόθρησκου σχολείου, υπέρ του ουδετερόθρησκου κοσμικού κράτους.
Μόλις όμως εκυκλοφόρησε το εν λόγω βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού πρώτος και καλύτερος ξιφούλκησε κατ' αυτού ο προκαθήμενος της ελληνικής Εκκλησίας κατηγορώντας το ότι βάλλει κατά της ιδιοπροσωπίας του ελληνικού έθνους ως ελληνοορθοδόξου, ότι απομειώνει ή και εξαφανίζει τον ρόλο της Εκκλησίας συμβάλλοντας έτσι στον αφελληνισμό του ελληνικού λαού. Και προς απόδειξη της εθνικής μειοδοσίας του βιβλίου χρησιμοποίησε τα "τρία στοιχεία" που προανέφερα υπεραμυνόμενος ενός μυθευτικού χαρακτήρα της νεοελληνικής ιστορίας. Έβαλε γραμμή δηλαδή. Μια γραμμή που πλειστάκις είχε βροντοφωνάξει από άμβωνος στο παρελθόν και την οποία το ελληνορθόδοξο ποίμνιο όφειλε να υπηρετήσει. Και το ποίμνιο του --είπαμε, το υπαρκτότατο ποίμνιο-- την υπηρέτησε. Διότι συμβαίνει αυτό με τα ποίμνια. Έτσι, ηγέρθη φωνή μεγάλη και κατακραυγή που τα ΜΜΕ εμεγέθυναν στο έπακρο καθ' όσον το θέμα πιασάρικο, μαζί και οι υπερπατριώτες υπηρεσίας στους οποίους προστέθηκαν και πολλοί "αντιιμπεριαλιστές" καθ' όσον το Βιβλίο υπηρετούσε τη φωνή και τα συμφέροντά των μονοπωλίων της Δύσης και της επάρατης Ε.Ε. Έτσι ήρθε κι έδεσε το πράγμα. Και επειδή η περίοδος ήταν προεκλογική το βιβλίο ανεμείχθη στην πολιτική. Εκείνα τα δυόμισι εκατομμύρια των συμπολιτών μας τα οποία εψήφισαν υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις νέες ταυτότητες ελάμβαναν τον λόγο παντοιοτρόπως κατακεραυνώνοντας επί εθνική μειοδοσία τους αυτουργούς της εθνικής ιεροσυλίας μεταξύ των οποίων και το Υπουργείο και η υπουργός κ. Γιαννάκου, διακεκριμένου στελέχους της Ν.Δ. και πολιτικής υπευθύνου της όλης διαδικασίας. Το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά εκώφευσε αν και επί των ημερών του είχε ανατεθεί στη συγκεκριμένη συντακτική ομάδα, η σύνταξη του βιβλίου με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ενώ η ΝΔ ενεπλάκη σε μια διαδικασία ιδιαίτερα στενάχωρη γι' αυτήν μια και εξαιτίας του βιβλίου της έφευγε κόσμος κατά Καρατζαφέρη μεριά. Τέλος η κ. Γιαννάκου, προς τιμήν της, δεν θέλησε να "απεμπλακεί" από τη νόμιμη διαδικασία και επέμεινε ως το τέλος το βιβλίο, διορθωμένο, να διανεμηθεί στα σχολεία. Και γι' αυτό, το νεοδημοκρατικό εκκλησίασμα την ετιμώρησε δεόντως με κοινοβουλευτική υπερορία. Μόνο ο ΣΥΝ, λίγοι δημοσιογράφοι και ορισμένοι ιστορικοί υποστήριξαν και τη διαδικασία σύνταξης του βιβλίου και το περιεχόμενό του, αντιδρώντας σε όλον αυτό τον εθνικιστικό - θρησκευτικό ζηλωτισμό που είχε ξεσπάσει και στον οποίο έριξε τη "σπόντα" του και ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής λίγες μόνο ημέρες προ των εκλογών. Τα αλλεπάλληλα αγκαλιάσματά του με τον κ. Χριστόδουλο δεν ήταν για το θεαθήναι.
Ήταν σαφές ευθύς εξαρχής. Με τέτοιους αγελαίους όρους για την επιστημονική και την παιδαγωγική εγκυρότητα του βιβλίου ουσιαστική συζήτηση δεν ήταν δυνατόν να γίνει. Το πεδίο της "δημόσιας ιστορίας" ήταν κατειλημμένο από τους οπαδούς και τους κήνσορες μιας αρρωστημένης αντίληψης για το έθνος και την Εκκλησία και από τη σάγκα των ΜΜΕ. Εκεί χάνουμε ζυγά κερδίζουν.
Γι' αυτό και εγώ εσίγησα. Αλλά και για ένα άλλο ουσιωδέστατο λόγο, για τον οποίο, τώρα πια που το θέμα "έληξε", μπορώ να "μιλήσω". Όταν, λοιπόν, ξέσπασε το ζήτημα η Μαρία Ρεπούση μου έστειλε τα τρία σχολικά βιβλία που ήδη είχαν διανεμηθεί για να της πω τη γνώμη μου. Δηλαδή το κυρίως βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού, το βιβλίο ασκήσεων του μαθητή και το βιβλίο του δασκάλου. Τα διάβασα προσεκτικά και τα τρία, σαν καλός μαθητής και δάσκαλος του Δημοτικού, είδα βέβαια τα 3-4 σημεία περί των οποίων ο μεγάλος σαματάς, αλλά και ορισμένα άλλα. Θα αναφερθώ σ' αυτά πολύ συνοπτικά.
Κατ' αρχάς, δεν θεωρώ ότι ένα διδακτικό βιβλίο Ιστορίας πρέπει να είναι η ναυαρχίδα της ιστορικής έρευνας (όπως σωστά, παρατήρησε στα |Νέα| ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος). Στα βιβλία αυτά δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί π.χ. το ζήτημα της τρισχιλιετούς συνέχειας του ελληνικού έθνους. (Παπαρηγόπουλος, Ζαμπέλιος και όλη έκτοτε εθνικιστική ιστοριογραφία, βάση της νεοελληνικής επίσημης, της κρατικής ιδεολογίας)~ ή αν, η αργόσυρτη ανάδυση του ελληνικού έθνους αρχίζει από τον 10ο - 11ο αιώνα και συντελείται οριστικά στην και από την Επανάσταση του '21 (Σβορώνος), ή αν (και) το ελληνικό έθνος είναι δημιούργημα ελληνικών εθνικιστικών ελίτ των αρχών του 19ου αιώνα, όπως διδάσκει μια ορισμένη αγγλοσαξωνική κοινωνιολογία και την οποία συμμερίζονται πλείστοι όσοι σύγχρονοι Έλληνες ιστορικοί και κοινωνιολόγοι. Μια σχολική ιστορία πρέπει να περιέχει, τουλάχιστον, τους βασικούς κόμβους γεγονότων και κοινωνικών καταστάσεων μιας ορισμένης περιόδου που από μέσα τους πέρασε το δικό μας το έθνος αλλά και --πάντα σε γενικές γραμμές-- τα άλλα έθνη της οικουμένης. Να είναι επιπλέον μια ιστορία της εξέλιξης των πολιτισμών, μια "γραμματική των πολιτισμών" που έλεγε ο Μπρωντέλ, να μαθαίνουν δηλαδή τα παιδιά την περιπέτεια της ζωής των ανθρώπων των προηγούμενων γενεών ως εγνωσμένη ιστορία και όχι ως άθυρμα μυθευμάτων, να μαθαίνουν τα μεγάλα δημιουργήματα αλλά και τα πάθη των ανθρώπων που έζησαν πριν από μας. Επιπλέον ένα βιβλίο σχολικής ιστορίας δεν μπορεί να είναι ένα σύγγραμμα οκτακοσίων σελίδων (Μ. Ρεπούση) "που τα λέει όλα", αλλά καθώς οι μαθητές το τρώνε κατακέφαλα εντέλει δεν μαθαίνουν τίποτε. Μια σύντομη, στοιχειακή, αλλά αφηγηματικά δυνατή εκλαΐκευση πρέπει να είναι το σχολικό εγχειρίδιο. Άρα το μέγα πρόβλημα είναι τι κρατάς, τι αφήνεις απ' έξω και κυρίως πρέπει ο τρόπος της αφήγησης να ανοίγει την όρεξη στου δρόμους της φαντασίας προς την απεραντότητα της ιστορίας. Άρα είναι εξαιρετικά δύσκολο το έργο του ιστορικού. Συνήθως η αφήγηση είναι ξερή, μελοδραματική, μεγαλόστομη, σχολαστική που δεν καταφέρνει να δημιουργήσει το συμπαγές ενός οργανωμένου και συνεκτικού συνόλου, να προκαλέσει τη μέθεξη σε μια ευρύτερη σύλληψη των άπειρων πτυχών των κοινωνικών, των αισθητικών, και των πολιτικών εμβιώσεων περί των οποίων πρέπει να μιλά η ιστορία. Αν τα παραπάνω είναι απαραίτητα για κάθε έργο ιστορίας στην περίπτωση του μαθητικού εγχειριδίου είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ. Πως αλλιώς θ' ανοίξει η περιέργεια των παιδιών στον άγνωστο κόσμο, πως θα παθιαστούν κι αυτά με τα πάθη των ανθρώπων και τα δημιουργήματα τους, πως θα κατανοήσουν τα όσα μαθαίνουν;
Δεν τα κατάφερε καλά απ' αυτή την άποψη το βιβλίο της ΣΤ' Δημοτικού. Είναι το ίδιο ξερό και συμβατικής αφήγησης όπως και τόσο άλλα που προηγήθηκαν από συστάσεως ελληνικού κράτους. Η αφηγηματική του βιβλίου κατέληγε στο ίδιο παιδαγωγικό έλλειμμα που εμφανώς ήθελε να ξεπεράσει. Η προσθήκη μερικών φωτογραφιών παραπάνω, μερικών πηγών και πινάκων (αφελέστατων τις περισσότερες φορές) δεν δημιουργούν ένα διάκοσμο που πέρα, από την απαραίτητη γνωσιακή του σημασία, θα ήταν σε θέση να συναρπάσσει. Και πρέπει να συναρπάσσει. Καλά δεν έχει εκείνη την υπερπατριωτική μεγαλαυχία, εκείνα τα |χαίρε, ω Αθανάσιε Διάκε |κ.λπ. Αλλά υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι, χαμηλών τόνων τρόποι, να βαρεθεί κανείς ώστε "όταν έχουμε σχολείο βαριέμαι".
Αυτή η γεύση του αφηγηματικά άνυδρου που μου έδωσε η ανάγνωση του βιβλίου δεν μου παρείχε --μιλάω πάντα για τις δικές μου αναγνωστικές ανάγκες-- τη δυνατότητα να συνηγορήσω υπέρ του ήδη βαλλόμενου εγχειριδίου. Ύστερα ήρθαν κι άλλα. Δηλαδή πολλά λάθη πραγματολογικού χαρακτήρα, καθόλου ουδέτερα. π.χ. ότι στον Β? Παγκόσμιο πόλεμο, σύμφωνα με ένα άγγλο ιστορικό, σκοτώθηκαν 85.000 Έλληνες στρατιωτικοί, τη στιγμή που ξέρουμε ότι στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στον ελληνογερμανικό, την άνοιξη του '41, στη μάχη της Κρήτης και στη Μέση Ανατολή το σύνολο των απωλειών δεν ξεπέρασε τους 15.000 νεκρούς (αξιωματικούς και στρατιώτες). Ή ότι αιτία της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ο "πόλεμος των σιτηρών" των αμέσως πριν την επανάσταση ετών. Η αποσιώπηση ότι τη δεκαετία 1940-50 στον τόπο μας ξετυλίχθηκαν σκληρότατες και πολυαίμακτες εμφύλιες συγκρούσεις. Ή ότι η κυβέρνηση το 1946 "δεν κατάφερε ν' αποτρέψει τον Εμφύλιο πόλεμο", τη στιγμή που ξέρουμε ότι η κυβέρνηση και οι Άγγλοι έκαναν τα πάντα για να ξεσπάσει ο Εμφύλιος, ώστε να συντριφτεί το εαμικό κίνημα, και σ' αυτούς ανήκει κυρίως η ευθύνη. Ή ότι τα 400 χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, κατά το βιβλίο, ήταν χρόνια κυριαρχίας κι όχι κατάκτησης και σκλαβιάς με όλα τα επακόλουθα που διατηρήθηκαν ώς το τέλος manu militari. Ή ότι η Καλλιρρόη Παρρέν, σπουδαία πράγματι φεμινίστρια, ήταν μια μεγάλη λογοτέχνης του 19ου αι. όπως τη θέλει το βιβλίο σαν τον Κάλβο, το Σολωμό, τον Παλαμά. Ή ότι αποσιωπάται ο ελληνογερμανικός πόλεμος της άνοιξης του 1941 πού ήταν και η ουσιαστική εμπλοκή της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο που ρήμαξε την Ελλάδα όπως κι όλη την Ευρώπη. Ή ότι δεν υπήρξαν γενίτσαροι και γενιτσαρισμός. Ή ότι για τον Μεσοπόλεμο δεν αναφέρεται ότι υπήρξε μια διαδοχή πραξικοπημάτων, προνουτσιαμέντων και δικτατοριών με μερικά μόνο διαλείμματα δημοκρατίας. Ή εκείνος ο συνωστισμός: Πράγματι υπάρχει μια υπόδειξη της Ε.Ε. να μην εξάπτονται τα παλαιά μίση μεταξύ των λαών, όλα εκείνα που τους χώρισαν στο παρελθόν, να βοηθιέται η καταλλαγή και η ειρήνευση των πνευμάτων. Να μην γράφουν π.χ. τα γερμανικά εγχειρίδια ότι ο Καρλομάγνος ξεθεμελίωσε 7 πόλεις, παλούκωσε χιλιάδες αντιπάλους κι άλλα πολλά ων ουκ έστι αριθμός. Έστω. Πράγματι, δεν υπάρχει κανείς λόγος να λέμε ότι ο Τούρκος είναι ένας εκ φύσεως βάρβαρος και απολίτιστος ανατολίτης ή ότι οι Φράγκοι είναι ακόλαστα τέκνα της μαλαφράντζας και εκθηλυσμένοι ηδονοθήρες κ.λπ., κ.λπ. Όμως οι σχέσεις μεταξύ των λαών ήταν συγκρουσιακές. Αν απαλείψουμε τη συγκρουσιακότητα της πραγματικής ιστορίας, αν εξωραΐσουμε τις σχέσεις καλύπτοντάς τις με τον αισχυντηλό πέπλο μιας πλαστής αδελφοσύνης και αγαστής συμβίωσης που μόνον πότε-πότε τη χαλάνε κάποιοι σαρακηνοί μαχαιροβγάλτες, κάποιοι παρανοϊκοί SS, τότε δεν κάνουμε ιστορία, αλλά Χάρυ Πότερ σε νέες περιπέτειες. Ή απλώς λέμε ψέματα. Ή ότι: ενώ πράγματι το βιβλίο δεν μνημονεύει το "λάβαρο", "το κρυφό σχολειό" και δεν εξαίρεται ο εθνεγερτικός ρόλος της Εκκλησίας, ωστόσο στο πεδίο της πραγματικής ιστορίας κι όχι στους εκ των υστέρων μύθους που κατασκεύασε η Εκκλησία, το Πατριαρχείο --διότι περί αυτού πρόκειται-- πριν την Επανάσταση απέτρεπε πάσα ανατρεπτική κατά του Σουλτάνου πράξη και στάση --ίδε |Πατρική Διδασκαλία| και συνεβούλευε απειλητικά την υποταγή, "|τύφλωσον κύριε τον λαόν σου"| (Φίλ. Ηλιού) διότι πάσα απείθεια ήταν αμαρτία και εναντίωση στο "θέλημα του θεού". Αλλά και όταν ξέσπασε η Επανάσταση αφόρισε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και, ύστερα, όλους γενικά τους επαναστάτες. Κι αυτός, ακριβώς είναι ο λόγος που η Εκκλησία, εκ των υστέρων, κατασκεύασε τους δικαιωτικούς υπέρ εαυτής μύθους. Για το Πατριαρχείο μιλάω κι όχι για τον κλήρο, ανώτερο και κατώτερο, της επαναστατημένης Ελλάδας που, αδιαφορώντας για τις ύπερθεν εντολές, έπραξε ότι κι όλοι οι άλλοι επαναστατημένοι έλληνες που μετείχαν στην Επανάσταση. Και γενικότερα: την ιδρυτική σύλληψη του ελληνικού εθνικισμού, τουτέστι τη τρισχιλιετή και αδιατάρακτο συνέχεια του ελληνισμού, Αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο, Νεότερος Ελληνισμός (των Ζαμπέλιου και Παπαρηγόπουλου) το βιβλίο την αφήνει στη θέση του.
Είπαμε ένα διδακτικό βιβλίο δεν μπορεί να είναι ναυαρχίδα της ιστορικής έρευνας. Δεν μπορεί όμως να μην είναι και κοινωνική ιστορία, να δείχνει κάπως πως έζησαν οι άνθρωποι, ιδιαίτερα της χώρας μας, των χωριών μας και των πόλεων μας. Δεν θα 'πρεπε να αναφερθεί ότι κάποτε άρχισε και στην Ελλάδα η καλλιέργεια του καλαμποκιού, της πατάτας, της ντομάτας, η γραμμική σπορά, ότι η διασπορά ήταν, συνέπεια της αύξησης ενός πληθυσμού που δεν μπορούσε να ζήσει στην Ελλάδα, ότι ανάμεσα 1960 και 1974 ενάμισι εκατομμύριο Έλληνες, βεβαίως και Ελληνίδες, μετανάστευσαν στη Γερμανία, τη Σουηδία, και του Βελγίου τις στοές και το μεταναστευτικό συνάλλαγμα, μαζί με το ναυτιλιακό δυναμίτισαν την ελληνική οικονομία; Αυτές είναι λίγες αλλά ενδεικτικές παρατηρήσεις από τις πολύ περισσότερες που μπορεί κανείς να κάνει.
Λάθη, αποσιωπήσεις, παραλείψεις, μια άνυδρη αφήγηση, μια γραφή δηλαδή εντελώς ουδέτερη, ασαφείς ερμηνείες και αφελείς πηγές (δεν θα το έλεγα βέβαια για τον "όρκο των Μεσολογγιτών", που περιέχεται στο βιβλίο, και είναι να σου σηκώνεται η τρίχα) δεν συγκροτούν βέβαια μια ιδέα ενός μαχόμενου έθνους από 1453 μέχρι σήμερα, ενός λαού με αντιστασιακή ιστορία (Σβορώνος), δεν παρέχουν την ιδέα μιας βαθιάς ένωσης εκατομμυρίων ανθρώπων του παρελθόντος που συνδέθηκαν, παρά τις συγκρούσεις τους, αν θέλετε και χάρη σ' αυτές, σε ένα συνανήκειν, σε μιαν αλληλεγγύη, σε ένα "εμείς", σε ένα ομοιογενές έθνος. Μια τέτοια ιστορία πρέπει να διδάσκονται οι παίδες που έχουν αυτιά και νου να την ακούσουν και να την κατανοήσουν. Το σχολείο, τα διδακτικά βιβλία, οι δάσκαλοι, οι επιστήμονες, οι μεγαλύτεροι έχουμε υποχρέωση να τους τη διδάξουμε. Διότι διδακτόν η αρετή.
Η τόσο διαφημισμένη από ορισμένους Ιστορία της ΣΤ' Δημοτικού ως άνοιγμα κατά του σκοταδισμού και ως νέα παιδαγωγική μαθητοκεντρική τη θέλει η συντακτική ομάδα, ενάντια στη διδασκαλοκεντρική), το καταδικασμένο από Εκκλησία, εθνικιστές υπηρεσίας και από το κράτος το ίδιο που εντέλει το απέσυρε, δεν ήταν ένα βιβλίο ιστορικής αρετής, μια στρωτή αλλά συνεκτική βάση για την εγκύκλιο ιστορική μόρφωση.
Το ραβαΐσι των 400 ημερών όπου μονά χάνεις, ζυγά κερδίζουν, για το αν τελικά η Ν.Δ. θα χάσει ή δεν θα χάσει μερικές χιλιάδες ψήφους δεν ήταν μάχη για τις αρετές μιας ιστορίας που οφείλουν και δικαιούνται να διδάσκονται οι μαθητές. "Διανοητής" - ξεδιανοητής, εσίγησα~ την ώρα, βέβαια, της σύγκρουσης, μέσα στην προεκλογική συγκυρία δεν βγήκα να χτυπήσω το βιβλίο, πράγμα το οποίο θα εισέπρατταν άλλοι. Στον τόπο που βρέθηκα, στην πραγματική τούτη χώρα το βιβλίο δεν ήταν εκείνο που θα ήθελα να διδάσκονται οι μαθητές~ το "λάβαρο" ήταν λίγο, ελαχιστότατο για να συστρατευτώ, ένα πουκάμισο αδειανό χωρίς καμιάν Ελένη.
Του Άγγελου Ελεφάντη. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 5.10.2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: