28.7.07

Marco Berlinguer: Ανασκόπηση της Πολιτικής Κατάστασης στην Ιταλία

Όπως θα ξέρατε, στην Ιταλία έχει συμβεί ένας μικρός σεισμός στην αριστερά. Το κύριο αριστερό κόμμα, το κόμμα των Δημοκρατών της Αριστεράς DS (Democratici di Sinistra), το οποίο αποτέλεσε τον τελευταίο μετασχηματισμό της πλειοψηφίας του πρώην Κομουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας PCI, αποφάσισε να συμπλεύσει με το κεντρώο κόμμα Margherita σχηματίζοντας μαζί του ένα νέο κόμμα με την ονομασία Δημοκρατικό Κόμμα (η οποιαδήποτε αναφορά στο δημοκρατικό κόμμα των ΗΠΑ ταιριάζει πλήρως).

Το σχέδιο είναι εντελώς ασαφές και περιέχει πολλές αντιφάσεις (για την κοσμικότητα, τις σχέσεις με το κεφάλαιο και την εργατική τάξη, τα πολιτικά δικαιώματα, τις σχέσεις με τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις, την ένταξη στη σοσιαλιστική ομάδα ή όχι κ.λπ.). Για να δώσουμε κάποια παραδείγματα, η Margherita υποστήριζε τον Beyrou στην εκστρατεία των Γαλλικών εκλογών, αρνείται τις οποιαδήποτε οργανικές σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, ένα τμήμα της είναι εναντίον των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων ζευγαριών και είναι κόμμα υποταγμένο στην πολύ συντηρητική εκκλησία, η οποία τελευταία εντείνει τις δραστηριότητές της στην Ιταλία, και κάποια από τα στελέχη του είναι υπέρ-φιλελεύθερα στις απόψεις τους για την οικονομία και φανατικά υπέρ των ΗΠΑ στις απόψεις τους για τη διεθνή πολιτική κλπ. Σ’ οποιαδήποτε περίπτωση, η φιλοδοξία τους είναι να φτιάξουν ένα μεγάλο κόμμα (ελπίζουν στο 30% και πλέον), που θα παίζει ρόλο κεντρικό και ηγεμονικό στο Ιταλικό πολιτικό σύστημα. Πιθανόν σε κάποιους υπάρχει η κρυφή σκέψη να αλλάξουν τις συμμαχίες (στο μέλλον) ή τουλάχιστον να αλλάξουν την ισορροπία σε βάρος της αποκαλούμενης ριζοσπαστικής αριστεράς. Αν κάτι τέτοιο πρόκειται να συμβεί, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Η εντύπωσή μου είναι ότι η πρωτοβουλία αυτή θα δημιουργήσει περισσότερες δυσκολίες από όσες αναμένονται. Για παράδειγμα, πιθανόν να αντιμετωπίσουν μια εντονότερη τάση για συγκρούσεις στο εσωτερικό των ομάδων, των τάσεων και των διάφορων μικρο- ή μακρο-δομών ηγεσίας, οι οποίες υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό στο καθένα από τα δυο κόμματα.

Η ίδια η ταυτότητα του νέου κόμματος είναι ιδιαίτερα ασθενής. Δεν περιλαμβάνει κανένα ισχυρό ιδανικό και στερείται οποιουδήποτε ξεκάθαρου και νέου προγράμματος. Η ιδεολογία του, αν υπάρχει, μπορεί να ορισθεί σαν ένας μετριοπαθής νεοφιλελευθερισμός, κάτι που αποτελεί ένα σχέδιο, το οποίο φαίνεται τουλάχιστον σε μας εδώ στην Ιταλία να είναι εντελώς πεπαλαιωμένο και να αντιστοιχεί στην περασμένη δεκαετία του 90. Επομένως, η ταυτότητά του πιθανόν θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το νέο τους ηγέτη (κατά πάσα πιθανότητα, ελπίζω, τον Walter Veltroni, δήμαρχο της Ρώμης, ο οποίος ανήκει στο DS – αλλά θα υπάρξει μια διαμάχη για την ηγεσία και για να δώσω ένα παράδειγμα για τις συγκρούσεις, στις οποίες αναφέρομαι, να πω ότι ο Veltroni έχει εχθρούς και μέσα στο ίδιο του το κόμμα το DS). Αναγκαστικά θα αφήσουν ανοιχτό το σχέδιο του νέου κόμματος σε δυνάμεις, που έρχονται από την κοινωνία των πολιτών, γνωρίζοντας όλοι τους καλά την όλο και περισσότερο φθίνουσα δημοτικότητά τους στην κοινωνία και τη χαμηλή αντιπροσωπευσιμότητα των πολιτικών κομμάτων.

Ο χώρος για αυτό το κόμμα και για αυτού του τύπου την πολιτική συμμετοχή φαίνεται να υπάρχει, όπως έδειξαν οι προεδρικές εκλογές πριν δυο χρόνια (όπου 4 εκατομμύρια ψήφισαν τον Prodi για πρόεδρο). Στην Ιταλία, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε αδυναμία να αντιπροσωπεύσει την κοινωνία, πολύς κόσμος δεν εμπιστεύεται την πολιτική, είναι αποπροσανατολισμένος και αναζητεί κάτι καινούργιο (όπως έλεγε ο Berlusconi). Έτσι, υπάρχουν οι τάσεις και στα δυο τα κόμματα, που επιθυμούν να επενδύσουν σ’ αυτού του είδους τις διαδικασίες, οι οποίες ανοίγονται για τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών. Εν πάση περιπτώσει, ο νέος ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος θα εκλεγεί σε ανοιχτές προκαταρκτικές εκλογές. Μπορεί να είμαι πολύ επιφυλακτικός και σκεπτικιστής, αλλά κατά τη γνώμη μου, το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι ένα αντιφατικό μίγμα μιας περαιτέρω εξασθένισης του ρόλου των κομμάτων (με την έννοια της λειτουργίας τους σαν όργανα δημοκρατικής συμμετοχής και λήψης αποφάσεων) και ταυτόχρονα της επιβολής ενός μάλλον ισχυρού ελέγχου των τάσεων των κομματικών ελίτ (όλο και περισσότερο οργανωμένων στη βάση προσωπικών και κατακόρυφων δεσμών) πάνω στο ζήτημα της νέας πολιτικής δράσης. Συν κάτι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό, ανάλογα με το ποιος θα είναι ο ηγέτης, ο οποίος θα στηρίζεται σ’ ένα μοντέλο χαρισματικής (ή μηντιακής) ηγεσίας, που θα γοητεύσει απευθείας τον κόσμο (ανεξάρτητα ακόμη κι αντίθετα με τις κομματικές ηγεσίες, ομαδοποιήσεις και τάσεις). Πάλι, αυτός ο ρόλος της ηγεσίας θα προβληθεί λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με το ποιος θα είναι ο ηγέτης και πώς θα διαμορφωθεί η διαδικασία. Αλλά γενικώς, δεν θα περίμενα καμιά σοβαρή ανανέωση της πολιτικής τάξης από μια τέτοια διαδικασία. Τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, δεν θεωρώ ότι πρόκειται οι πολιτικές ελίτ να παραιτηθούν στα σοβαρά από την εξουσία που κατέχουν. Το αν πρόκειται να διατηρήσουν την τωρινή δύναμή τους (το άθροισμα των δυο κομμάτων ήταν στις τελευταίες εκλογές πάνω από το 30%) ή να αυξήσουν ή να χάσουν τις ψήφους τους είναι δύσκολο να ειπωθεί τώρα.

Επίσης επειδή, από την άλλη πλευρά, αυτό που συνέβη στο DS έχει ανοίξει μια νέα διαδικασία στην αριστερά του Ιταλικού πολιτικού συστήματος. Δυο μειοψηφίες του DS, οι οποίες αντιτέθηκαν στη δημιουργία του Δημοκρατικού κόμματος στο τελευταίο συνέδριο (παίρνοντας περίπου ένα 25%), αποφάσισαν να διαχωρίσουν τις θέσεις τους και συμμετέχουν σ’ ένα τελευταίο πολιτικό αριστερό άνοιγμα, το οποίο επιχειρείται πρόσφατα μαζί με δυνάμεις, που προέρχονται από το κόμμα της Κομουνιστικής Επανίδρυσης (Rifondazione Comunista ή RC), το κόμμα των Ιταλών Κομουνιστών (PDCI) και, πιο επιφυλακτικά, με το Πράσινο κόμμα, για να δημιουργηθεί ένα νέο πολιτικό κίνημα: της Δημοκρατικής Αριστεράς για το Σοσιαλισμό, με εκπεφρασμένο σκοπό την ενοποίηση όλης της αριστεράς στην Ιταλία. Αυτό το δεύτερο σχέδιο τώρα έχει επίσημα ανοίξει. Σε πολλές δημόσιες συναντήσεις έχει προχωρήσει να συζητείται (τελευταία στη συνέλευση του περασμένου Σάββατου μεταξύ πολλών χιλιάδων κόσμου που ήσαν παρόντες σε δημόσια εκδήλωση του νέου πολιτικού κινήματος). Είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί η ακριβής διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Αλλά πιθανόν, θα έχουμε πρώτα ένα συντονισμό στην Ιταλία και την Ευρώπη των κοινοβουλευτικών δράσεων (για να δώσουμε κάποιους αριθμούς, τώρα όλοι μαζί οι βουλευτές της αριστεράς είναι περισσότεροι από 100 στο Ιταλικό Κοινοβούλιο, δηλαδή, αποτελούν μια σημαντική δύναμη με την RC να έχει περίπου 40, ενώ παρόμοιοι αριθμοί υφίστανται και στην Ιταλική Γερουσία, στην κυβέρνηση και στην Ευρωβουλή, μολονότι για την τελευταία, οι δυνάμεις της αριστεράς δεν μπορούν να συμπλεύσουν σε μια κοινή ομάδα). Δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές σε σχέση με τα προγράμματα, οι οποίες να μπορούν να υπονομεύσουν αυτό το συντονισμό (οι θέσεις τους για την ειρήνη, την εργασία, την κοσμικότητα, το περιβάλλον κλπ. είναι εντελώς παρόμοιες). Αντίθετα, το αποτέλεσμα θα είναι μια ισχυρότερη και ενοποιημένη φωνή της αριστεράς στο κοινοβούλιο και την κυβέρνηση. Μετά απ’ αυτό, πιθανόν να υπάρχει ένας περισσότερο δομημένος συντονισμός, που θα προετοιμάσει την οικοδόμηση μιας νέας πολιτικής δράσης. Πιθανόν ο χρόνος γι’ αυτό να είναι οι επόμενες Ευρωπαϊκές εκλογές. Αλλά μπορεί και να μην έχουμε μόνο ένα κόμμα της αριστεράς τότε. Πολύ πιο πιθανόν είναι να έχουμε μια κοινή εκλογική λίστα, ένα δομημένο συντονισμό, και να κατεβούν στις εκλογές πολλαπλά πολιτικά υποκείμενα. Έτσι, η RC και η Ιταλική Ευρωπαϊκή Αριστερά (που πρόκειται να έχει την επίσημη γέννησή της τον Ιούνιο) θα συνεχίσουν να υπάρχουν (μαζί με τα άλλα πολιτικά υποκείμενα της αριστεράς).

Αναφορικά με τις επιπτώσεις στην κοινωνία, οι εξελίξεις αυτές μπορούν πράγματι να δώσουν κάποιες λύσεις, για να εκφρασθεί η αριστερά στην Ιταλία, τώρα που είναι ασθενέστερη όσο ποτέ άλλοτε. Επίσης, το CGIL, το κύριο εργατικό συνδικάτο στην Ιταλία, με σχεδόν 6 εκατομμύρια μέλη, που παραδοσιακά βρίσκεται στην αριστερά, προσανατολίζεται ευνοϊκά προς αυτήν την πρωτοβουλία (αλλά θα διατηρήσει την ανεξαρτησία του σαν οργάνωση). Και το ίδιο συμβαίνει και για πολλές άλλες οργανώσεις, όπως, για παράδειγμα, με το ARCI. Γενικώς οι προσδοκίες της κοινωνίας προς την αριστερά είναι τώρα αυξημένες. Η πρωτοβουλία αυτή θα μπορούσε στην πραγματικότητα να αλλάξει τη δομή του Ιταλικού πολιτικού συστήματος και να βγάλει την αριστερά έξω από έναν περιθωριακό ρόλο. Κάτι που καμία συλλογικότητα δεν θα μπορούσε να το έκανε από μόνη της. Με κάποιο τρόπο, μπορούμε να δούμε τη σημασία αυτών των Ιταλικών εξελίξεων στην ευρύτερη Ευρωπαϊκή κλίμακα. Με την έννοια της διασαφήνισης των θέσεων και στην πλευρά του κέντρου και στην πλευρά της αριστεράς του πολιτικού συστήματος. Μπορούμε να τις δούμε σαν ήττα, με την έννοια ότι το κύριο αριστερό κόμμα εγκαταλείπει οριστικά τις κοινωνικές και πολιτιστικές ρίζες του. Αλλά αυτό έχει ήδη συμβεί. Αυτό που μπορεί τώρα να βοηθήσει είναι η διαδικασία οικοδόμησης μιας νέας αριστεράς, η οποία θα επιχειρήσει να συνενώσει όλους τους υπάρχοντες δυνατούς πόρους, από την αριστερά της σοσιαλιστικής παράδοσης ως τους μετα-κομουνιστές, ως τους περιβαλλοντιστές, ως τις νέες ριζοσπαστικές συλλογικότητες, περνώντας μέσα από την αριστερά του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και μέσα από τις δημοκρατικές και κριτικές κουλτούρες, οι οποίες αναπτύχθηκαν μέσα κι από τα νέα κινήματα.

Φυσικά, υπάρχουν πολλές δυσκολίες και σ’ αυτή την πλευρά του σεισμού. Βλέπουμε αυτή τη στιγμή τις σημαντικές ευκαιρίες που υπάρχουν, αλλά όμως κι αυτές οι διαδικασίες διατρέχουν κινδύνους και προκλήσεις. Με κάποιο τρόπο, δεν είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που αντιμετωπίζει το Δημοκρατικό κόμμα. Η πρωτοβουλία αυτή δεν θα μπορέσει σαν τέτοια να ξεπεράσει τη δομική κρίση της πολιτικής (που είναι πολύ βαθιά στην Ιταλία), την ανεπάρκεια των κομμάτων, τις αδυναμίες και την κρίση νομιμότητας των εθνικών θεσμών κλπ. Ως προς το Δημοκρατικό κόμμα, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι το κυρίαρχο στοιχείο που θα χαρακτηρίζει αυτή τη διαδικασία θα είναι η κατάσταση συγκρούσεων μέσα και μεταξύ των κομμάτων, επειδή κάθε εξισορρόπηση θα υπονομεύεται διαρκώς από κάποιους. Αλλά κι η αριστερά περιλαμβάνει συλλογικότητες λίγο-πολύ εξατομικευμένες, καθώς και διαμάχες για την εξουσία. Επίσης, σ’ αυτήν την περίπτωση, μια πολύ σημαντική πρόκληση αφορά το άνοιγμα της διαδικασίας προς την κοινωνία και ακριβέστερα προς τα κοινωνικά κινήματα και προς την κατεύθυνση της ανακάλυψης νέων μορφών δημοκρατικής συμμετοχής κι ελέγχου, πέραν από το παραδοσιακό αντιπροσωπευτικό σύστημα κι από τα σύνορα της παραδοσιακής πολιτικής, τα οποία κατά τη γνώμη μου βρίσκονται μέσα σε μια δομική κι ιστορική κρίση. Και δεν θα είναι καθόλου εύκολο. Για πολλούς λόγους. Αλλά αν τα πράγματα δεν κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, το ρίσκο είναι να έχουμε μόνο το άθροισμα (τελικά συγκρουσιακό κι οργανωμένο μέσα σ’ ένα είδος αρχιτεκτονικής μπαρόκ, η οποία υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει ακόμη λιγότερο δημοκρατική από ό,τι είναι στα προηγούμενα κόμματα) των πολιτικών συλλογικοτήτων και των ελίτ τους: μια κατάσταση πλήρως απαρχαιωμένη, πρόχειρα ριζωμένη στην κοινωνία, επικίνδυνα εκτεθειμένη, η οποία καταντά να γίνεται αυτο-αναφορική και να βρίσκεται φυλακισμένη μέσα σε θεσμούς με χαλαρή νομιμοποίηση. Αλλά επίσης υπάρχουν και διαφορές. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι η αυτο-ανακήρυξη της αριστεράς του DS σαν κυβερνητική αριστερά, δηλαδή, η υιοθέτηση μιας έκφρασης, τη χρήση της οποίας η RC την είχε απορρίψει, επειδή έβλεπε σ’ αυτήν την έκφραση μιας θεσμικοποίησης της πολιτικής, που συνέβαινε όλα αυτά τα χρόνια. Και φυσικά υπάρχει η διαφορά στη ριζοσπαστικότητα των θέσεων.

Ακόμη σημαντικότερο είναι το ζήτημα της νέας πολιτικής κουλτούρας, όπως έλεγε ο Bertinotti στην τελευταία σημαντική συνέντευξή του. Αν μπορούμε να πούμε ότι μια νέα κουλτούρα έχει ξεκινήσει παράλληλα με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, αυτή είναι σίγουρα ακόμη αδύναμη, περνά απλώς τη φάση του σχηματισμού της κι είναι προς το παρόν ανεπαρκής σε δραματικό βαθμό. Γι’ αυτό, τα πολιτικά θεμέλια αυτού του νέου υποκείμενου θα είναι σε κάποια έκταση ακόμη άνισα κι αβέβαια, μετέωρα μεταξύ του παλιού και του νέου. Αλλά αυτό που σε μας είναι σαφέστατο είναι το γεγονός ότι μόνο μια νέα, ριζοσπαστική πολιτική κουλτούρα μπορεί να ισχυροποιήσει ένα τέτοιο σχέδιο. Αλλιώς αυτό είναι καταδικασμένο να αποτελεί απλώς μια ανασυρραφή από παλιές αριστερές πολιτικές κουλτούρες και σαν τέτοιο να είναι ανεπαρκέστατο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του τωρινού παγκοσμιοποιημένου και σε κρίση κόσμου. Σ’ οποιαδήποτε περίπτωση, μπορεί κανείς να δει την πρωτοβουλία αυτή στην Ιταλία επίσης και σαν το αποτέλεσμα της δράσης των κινητοποιήσεων και των κινημάτων των τελευτών ετών. Οι κινητοποιήσεις αυτές έκαναν τις αντιλήψεις και τις κουλτούρες, που έχουμε, να αλλάξουν, άνοιξαν δυνατότητες για νέες συμμαχίες, έδωσαν μια νέα ορμή στην κριτική και τη ριζοσπαστική προσέγγιση της παγκοσμιοποίησης και εν μέρει κατόρθωσαν ακόμη και να ανανεώσουν τις πολιτικές κουλτούρες. Ως συνήθως ;-) το ίδιο το μέλλον των κινημάτων θα αποφανθεί για την επιτυχία αυτής της πρωτοβουλίας. Κι ελπίζω, και το μέλλον αυτό με τη σειρά του θα βοηθηθεί απ’ την πολιτική πρωτοβουλία, που τώρα ανοίγεται. Αλλά χωρίς καμιά αυταπάτη ή βλέψη για τον ακριβή καθορισμό της ροής της κινηματικής δυναμικής και του τρόπου οικοδόμησης του νέου πολιτικού υποκείμενου.

Η εντύπωσή μου είναι ότι βρισκόμαστε σε μια μακρόχρονη (κι επικίνδυνη) διαδικασία μετάβασης. Πιθανόν να μην έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας, αλλά σίγουρα ακόμη δεν κατέχουμε καμιά έτοιμη απάντηση. Η επανανακάλυψη της πολιτικής είναι ακόμη μακριά. Προσωπικά, σ' αυτή τη μετάβαση, θεωρώ ότι πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε και να ενεργούμε μ' ένα πολύπλοκο τρόπο, πράγμα, δηλαδή, που σημαίνει ότι πρέπει να μπορούμε να διακρίνουμε τρία διαφορετικά επίπεδα στην πολιτική δράση: τη δουλειά μέσα στους θεσμούς, την ανακάλυψη ενός νέου τύπου πολιτικού υποκείμενου και την ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων. Φυσικά, οφείλουμε να κρατούμε αυτά τα τρία επίπεδα όσο περισσότερο συνδεδεμένα μεταξύ τους γίνεται, αλλά σίγουρα δεν πρέπει να τα αναγάγουμε σ’ ένα και μοναδικό. Ειδικά το τρίτο επίπεδο δεν μπορεί να αναχθεί στα άλλα δυο. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα επίπεδα αυτά έχουν τη δική τους αυτονομία. Και μεταξύ των τριών διαστάσεων (όπου η πρώτη είναι πολύ πολύ προβληματική και η δεύτερη απολύτως μη επαρκής από μόνη της), σπουδαιότερη είναι η αυτονομία των κοινωνικών κινημάτων, την οποίαν πρέπει να τη δούμε σαν την έμπνευση, το θεμελιώδη πόρο, τη συνθήκη για τις άλλες δυο. Και πρέπει να την αναπτύξουμε προς την κατεύθυνση μιας νέας ιδέας της αυτο-οργάνωσης της κοινωνίας. Αλλά αυτή είναι μια πολύ πολύπλοκη διαδικασία. Και σταματώ εδώ, για την τύχη σας!

Μετάφραση από τα Αγγλικά του Μ.Α. Μπουντουρίδη του κειμένου του Marco Berlinguer, που κυκλοφόρησε στη λίστα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του δικτύου Transform! Europe.
Αναμετάδοση από το ιστολόγιο http://thrymmata.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: