31.12.07

Προσθέτει χρόνια ο Σιούφας, κόβει συντάξεις ο Ρέππας

"Μποναμάς" με αύξηση των ορίων ηλικίας και μείωση των συντάξεων περιμένει από την 1.1.2008 χιλιάδες ασφαλισμένους, ιδιαίτερα από τους χώρους των τραπεζών, των ΔΕΚΟ και του δημοσίου, απόρροια της υλοποίησης διατάξεων των Νόμων Ρέππα (3029/02) και Σιούφα (2084/92).

Με βάση τον Νόμο Σιούφα αυξάνεται κατά ένα εξάμηνο το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για όσους συμπληρώνουν τα απαιτούμενα για τη θεμελίωση δικαιώματος έτη ασφάλισης το 2008. Πρόκειται για τα γνωστά εξάμηνα που προστίθενται σταδιακά τα τελευταία 15 χρόνια σε εφαρμογή του νόμου 2084 του 1992. Η συγκεκριμένη αλλαγή αφορά 7 ομάδες ασφαλισμένων από 7 συνολικά ταμεία κύριας ασφάλισης.
Για παράδειγμα, ασφαλισμένη στο ΤΣΠΕΑΘ, μητέρα ανηλίκου που συμπλήρωσε το 2007 τη 15ετία θα συνταξιοδοτηθεί σε ηλικία 49,5 ετών με βάση το όριο που προβλεπόταν το έτος αυτό.
Επίσης προβλέπεται βάσει του ίδιου νόμου αύξηση των ετών ασφάλισης για συνταξιοδότηση. Πρόκειται και στην περίπτωση αυτή για τα γνωστά εξάμηνα που προστίθενται κάθε χρόνο, σε εφαρμογή του νόμου 2084 του 1992, στα έτη ασφάλισης που απαιτούνται για κάποιον ασφαλισμένο ή ασφαλισμένη προκειμένου να θεμελιωθεί το συνταξιοδοτικό δικαίωμα.


Μείωση συντάξεων 1% κάθε χρόνο

Επίσης από την 1.1.2008 θα "τρέξει" η αλλαγή του υπολογισμού των συντάξεων με βάση τον \Νόμο Ρέππα\. Έτσι μέσα σε μια δεκαετία (από το 2008 έως το 2017) το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων θα φθίνει από το 80% στο 70% (δηλαδή το 2017) και αυτό αφορά τους εργαζόμενους σε ΔΕΚΟ, Τράπεζες και Δημόσιο, ενώ η βάση υπολογισμού της σύνταξης αλλάζει και από τον τελευταίο μισθό θα υπολογίζεται στον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας.
Ετσι για κάποιον ασφαλισμένο που θα συνταξιοδοτηθεί μετά την 1/1/2008, τα έτη ασφάλισης που έχουν συμπληρωθεί μέχρι 31/12/2007 θα υπολογισθούν με βάση ό,τι ισχύει σήμερα, δηλαδή με βάση τον τελευταίο μισθό, και με ποσοστό αναπλήρωσης 80%. Για τα χρόνια που θα συμπληρωθούν μετά την 1/1/2008 σταδιακά σε δέκα χρόνια το ποσοστό αναπλήρωσης μειώνεται από το 80% στο 70%.
Ως αποδοχές πάντοτε για τα έτη μετά την 1/1/2008 λαμβάνονται, για όσους αποχωρήσουν από 1/1/2008 έως 31/12/2012, ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών των μηνών που έχουν διανυθεί μέχρι και τον προηγούμενο μήνα από την υποβολή της αίτησης. Από 1/1/2013 και μετά ο υπολογισμός της σύνταξης θα γίνεται με βάση τις αποδοχές της τελευταίας πενταετίας.

Οι ενοποιήσεις

Το νέο ασφαλιστικό τοπίο από το 2008 διαμορφώνεται κυρίως από τις ενοποιήσεις ταμείων που προβλέπεται να ενταχθούν στο ΙΚΑ ΕΤΕΑΜ σύμφωνα με όσα προβλέπει ο Νόμος Ρέππα που η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει.
Τα περισσότερα από τα ταμεία αυτά είναι ελλειμματικά και η ένταξή τους (χωρίς αναλογιστικές μελέτες) προβλέπεται να επιβαρύνει το ΙΚΑ με περισσότερα από 1 δισ. ευρώ!
Οι ενοποιήσεις αφορούν τα ταμεία ΟΤΕ, Εθνικής Τράπεζας, ΕΤΒΑ, εταιρείας "Η Εθνική" και ΗΣΑΠ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΙΚΑ έχει επιβαρυνθεί ήδη από προηγούμενες εντάξεις (με βάση τις ίδιες διατάξεις) των ταμείων της Αγροτικής, του ΤΑΥΣΟ και του ταμείου της Ιονικής με τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ!
Να σημειωθεί ακόμα ότι ο κατάλόγος της χρέωσης του ΙΚΑ δεν σταματάει εδώ.
Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Οικονομίας \Γ. Αλογοσκούφης\ με επείγουσα τροπολογία σε άσχετο νομοσχέδιο επιχειρεί να εντάξει το ταμείο Αλληλοβοήθειας της Alpha Bank στο ΕΤΑΤ και στο ΙΚΑ βασιζόμενος σε μελέτη που υποεκτιμά τις υποχρεώσεις της τράπεζας κατά 1,1 δισ. ευρώ, προκαλώντας ακόμα και την παρέμβαση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας.
Το ταμείο όμως της Alpha δεν είναι το πρώτο που εντάσσεται στο ΕΤΑΤ με υποεκτιμημένες τις υποχρεώσεις του. Έχει προηγηθεί το ταμείο της Εμπορικής, της Αγροτικής, ενώ επίκειται και η ένταξη του ταμείου της Εθνικής που, σύμφωνα με πληροφορίες αντί των 2,2 δισ. ευρώ που οφείλει η τράπεζα, η αναλογιστική μελέτη περιορίζει αυτές τις οφειλές στα 500 εκατ. ευρώ!
Συνολικά από τις υποεκτιμημένες μελέτες για την υπαγωγή των ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΑΤ και στο ΙΚΑ η κυβέρνηση χαρίζει 4 δισ. ευρώ στους τραπεζίτες (ή 2% του ΑΕΠ) φορτώνοντας αντίστοιχα το ΙΚΑ και τον προϋπολογισμό, δηλαδή τους ασφαλισμένους και ιδιαίτερα τους χαμηλοσυνταξιούχους για τους οποίους υποτίθεται ότι ενδιαφέρεται, κάνοντας λόγο για "ανισότητες και αδικίες".
Του Ανδρέα Πετρόπουλου. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 28.12.2007

24.12.07

Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση

Η μεγάλη επιτυχία της απεργίας και οι εκπληκτικές συγκεντρώσεις των συνδικάτων σε όλη τη χώρα, μας υποχρεώνουν όλους να δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό στη διαχείριση αυτού του αγώνα, ο οποίος μπορεί να αποβεί νικηφόρος. Ήδη υπάρχουν τα πρώτα δείγματα μιας κυβερνητικής αμηχανίας. Η κυβέρνηση Καραμανλή αισθάνεται τεράστια πίεση και παρότι προσπάθησε να το αποφύγει, εντούτοις συναντά ένα κλίμα αντιπαράθεσης, αντίστοιχο με αυτό της περιόδου Σημίτη-Γιαννίτση, που οδήγησε την τότε κυβέρνηση σε άτακτη υποχώρηση. Ο κόσμος στις 12/12 βγήκε στους δρόμους, όχι γιατί εξήγγειλε κάτι πολύ συγκεκριμένο η κυβέρνηση, αλλά γιατί το αισθητήριο του και η εμπειρία του, από τις διαδοχικές αντιασφαλιστικές παρεμβάσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, τον έκανε να καταλάβει ότι, η οποιαδήποτε ανακίνηση του ασφαλιστικού γίνεται τελικά σε βάρος του.
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε απομόνωση, αφού με την τακτική της πρόκλησης σύγχυσης, των διαρροών, των μισόλογων και της επιλεκτικής επίθεσης σε ορισμένες κατηγορίες, στο όνομα των υπερβολών και των αδικιών, πέτυχε ακριβώς το αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα: να τους βάλει όλους απέναντι της.
Σήμερα, η κυβέρνηση και τα διάφορα παπαγαλάκια, επιχειρούν να προκαλέσουν εφησυχασμό, μιλώντας για ήπια σενάρια. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να πέσουν σ' αυτή την παγίδα, που δίνει χρόνο στην κυβέρνηση, να ανασυνταχθεί και να προχωρήσει σε αιφνιδιασμό. Τα συνδικάτα πρέπει να συμβάλλουν με αποφάσεις τους στην συνέχιση του αγώνα, με νέο απεργιακό βήμα στα τέλη Γενάρη ή αρχές Φλεβάρη και να πολλαπλασιάσουν τις δράσεις για την ενημέρωση των εργαζομένων και την ενεργοποίηση τους στους τόπους δουλειάς και κατοικίας. Καθοριστικό στοιχείο επιτυχίας θα είναι η συγκρότηση ενός ευρύτατου κοινωνικού μετώπου εργαζομένων, επιστημόνων, δημοσιογράφων, επαγγελματοβιοτεχνών, αγροτών, το οποίο θα συντονίζεται αγωνιστικά με ένα κοινό πλαίσιο, που θα αφορά τους γενικούς άξονες για ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

Με επιθετικούς στόχους το κίνημα

Το συνδικαλιστικό κίνημα, ακόμη και στη θεωρητική περίπτωση που η κυβέρνηση έκανε πίσω και δεν προωθούσε κανένα μέτρο, δε θα ήταν ευχαριστημένο. Θα ήταν μια μερική νίκη. Διότι, ναι μεν δε θα είχαμε καμία επί πλέον νομοθετικού χαρακτήρα επιδείνωση, όμως θα παραμέναμε σε ένα πλαίσιο, που καθορίζεται από τους αντιασφαλιστικούς νόμους \Σιούφα\ και \Ρέππα\, το οποίο συνεχίζει τη διαχρονική επιδείνωση των ασφαλιστικών όρων και δικαιωμάτων. Θα διαιωνιζόταν ένα πλαίσιο υποχρηματοδότησης και υπονόμευσης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος. Θα συνεχιζόταν επίσης μια κατάσταση κοινωνικής ελλειμματικότητας, αφού οι συντάξεις της πλειονότητας των εργαζομένων, θα παρέμεναν σε εξευτελιστικά χαμηλά επίπεδα.
Οι στόχοι μας πρέπει να είναι επιθετικοί και όχι μόνο αμυντικοί. Αυτό εξασφαλίζεται από το πλαίσιο της ΓΣΕΕ (διακήρυξη της ΓΣΕΕ για την απεργία), το οποίο με σαφήνεια συγκρούεται με το νομοθετικό πλαίσιο Σιούφα-Ρέππα και το οποίο ορισμένες δυνάμεις θα ήθελαν να αποδομήσουν.
Έχει αξία να σταθούμε λίγο στο νόμο Ρέππα, τον οποίο μερικοί παρά την αρχική τους συστολή αρχίζουν τελικά να εκθειάζουν.
Υπενθυμίζουμε ότι, στις τότε διαδικασίες διαμόρφωσης του νόμου Ρέππα, η ΑΔΕΔΥ είχε διαφωνήσει, όπως και η ΓΣΕΕ, η οποία μάλιστα με πλειοψηφία (Αυτόνομη Παρέμβαση-ΠΑΜΕ-ΔΑΚΕ), είχε προκηρύξει 24ώρη απεργία, παρά την αντίθεση της ΠΑΣΚΕ.
Ο νόμος Ρέππα ήταν ο συμβιβασμός, στον οποίο κατέληξε η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ με την ηγεσία της ΠΑΣΚΕ, μετά τη σύγκρουση επί υπουργίας του κ. \Γιαννίτση\. Ένας συμβιβασμός απαράδεκτος, τον οποίο καταγγείλαμε και τον οποίο επωμίστηκε ο τέως πρόεδρος της ΓΣΕΕ, ο οποίος μάλιστα επαίρεται γι' αυτό.
Η ηγεσία της ΠΑΣΚΕ δέχτηκε τότε να ανταλλάξει μια προσωρινή και επισφαλή εξαίρεση του ΙΚΑ, από μια περαιτέρω υποβάθμιση, αποδεχόμενη όμως μείωση των συντάξεων, σε μια μεγάλη κατηγορία εργαζομένων (περίπου 700.000), καθώς επίσης την εισαγωγή της λειτουργίας της ιδιωτικής ασφάλισης και τη διαδικασία των υποχρεωτικών ενοποιήσεων.

Πού οδηγεί ο νόμος Ρέππα

Στην ουσία και πιο αναλυτικά, ο απαράδεκτος τότε συμβιβασμός της ΠΑΣΚΕ οδήγησε:
1. Στην υιοθέτηση από μερίδα του συνδικαλιστικού κινήματος των αντιασφαλιστικών διατάξεων του νόμου Σιούφα, ιδίως με τις κατηγοριοποιήσεις μεταξύ των ασφαλισμένων, που αφορούν και στο ΙΚΑ.
2. Στη νομιμοποίηση της διαδικασίας αποχαρακτηρισμού των βαρέων και ανθυγιεινών.
3. Στη μείωση από 1/1/2008 των συντάξεων του Δημοσίου, ΔΕΚΟ-Τραπεζών, η οποία στην κατάληξη της οδηγεί σε 12,5% μείωση των συντάξεων. Το απαράδεκτο είναι να βάζει το συνδικάτο την υπογραφή του σε μειώσεις συντάξεων, έστω και αν είναι ένα ευρώ. Το επιχείρημα ότι αυξήθηκε η σύνταξη των ασφαλισμένων μετά το 1992 στο 70% από 60% είναι άτοπο, διότι η εφαρμογή αυτού του μέτρου αρχίζει από το 2025 (μπορεί να μην υπάρχει καν η διάταξη αυτή τότε), ενώ η μείωση των συντάξεων αρχίζει από το 2008.
4.Στην υποχρεωτική ενοποίηση κύριας και επικουρικής ασφάλισης. Ιδιαίτερα για την επικουρική ασφάλιση, δίνεται η ευχέρεια στον εκάστοτε υπουργό, να αλλάζει όλους τους όρους χωρίς νέα νομοθετική ρύθμιση, ενώ υποχρεώνει τα επικουρικά ταμεία ή να ομαδοποιηθούν ή να ενταχθούν εντός 18 μηνών στο ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ. Να ενταχθούν δηλαδή σε ένα ταμείο φάντασμα το οποίο έχει έλλειμμα 6 δισ. ευρώ.
5. Στην εισαγωγή του ατομικού κεφαλαιοποιητικού συστήματος στην ασφάλιση με τα επαγγελματικά ταμεία, με τα οποία οι νεοφιλελεύθεροι θέλουν να υποκαταστήσουν την επικουρική ασφάλιση και να αποτελέσουν το δεύτερο πυλώνα της ασφάλισης.
Τέλος, και εξαιρετικά σημαντικό είναι ότι, διατηρήθηκε η υποχρηματοδότηση του ΙΚΑ, αφού το 1% του ΑΕΠ δεν αρκεί, ενώ είναι λιγότερο από την κρατική συνεισφορά κατά 3/9 των εισφορών, που διεκδικεί το κίνημα. Σημειωτέον ότι, ταυτόχρονα καταργήθηκε η υποχρέωση του κράτους να χορηγεί το 10% του μισθού για κάθε ασφαλισμένο μετά το 1993. Την ανεπάρκεια αυτής της χρηματοδότησης ομολόγησε, εκ των υστέρων, η ίδια η ΓΣΕΕ, αφού σύμφωνα με μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, εκτιμάται ότι η αναγκαία χρηματοδότηση στο ΙΚΑ, πρέπει να ισοδυναμεί με 2,5% του ΑΕΠ.
Συμπερασματικά λοιπόν, το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να έχει καθαρά στο στόχαστρο του, τους νόμους Ρέππα και Σιούφα και να ζητά την αντικατάσταση αυτού του απαράδεκτου νομοθετικού πλαισίου, με βάση τις διεκδικήσεις του. Οποιαδήποτε παραβίαση αυτής της λογικής, παγιδεύει το συνδικαλιστικό κίνημα και υπονομεύει αυτόν τον μεγάλο αγώνα που εκτυλίσσεται. Άλλωστε, όπως θα έλεγαν και οι πρόγονοι μας: "το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού", και η σοφία μας χρειάζεται πολύ σ' αυτή τη φάση.
Του Αλέκου Καλύβη, Αναπληρωτή προέδρου της ΓΣΕΕ. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 23.12.2007

10.12.07

Γενική Απεργία στις 12 Δεκεμβρίου 2007

Η φορολογική μεταρρύθμιση της ΝΔ και η εναλλακτική πολιτική της Αριστεράς

Κεντρική υπόσχεση του νεοφιλελευθερισμού είναι η μείωση της φορολογίας για όλους. Για τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους η φορολογία κατανοείται ως περιορισμός της ελευθερίας και της ατομικής επιλογής ως προς τη διάθεση των ατομικών εισοδημάτων. Αντίστροφα, η χαμηλή φορολογία θεωρείται παράγοντας ανταγωνιστικότητας, ανάπτυξης και ευημερίας.
Η Ν.Δ. έκανε κεντρική προεκλογική της υπόσχεση τη μείωση της φορολογίας, ήδη από τις εκλογές του 2004. Υιοθέτησε την πολιτική υπέρ του λεγόμενου "επίπεδου φόρου" (flat tax), την ύπαρξη, δηλαδή, ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις, περιορίζοντας έτσι την προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος.
Πράγματι, ένα από τα πρώτα μέτρα, που πήρε αμέσως μετά τις εκλογές η κυβέρνηση, ήταν η μείωση των συντελεστών φορολόγησης των κερδών από 35% σε 25%. Ακολούθησαν μια σειρά από απλόχερες φοροαπαλλαγές διαφόρων κοινωνικών ομάδων με τις κυριότερες να είναι υπέρ της εκκλησίας. Στη συνέχεια, έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική μείωσης των φορολογικών συντελεστών για τα φυσικά πρόσωπα από 33% στο 25% (για εισοδήματα 12.000 έως 30.000 ευρώ) που θα ολοκληρωθεί ως το 2009.
Για να αμβλύνει τις εντυπώσεις, αύξησε το αφορολόγητο όριο στις 12.000 ευρώ από 10.000 ευρώ που το παρέλαβε το 2004. Επίσης, κράτησε προς το παρόν τους φορολογικούς συντελεστές στο 35% για εισοδήματα από 33.000 μέχρι 75.000 ευρώ και στο 40% από 70.000 ευρώ και πάνω.
Το νεοφιλελεύθερο όραμα και η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα
Με αυτές τις εξαιρέσεις πάντως το "όραμα" της Ν.Δ. για έναν ενιαίο και χαμηλό συντελεστή έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Είναι γεγονός ότι η πολιτική της κυβέρνησης υλοποιήθηκε χωρίς αντιστάσεις. Άλλωστε, ποτέ και πουθενά δεν υπήρξαν κοινωνικές αντιστάσεις στις μειώσεις φόρων.
Η φορολογική πολιτική της Ν.Δ. μπορεί να απέφυγε τις μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις, προσέκρουσε όμως στις "ξέρες" της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και στις δικές της ενδογενείς αντιφάσεις. Διότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική από τη μια θέλει να στηρίξει τα κοινωνικά στηρίγματά της, μειώνοντας τους φόρους στις επιχειρήσεις και τα ανώτερα μεσαία στρώματα. Από την άλλη, όμως, και το νεοφιλελεύθερο κράτος έχει ανάγκη από ανθηρά έσοδα.
Ειδικότερα, όμως, στη χώρα μας τα δημόσια οικονομικά πάσχουν από ένα τεράστιο δημόσιο χρέος σε συνδυασμό με πολύ χαμηλά φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Επίσης, το φορολογικό σύστημα χαρακτηρίζεται από μεγάλες ανισότητες, διάχυτη φοροδιαφυγή, αναποτελεσματικότητα και φαινόμενα διαφθοράς του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Η πολιτική της Ν.Δ. δεν προσανατολίστηκε στην αντιμετώπιση κάποιου από αυτά τα χρόνια και διαρθρωτικά προβλήματα. Αντίθετα, με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και τις απλόχερες φοροελαφρύνσεις ήρθε σύντομα σε σύγκρουση με την πραγματικότητα.
Πράγματι, τον Απρίλιο του 2005 η κυβέρνηση, βλέποντας τα έσοδα να βουλιάζουν, προχώρησε στην αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ κατά μια ποσοστιαία μονάδα καθώς και άλλων έμμεσων φόρων. Η υπόσχεση της Ν.Δ. για φορολογική ελάφρυνση όλων αποδείχθηκε μια απάτη αφού, για να μην καταρρεύσουν τα έσοδα, μετά τη μείωση της φορολογίας στα κέρδη και τα μερίσματα, έπρεπε το έλλειμμα να καλυφθεί με αύξηση των έμμεσων φόρων.
Η μεγάλη όμως πρόσκρουση της κυβέρνησης της Ν.Δ. στην πραγματικότητα γίνεται με τον προϋπολογισμό του 2008. Το ιδιαίτερο γνώρισμα του προϋπολογισμού του 2008, η μοναδική καινοτομία του, είναι ότι αυτός για να "ισορροπήσει" απαιτεί αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 6,2 δισ. ευρώ ή 12,9% σε σχέση με το 2007.
Δεδομένου ότι το εθνικό εισόδημα αναμένεται να αυξηθεί κατά 7%, η απαίτηση για αύξηση των φόρων κατά σχεδόν 13% συνιστά μια τεράστια υπερφορολόγηση. Το γεγονός τέλος ότι όλη η αύξηση αυτή πλήττει τα ήδη υπερφορολογούμενα στρώματα της κοινωνίας, καθιστά την "πρόσκρουση" αυτή και επώδυνη και ηχηρή.
Δεδομένου, λοιπόν, ότι με τον προϋπολογισμό του 2008 ολοκληρώνεται και η "φορολογική μεταρρύθμιση" της Ν.Δ., η στιγμή είναι κατάλληλη για να κάνουμε μια συνολική αποτίμηση των αποτελεσμάτων της.
Τα αποτελέσματα της φορολογικής μεταρρύθμισης της Ν.Δ.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τη φορολογική πολιτική της επιτυγχάνεται η ανάπτυξη, βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα και 3 εκατομμύρια Έλληνες δεν πληρώνουν καθόλου φόρο.
Όμως, τα 3 αυτά εκατομμύρια, που δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος είναι αυτά που αναλογικά πλήττονται βαρύτερα από τους έμμεσους φόρους που η κυβέρνηση τους αυξάνει. Ακόμη και ένας χαμηλόμισθος ή χαμηλοσυνταξιούχος των 700 ευρώ πληρώνει (αφανώς) τουλάχιστον 100-140 ευρώ το μήνα, με διάφορους έμμεσους φόρους. Σε ό,τι αφορά την αύξηση του ΑΕΠ, αυτή ήταν ισχυρή και μάλιστα ισχυρότερη και πριν από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών. Σε ό,τι αφορά, τέλος, την ανταγωνιστικότητα η επιδείνωσή της δεν ανακόπηκε, όπως πιστοποιεί η διεύρυνση του εμπορικού ισοζυγίου.
Η αλήθεια είναι ότι τα αποτελέσματα της πολιτικής της Ν.Δ. αποδεικνύονται αρνητικά τόσο στο επίπεδο των συνολικών εσόδων του κράτους όσο και στο επίπεδο της κατανομής των φορολογικών βαρών και σ' εκείνο της προοπτικής
α) Υστέρηση φορολογικών εσόδων του κράτους
Το 2005, για το οποίο υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία, τα φορολογικά έσοδα στην Ε.Ε. ήταν το 27,2% του ΑΕΠ, ενώ στην Ελλάδα ήταν το 21,2%. Σε απόλυτα μεγέθη, αυτή η διαφορά αντιστοιχεί σε μια υστέρηση των φορολογικών εσόδων στη χώρα μας της τάξης των 15 δις ευρώ. Δεδομένου του υψηλού δημόσιου χρέους, των υψηλών στρατιωτικών δαπανών, αλλά και του ελλείμματος σε υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες, η χώρα μας θα έπρεπε να διαθέτει υψηλότερα φορολογικά έσοδα σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε. για να ανταποκριθεί σ' αυτές τις αυξημένες ανάγκες. Αλλά ισχύει το αντίθετο. Αυτό οφείλεται στην τεράστια φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, στη δομή δηλαδή και την αναποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος.
Η πολιτική της Ν.Δ. επιδείνωσε το πρόβλημα αυτό, αφού, παρά την αύξηση διάφορων φόρων καθώς και των συντελεστών του ΦΠΑ κατά μία ποσοστιαία μονάδα και παρά τη μη τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν ανέκαμψαν. Αντίθετα, έμειναν στάσιμα.
β) Διεύρυνση των φορολογικών ανισοτήτων
Ένα δεύτερο αποτέλεσμα της φορολογικής μεταρρύθμισης της Ν.Δ. είναι η σοβαρή διεύρυνση των φορολογικών ανισοτήτων
Η σχέση έμμεσων-άμεσων φόρων επιδεινώθηκε υπέρ των έμμεσων φόρων. Το 2008 οι έμμεσοι φόροι διαμορφώνονται στο 59,7% του συνόλου των φόρων, όταν το 2004 ήταν 58,3%.
Μια άλλη όψη των αποτελεσμάτων της πολιτικής της κυβέρνησης είναι η αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στους φόρους από φυσικά πρόσωπα και τους φόρους από νομικά πρόσωπα. Μεταξύ 2004 και 2008 οι φόροι φυσικών προσώπων αυξάνουν από 7,6 δις σε 10,8 δισ. ευρώ ή 42%. Την ίδια περίοδο, οι φόροι από νομικά πρόσωπα (επιχειρήσεις) μένουν στάσιμοι (4.860 εκ. ευρώ το 2004, 4.865 εκ. ευρώ το 2008) παρά τη μεγάλη αύξηση των κερδών.
Με τη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης διαιωνίζεται έτσι η διαχρονικά υψηλή φορολόγηση των εισοδημάτων από εργασία στη χώρα μας (σε σχέση με την Ε.Ε.) και η αντίστοιχα χαμηλή φορολόγηση των εισοδημάτων του κεφαλαίου. Χαρακτηριστική είναι επίσης η υποφορολόγηση της συσσωρευμένης περιουσίας στη χώρα μας. Οι φόροι επί της συσσωρευμένης περιουσίας όχι μόνο είναι πολύ χαμηλότεροι στη χώρα μας, αλλά και μειώνονται από το 2000 και μετά, όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνουν (για εκτενέστερη ανάλυση και τεκμηρίωση, βλ. τη Γραπτή Εισήγηση Γ. Δραγασάκη για τον Προϋπολογισμό έτους 2008 και ειδικότερα τους πίνακες Β1 -10, στην ηλεκτρονική Δ/νση: www.dragasakis.gr).
γ) Μοχλός συντηρητικής αναδιάρθρωσης της κοινωνίας
Η φορολογική μεταρρύθμιση της Νέας Δημοκρατίας δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον. Οι κίνδυνοι αυτοί θα γίνουν ασφυκτικοί σε περίπτωση κάμψης των ρυθμών ανάπτυξης ή και ύφεσης, προοπτική που θα ήταν ανεύθυνο να αποκλειστεί. Βεβαίως, η υστέρηση των εσόδων (ως ποσοστό του ΑΕΠ) ασκεί πιέσεις ήδη από σήμερα, και ενδεικτική από την άποψη αυτή είναι η φοροεπιδρομή την οποία προδιαγράφει ο προϋπολογισμός για το 2008, όπως ήδη σημειώσαμε.
Επίσης, τα χαμηλά φορολογικά έσοδα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) δεν επιτρέπουν τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Έτσι, η εξυπηρέτηση του υψηλού δημόσιου χρέους απορροφά ένα μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων (4,3% του ΑΕΠ το 2008) που είναι το μεγαλύτερο σε όλη την Ε.Ε.
Τα αποτελέσματα της ακολουθούμενης πολιτικής, δηλαδή το υψηλό δημόσιο χρέος και τα χαμηλά κρατικά έσοδα, χρησιμοποιούνται στη συνέχεια ως άλλοθι για την υποχρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους και για τη διεύρυνση των ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή για την εμβάθυνση και τη διεύρυνση των νεοφιλελεύθερων μετασχηματισμών στο κράτος και την κοινωνία. Το επιχείρημα "τόσα έχουμε τόσο δίνουμε" ή η συχνή επίκληση της "αντοχής της οικονομίας", δεν πρέπει να υποτιμάται. Είναι ανάγκη να αποκρουσθεί με όρους ιδεολογικούς, αλλά και πολιτικούς, στη βάση δηλαδή μιας εναλλακτικής πολιτικής.

Εναλλακτικές πολιτικές

(i) Η αντίληψή μας για τα "έσοδα του κράτους". Το ζήτημα των εσόδων του κράτους δεν είναι εισπρακτικό ζήτημα, αλλά ένας κόμβος μεγάλων αναδιαρθρώσεων, όπως ήδη σημειώσαμε.
Το ζήτημα των εσόδων του κράτους, στη δική μας αντίληψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνική ανταποδοτικότητα των εσόδων αυτών. Το θέμα δεν είναι απλώς "πώς να αυξήσουμε τα έσοδα", αλλά πώς να στηρίξουμε το κοινωνικό κράτος, πώς να αυξήσουμε τη χρηματοδότηση της παιδείας και της υγείας, πώς να βελτιώσουμε άμεσα τις χαμηλές συντάξεις, πώς να ενισχύσουμε τα προκλητικά χαμηλά επιδόματα ανεργίας και την ασφαλιστική κάλυψη των ανέργων, πώς να εξασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης. Το ζήτημα των εσόδων συνδέεται, συνεπώς, με την ανασυγκρότηση συνολικά του κράτους και με την εφαρμογή μιας πολιτικής που θα διασφαλίζει αυτήν ακριβώς την κοινωνική ανταποδοτικότητα.
Το ζήτημα των εσόδων επίσης, δεν είναι ο παθητικός κρίκος αυτής της σχέσης των εσόδων με το κοινωνικό αποτέλεσμα. Το αναδιαρθρωτικό στοιχείο δεν υπάρχει μόνο στο πού πηγαίνουν τα έσοδα. Η αναδιαρθρωτική σημασία των εσόδων ενυπάρχει και στον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται αυτά τα έσοδα, στο ποιοι πληρώνουν γι' αυτά και στο από ποιες πηγές προέρχονται.
Και επειδή τα δυο κρίσιμα προβλήματα της εποχής μας είναι οι διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες και η καταστροφή του περιβάλλοντος, το ερώτημα που τίθεται είναι: Μπορεί μια πολιτική αύξησης των εσόδων να καθιστά ταυτόχρονα και την κατανομή τους δικαιότερη; Και δεύτερον, μπορεί μια πολιτική εσόδων να δρα "οικολογικά"; Μπορούμε δηλαδή να αυξήσουμε τα έσοδα με τρόπο ώστε να παράγουμε μια οικολογική προστιθέμενη αξία;
Τα διλήμματα αυτά πρέπει και, κατά τη γνώμη μας, μπορούν να επιλυθούν σε θετική κατεύθυνση.
Ναι, οι δαπάνες για την παιδεία, την υγεία, τη στήριξη του κοινωνικού κράτους και την κοινωνική ασφάλιση μπορούν να αυξηθούν με τρόπο υγιή, χωρίς, δηλαδή, αυτό να οδηγεί σε αύξηση του δημόσιου χρέους, με μια πολιτική που θα στηριχθεί στην αύξηση τόσο των φορολογικών όσο και των μη φορολογικών εσόδων.
Ναι, τα έσοδα μπορούν να αυξηθούν σημαντικά και ταυτόχρονα η κατανομή τους να γίνει δικαιότερη, αν διευρυνθεί η φορολογική βάση προς περιοχές πλούτου και πηγές εισοδημάτων που σήμερα αποφεύγουν τη φορολόγηση ή νομότυπα απαλλάσσονται απ' αυτήν.
Ναι, η οικολογική διάσταση μπορεί και πρέπει να μπει μέσα στο φορολογικό σύστημα με τρόπο όμως μελετημένο και διαφανή, έτσι ώστε οι πράσινοι φόροι να είναι και δίκαιοι φόροι.
(ii) Πολιτικές για την ανάκαμψη των μη φορολογικών εσόδων. Τα τελευταία χρόνια τα έσοδα του κράτους τείνουν να εξαρτώνται αποκλειστικά από τη φορολογία. Συγκεκριμένα τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό των τακτικών εσόδων, αυξάνουν από 92,5% το 2003 σε 94,1% το 2008.
Τα μη φορολογικά έσοδα μπορούν να αποτελούν μια ουσιαστική πηγή τακτικών εσόδων.
Μια πρώτη πηγή τέτοιων εσόδων μπορεί να είναι τα διανεμόμενα κέρδη (μερίσματα) κερδοφόρων δημόσιων επιχειρήσεων. Αυτό προϋποθέτει μια πολιτική που θα βάλει τέλος στην ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων, θα επιδιώξει την αναβάθμιση και την ανασυγκρότηση, εισάγοντας νέα μοντέλα δημόσιας επιχειρηματικότητας. Αν και το θέμα δεν είναι στενά ταμειακό, πρέπει να σημειωθεί ότι σε μεσοπρόθεσμη βάση τα έσοδα από μερίσματα μπορούν και από ταμειακή άποψη να είναι πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με το εφάπαξ έσοδο από ενδεχόμενη ιδιωτικοποίηση μιας κερδοφόρας επιχείρησης όπως ΟΠΑΠ, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ΟΤΕ κλπ. Μέρος μάλιστα των εσόδων αυτών μπορεί να δεσμεύεται σε ειδικό λογαριασμό υπέρ ενός αποθεματικού για μελλοντικές ανάγκες της κοινωνικής ασφάλισης.
Δεύτερη πηγή αύξησης των μη φορολογικών εσόδων μπορεί να αποτελέσει μια πολιτική αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, κινητής και ακίνητης, καθώς και των δικαιωμάτων από διάφορες αδειοδοτήσεις. Μέρος μάλιστα των πόρων από την αξιοποίηση της ακίνητης, ειδικότερα, περιουσίας μπορεί να δεσμεύεται υπέρ μιας πολιτικής απαλλοτρίωσης ιδιωτικών εκτάσεων, αναπλάσεων και αναβάθμισης περιοχών, για τη δημιουργία ελεύθερων χώρων, εστιών πρασίνου και δημόσιων υποδομών.
Τρίτη πηγή αύξησης των διαθέσιμων πόρων, σημαντική μάλιστα, μπορεί να αποτελέσει η αναδιάρθρωση των δαπανών, η περιστολή της σπατάλης και η βελτίωση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας των δαπανών.
Από τις ανωτέρω πηγές μπορούν να προκύψουν σημαντικά οφέλη και με την έννοια των ταμειακών εσόδων αλλά και με την έννοια της εξοικονόμησης πόρων, οικονομικών και ανθρώπινων, που θα μπορούσαν να διατεθούν για την ικανοποίηση αναγκών της κοινωνίας.
(iii) Για ένα αποτελεσματικό, οικολογικό και κοινωνικά δίκαιο φορολογικό σύστημα. Υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες για αύξηση των φορολογικών εσόδων, λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και της μεγάλης φοροαποφυγής. Συγκεκριμένα:
1) Πρώτα πρώτα υπάρχουν μορφές κερδών και πλούτου στη χώρα μας που δε φορολογούνται καθόλου, όπως π.χ. τα κέρδη από τις επενδύσεις σε μετοχές και σε άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όταν σε άλλες χώρες συνιστούν μια σημαντική πηγή φορολογικών εσόδων (με τη μορφή του capital gain tax).
2) Διεθνώς, τα μερίσματα υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος ο οποίος μάλιστα ανέρχεται από 15% (Βέλγιο) έως και 43% (Δανία). Στη χώρα μας ο αντίστοιχος φόρος είναι μηδέν.
3) Σημαντική υστέρηση, επίσης, παρουσιάζουν στη χώρα μας οι φόροι επί της συσσωρευμένης περιουσίας. Στη χώρα μας αποτελούν το 1,6% του ΑΕΠ όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσεγγίζουν το 3%.
4) Στη χώρα μας υπάρχουν ειδικά φορολογικά καθεστώτα τα οποία θεσπίστηκαν σε άλλες εποχές και τα οποία σήμερα πρέπει να επανεξεταστούν. Τέτοιες περιπτώσεις είναι το ειδικό φορολογικό καθεστώς που διέπει τους εφοπλιστές και τα πλοία, καθώς και το ειδικό φορολογικό καθεστώς που διέπει τις εμπορικού χαρακτήρα δραστηριότητες της Εκκλησίας και των ιδρυμάτων της.
Η πρότασή μας είναι ότι τα ειδικά φορολογικά καθεστώτα και γενικότερα όλες οι φοροαπαλλαγές πρέπει να επανεξεταστούν ως προς τη σκοπιμότητά τους από μηδενική βάση.
5) Τέλος, οι λεγόμενοι πράσινοι φόροι, πέρα και ανεξάρτητα από το εισπρακτικό τους αποτέλεσμα, αποτελούν ένα μέσο πολιτικής που η οικολογική κρίση καθιστά αναγκαίο, στο πλαίσιο βεβαίως ολοκληρωμένων πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος. Είμαστε αντίθετοι με προσπάθειες που επιδιώκουν την αξιοποίηση της οικολογικής διάστασης με τρόπο προσχηματικό για εισπρακτικούς και μόνο λόγους. Αποδεκτοί πράσινοι φόροι είναι εκείνοι που παράγουν ένα ορατό οικολογικό αποτέλεσμα και ταυτόχρονα καθιστούν το φορολογικό σύστημα κοινωνικά δικαιότερο.
6) Οι διαστάσεις της φοροδιαφυγής στη χώρα μας είναι τεράστιες. Όμως, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει την αντιμετώπιση της φοροαποφυγής, ως μέρος μιας στρατηγικής που θα καθιστά το φορολογικό σύστημα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο. Ακριβώς γι' αυτό μια φορολογική μεταρρύθμιση στις παραπάνω γραμμές, καθιστώντας το σύστημα πιο δίκαιο, συνιστά μια θεμελιώδη προϋπόθεση και για τη χάραξη μιας πολιτικής που να αντιμετωπίζει αποφασιστικά και τη φοροδιαφυγή.
Εναλλακτικές, συνεπώς, προτάσεις και υπάρχουν και μάλιστα συγκροτούν μια συνολική πολιτική. Μια πολιτική που δίνει στήριξη και προοπτική σε πολλά από τα αιτήματα των εργαζομένων και των κινημάτων. Ταυτόχρονα, όμως, η δύναμη αυτής της εναλλακτικής πολιτικής είναι συνάρτηση του βαθμού στον οποίο η ίδια θα γίνει στόχος διεκδίκησης και πάλης των συνδικάτων και των κινημάτων.

Του Γιάννη Δραγασάκη. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 9.12.2007

Συνέχεια για το ασφαλιστικό

Η κυβέρνηση της Ν.Δ. προχωράει στην αλλαγή του ασφαλιστικού με στόχο την περαιτέρω μείωση του κόστους της εργασίας και των δημοσίων δαπανών, μέσω των οποίων τα σύγχρονα κράτη ασκούν την κοινωνική τους πολιτική. Οι στόχοι αυτοί αποτελούν την πιο ακραία εκδήλωση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η οποία θεωρεί το έμμεσο κόστος εργασίας, που αντιπροσωπεύουν οι εισφορές για την συνταξιοδότηση των εργαζομένων, και τις δημόσιες δαπάνες για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής ως μη παραγωγικά έξοδα της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Γι' αυτό και συνδέει τα μέτρα, που προτείνει για το ασφαλιστικό, με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Την καπιταλιστική εννοείται ανάπτυξη, στην οποία έχουν θέση και λόγο ύπαρξης μόνο το κόστος και μόνο οι δαπάνες που παράγουν υπεραξία. Και ως γνωστό οι συντάξεις γήρατος, αναπηρίας και θανάτου δεν παράγουν υπεραξία.
Επειδή όμως δεν είμαστε πια στον 19ο αιώνα και επειδή πολύ αίμα χύθηκε για τη ζωή στην εργασία και μετά την εργασία, κάποια κοινωνική πολιτική πρέπει να εφαρμόζεται και κάποιες συντάξεις να καταβάλλονται. (Είναι και όλοι αυτοί οι καταναγκασμοί της δημοκρατίας στους οποίους πρέπει να υποτασσόμαστε: Η συνοχή, η συναίνεση, οι εκλογές). Με μέτρο βέβαια, για να μην τραυματίσουμε την ανταγωνιστικότητά μας. Με τόσο μέτρο που, στις μέρες μας, η μέση κύρια σύνταξη για 1.400.000 συνταξιούχους είναι 624 ευρώ και για 860.000 συνταξιούχους του ΟΓΑ είναι 360 ευρώ. Λιγότερο από 600 ευρώ παίρνει το 78% του συνόλου των συνταξιούχων.
Και για να πάει πιο πέρα το μέτρο, η κυβέρνηση άνοιξε το ασφαλιστικό με μια καμπάνια απαξίωσης του υπάρχοντος συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και τρομοκράτησης των εργαζομένων. Με ζοφερές περιγραφές για το εγγύς μέλλον και καταστροφικές για το απώτερο. Μπλέκοντας τα πάντα: Την κατάσταση της οικονομίας, το δημογραφικό, το δημοσιονομικό, την Ευρωπαϊκή Ένωση... Επιδεικνύοντας κυρίως την έλλειψη πολιτικής βούλησης για μια άλλη πολιτική στο κοινωνικό πεδίο.
Όμως, όταν δεν μπορούν να υπολογίσουν τα υπάρχοντα οικονομικά μεγέθη (βλ. ΑΕΠ: υπολογιζόμενη αύξηση από την κυβέρνηση 25,7%, διόρθωση από την Γιουροστάτ σε 9,6 %), πώς μπορούν με τόση σιγουριά να μας βομβαρδίζουν για καταστροφικά σενάρια σε βάθος χρόνου; Και αν, μέχρι τότε, κάποια άλλη πολιτική βούληση πετύχει την πάταξη της εισφοροδιαφυγής με την ασφάλιση, έστω τμήματος, της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας (μετανάστες, μερική απασχόληση); Αν μέχρι τότε κάποια άλλη πολιτική βούληση πετύχει την πάταξη της υπεξαίρεσης (της εισφοροκλοπής) στην οποία επιδίδονται οι επιχειρήσεις παρακρατώντας τις εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία; Αν μέχρι τότε κάποια άλλη πολιτική βούληση χρησιμοποιήσει αποτελεσματικότερα και δικαιότερα την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας;
Παρά την καταστροφολογία και τον διαχωρισμό των εργαζομένων σ' αυτούς που δεν θα θιγούν από τις αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, σ' αυτούς που θα θιγούν σε περιορισμένο βαθμό και σ' αυτούς που θα πληρώσουν το μάρμαρο, η αντίδραση των εργαζομένων στις προτεινόμενες αλλαγές είναι καθολική και όλα δείχνουν ότι η αντίστασή τους θα είναι μαζική.
Τα συνδικάτα και οι οργανώσεις της αριστεράς αντιτίθενται, και σωστά, στο τριφασικό σύστημα ασφάλισης με τους τρεις πυλώνες που προωθεί η κυβέρνηση: Τον πυλώνα της κύριας σύνταξης στον οποίο θα υπαχθούν όλα τα ταμεία κύριας ασφάλισης, τον πυλώνα των επαγγελματικών ταμείων και τον πυλώνα της ιδιωτικής ασφάλισης. Οι αναλύσεις και η τεκμηρίωση των θέσεων του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής, οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το ασφαλιστικό (Σεπτέμβριος 2007) και πολλά άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά είναι μια καλή απάντηση στις επιβουλές της κυβέρνησης.
Όμως για μια ολοκληρωμένη απάντηση θα πρέπει να ξεπεραστεί η αμηχανία με την οποία αντιμετωπίζουμε τη δημιουργία ενιαίου ταμείου κύριας ασφάλισης. Η δημιουργία ενιαίου φορέα θα δημιουργήσει σχέσεις αλληλεγγύης ανάμεσα στους εργαζομένους και θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική τους δύναμη για τη θεμελίωση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και το ύψος των συντάξεων. Το αίτημα της κοινωνικής αλληλεγγύης έχει και (ή πρωτίστως έχει) ενδοταξικό χαρακτήρα.

Του Μάκη Καβουριάρη. Δημοσιεύθηκε στην ΑΥΓΗ την 8.12.2007

4.12.07

Σταχυολόγηση από την επικαιρότητα της 4.12.2007

· H κρατικοδίαιτη ανάπτυξη δεν οδηγεί πουθενά, δηλώνει ο Κ.Χατζηδάκης

(Ναι είδαμε που οδηγεί η καλή, η ντούρα ανάπτυξη)

· Προσεκτική διαχείριση χαρτοφυλακίων συνιστά ο Ν.Γκαργάνας στις ελληνικές τράπεζες

(γι’ αυτές τις κοινοτυπίες τον πληρώνουν τόσο?)

· Διπλή παρέμβαση, με έμμεσες συστάσεις για ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας αλλά και στους μισθούς και να ευνοηθεί η απασχόληση των μεγαλύτερων σε ηλικία εργαζομένων μέσω και της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού, κάνει το ΔΝΤ

(με άλλα λόγια, μειώστε τους μισθούς και γυμναστείτε στις επικύψεις μια και θα χρειαστεί να σκύβετε πολύ για το... μεροκάματο)

· Ανεπαίσθητη η επίπτωση των αυξήσεων στον πληθωρισμό, ισχυρίζεται η ΔΕΗ

(θα σου ρίξω μια ανεπαίσθητη που θα πεις το Δεσπότη, Παναγιώτη)

· Δεν κινδυνεύουμε άμεσα αλλά… Προσοχή στο ορμητικό πληθωριστικό κύμα από το εξωτερικό συνιστά ο Γ.Αλογοσκούφης

(ο ίδιος κυκλοφορεί με μπρατσάκια, μάσκα και βατραχοπέδιλα)

· «Eίναι η ώρα των πολιτών να αντιδράσουν» λέει για τις μεταρρυθμίσεις το ΠΑΣΟΚ

(τώρα, σε λίγο θα πει και κάτι αριστερό το ΠΑΣΟΚ. Περιμένετε στο ακουστικό σας)

· Απάντηση Ρουσόπουλου: «Το ΠΑΣΟΚ και ο πρόεδρός του τολμούν -διαστρεβλώνοντας, όπως πάντα, την πραγματικότητα- να παρουσιάζουν ως δήθεν 'διάλυση' τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια άρσης των αδιεξόδων, που οι ίδιοι δημιούργησαν.»

(«μεταρρυθμιστική προσπάθεια άρσης αδιεξόδων» εμ.. γιαυτό είναι καλοπληρωμένη η δουλειά του και φτιάχνει βίλες. Μπορεί ο οποιοσδήποτε να εφεύρει κάτι τόσο καλοδουλεμένο?)

· Πρεμιέρα στο ΥΠΠΟ: Γεγονός οι πρώτες προσλήψεις στο στενό δημόσιο τομέα με διαδικασίες εκτός ΑΣΕΠ

(απτό παράδειγμα «μεταρρυθμιστικής προσπάθειας άρσης των αδιεξόδων»)

· Οι εχέφρονες πολίτες θέλουν λύσεις στο Ασφαλιστικό, δηλώνει η κυβέρνηση

(να φανταστείτε, υπάρχουν πολίτες οι οποίοι εξακολουθούν να θέλουν και ζητούν να έχουν συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη όπως πίστευαν ότι θα έχουν όταν έμπαιναν στην αγορά εργασίας! Τι ανόητοι!!)

· Η κυβέρνηση παίζει το ρόλο του εκπροσώπου της Κομισιόν στο θέμα της ΟΑ, λέει ο ΣΥΡΙΖΑ

(σιγά την είδηση! Αφού όλοι ξέρουμε ότι η κυβέρνηση διεξάγει σκληρό αγώνα για τη «μεταρρυθμιστική προσπάθεια άρσης αδιεξόδων»)

· Για την Ολυμπιακή: «Αγγελτήριο θανάτου» λέει ο ΣΥΡΙΖΑ και «Θέλουν να της κάνουν κηδεία» το ΚΚΕ

(αναμένουμε οσονούπω την καταγγελία του οπορτουνιστικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ από τους προστάτες της λαϊκής οικογένειας)


από το www.in.gr, σε μια μέρα μόνο